Μαζί με τις εθνικές εκλογές την περασμένη Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου, μια ικανή πλειοψηφία των Βερολινέζων (56,3%) αποφάσισε με δημοψήφισμα πως δεν πρέπει να επιτρέπεται σε ιδιωτικές εταιρείες να έχουν στην ιδιοκτησία τους περισσότερα από 3.000 διαμερίσματα. Και πως τα διαμερίσματα των εταιρειών που έχουν ήδη παραπάνω από αυτό το κατώφλι θα απαλλοτριωθούν υποχρεωτικά από το κρατίδιο του Βερολίνου σε τιμή κατώτερη από αυτή της αγοράς.
Ποιο είναι το πρόβλημα;
Με πολύ απλά λόγια, το πρόβλημα είναι πως στο Βερολίνο είναι πλέον σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς σπίτι να μείνει. Όχι μόνο είναι σχετικά λίγα τα διαθέσιμα διαμερίσματα, αλλά και αυτά που υπάρχουν δεν είναι προσβάσιμα στον περισσότερο κόσμο, καθώς τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια. Σε μια πόλη που η ιδιοκατοίκηση αφορά μόνον ένα 20% των κατοίκων της, αυτό δημιουργεί τεράστια πίεση στα περισσότερα νοικοκυριά.
Πώς προέκυψε αυτό το πρόβλημα;
Η αιτίες πίσω από την έλλειψη προσβάσιμης κατοικίας είναι πολλές.
Μέχρι και το 2000, το κρατίδιο του Βερολίνου είχε υπό τον άμεσο έλεγχό του ένα πολύ μεγάλο αριθμό διαμερισμάτων, συνήθως μέσα από κρατικές οικιστικές επιχειρήσεις ή μέσα από επιχορηγήσεις για παροχή κοινωνικής κατοικίας. Μετά το 2000, το χρεωμένο κρατίδιο υποχρεώθηκε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να ξεπουλήσει το μεγαλύτερο αριθμό των διαμερισμάτων του και να διακόψει τα προγράμματα κοινωνικής κατοικίας. Μεγάλα funds απ’ όλον τον κόσμο αγόρασαν τα ακίνητα που βγήκαν τότε στο σφυρί σε εξευτελιστικές τιμές.
Μετά από αγοροπωλησίες και συμπτύξεις, βρέθηκαν 10 μεγάλες εταιρείες να κρατούν στα χέρια τους 250.00 από τις σχεδόν 2 εκατομμύρια κατοικίες στο Βερολίνο, με πιο συμβολική απ’ όλες την Deutsche Wohnen που κρατάει μόνη της περίπου 120.000. Ένα ολιγοπώλιο δηλαδή ελέγχει την αγορά κατοικίας.
Ταυτόχρονα ο πληθυσμός του Βερολίνου αυξάνει καθώς η πόλη-κρατίδιο είναι σε άνθηση και έχει γίνει πόλος έλξης για -κυρίως νέους- ανθρώπους απ’ όλον τον κόσμο.
Κι ενώ το Βερολίνο είναι γεμάτο εργοτάξια, δεν υπάρχουν διαθέσιμες κατοικίες, καθώς τα διαμερίσματα που διατίθενται στην αγορά είναι κατοικίες πολυτελείας, απρόσιτες για τους περισσότερους κατοίκους της πόλης.
Τέλος, η τεράστια έκρηξη του τουρισμού πριν την πανδημία, έχει ωθήσει πολλούς να διαθέτουν τα διαμερίσματά τους για προσωρινά τουριστικά καταλύματα (το φαινόμενο airBnB) αποσύροντας τα έτσι από την αγορά μόνιμης κατοικίας. Αυτό μεν αφορά μόνον συγκεκριμένα κομμάτια της πόλης, έχει όμως επεκταθεί πλεόν στο μεγαλύτερο κομμάτι του κέντρου και πιέζει κι αυτό τις τιμές προς τα πάνω.
Τι κάνει το κρατίδιο του Βερολίνου για να αντιμετωπίσει την οικιστική κρίση;
Το κρατίδιο έχει περιορισμένες δυνατότητες, και η κυβέρνηση συνεργασίας που κυβερνά από το 2016 έχει προσπαθήσει να πάρει μια σειρά από μέτρα: προστασία δημόσιας γης από την ιδιωτικοποίηση, χρηματοδότηση νέου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας και μαζική αγορά διαμερισμάτων από ιδιώτες σε τιμές αγοράς (συνήθως τα ίδια που ξεπουλήθηκαν πριν 20 χρόνια). Η απόφαση να μπει πάγωμα και ανώτατο πλαφόν ενοικίων, ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο την περασμένη Άνοιξη.
Τι θα γίνει τώρα;
Το δημοψήφισμα δεν περιέχει και σχέδιο νόμου, αλλά δίνει εντολή στην νέα κυβέρνηση του κρατιδίου να ετοιμάσει νόμο για την απαλλοτρίωση των κατοικιών των μεγαλοΐδιοκτητών σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από αυτές της αγοράς. Ήδη η υποψήφια των σοσιαλδημοκρατών, που ήρθαν πρώτο κόμμα στο Βερολίνο, δεσμεύτηκε πως θα σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Μένει να δούμε ποια θα είναι η τελική μορφή του νόμου και πόση πίεση θα ασκηθεί πριν τελικά περάσει. Επίσης είναι άγνωστο αν μπορεί να σταθεί συνταγματικά, καθώς η παράγραφος του συντάγματος που το επιτρέπει, δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ.
Όμως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η απόφαση αυτή είναι ιστορική, όχι μόνον για το Βερολίνο, αλλά για όλες τις πόλεις που αντιμετωπίζουν πρόβλημα προσβάσιμης στέγασης.
Ο Άρης Καλαντίδης είναι Πολεοδόμος, καθηγητής αστικής διαχείρισης στο Μάντσεστερ. Ζει στην Αθήνα και το Βερολίνο.
Πηγή: 2020mag