Η λατρεία στις ΗΠΑ για το κιτρινοπράσινο φρούτο θυμίζει πλέον το εμπόριο των ματωμένων διαμαντιών της Αφρικής, καθώς χρηματοδοτεί ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των ισχυρότερων καρτέλ του Μεξικού. Ακόμη και αυτή η λατρεία όμως προέκυψε από μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις επιθετικού μάρκετινγκ στη σύγχρονη ιστορία του καπιταλισμού
Εν αρχή το πρόβλημα για τους Αμερικανούς ήταν γλωσσικό. Κανείς δεν ήθελε να φάει έναν καρπό ο οποίος στις αρχές του 20ού αιώνα ονομαζόταν «το αχλάδι του αλιγάτορα» λόγω της σκληρής πράσινης φλούδας του. Όταν οι καλλιεργητές της Καλιφόρνιας επέβαλαν τη μετονομασία του σε αβοκάντο η κατάσταση βελτιώθηκε ελαφρώς – τουλάχιστον για όσους δεν γνώριζαν ότι η λέξη προερχόταν από τον όρο που χρησιμοποιούσαν οι Αζτέκοι για τους όρχεις. Παρέμενε όμως το ερώτημα γιατί κάποιος να φάει ένα γλοιώδες, δυσκολομαγείρευτο φρούτο με απροσδιόριστη γεύση που αρχικά κόστιζε περίπου πέντε δολάρια το τεμάχιο, σε σημερινές τιμές;
Αν και αρκετοί αποδίδουν την κυριαρχία του αβοκάντο στην είσοδο Μεξικανών μεταναστών και τη χρήση του σε συνταγές με σάλτσα γουακαμόλε, ο έρωτας των ΗΠΑ με το αβοκάντο είναι σχεδόν ολοκληρωτικά τεχνητός. Όπως ο Κεμάλ Ατατούρκ αντικατέστησε εν μια νυκτί τον καφέ με το τσάι ως το «αγαπημένο» ρόφημα του τουρκικού λαού, έτσι και οι εταιρείες δημοσίων σχέσεων που εργάζονταν για λογαριασμό των καλλιεργητών της Καλιφόρνιας επέβαλαν το αβοκάντο στην αμερικανική κουζίνα.
Από τη δεκαετία του ’80 στη μάχη της πειθούς έπεσαν ακόμη και μεγαθήρια όπως η Hill & Knowlton, η οποία παλιότερα προωθούσε τα προϊόντα της αμερικανικής καπνοβιομηχανίας και λίγο αργότερα έστησε αρκετά από τα fake news με τα οποία ο πατήρ Μπους δικαιολόγησε τον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου.
Αργότερα οι εισαγωγείς αβοκάντο είχαν τη φαεινή ιδέα να προωθήσουν τη σάλτσα γουακαμόλε ως εκ των ων ουκ άνευ έδεσμα για όποιον παρακολουθούσε το Super Bowl, τον τελικό του αμερικανικού ποδοσφαίρου. Το αποτέλεσμα είναι ότι κάθε χρόνο το Σαββατοκύριακο της διοργάνωσης καταναλώνονται 90 χιλιάδες τόνοι αβοκάντο. Την τελευταία δεκαετία μάλιστα με την εμφάνιση των πρώτων τοστ με αβοκάντο, τα οποία προωθούνταν εν είδει θρησκείας από τους influencers του Instagram, η ζήτηση άρχισε για πρώτη φορά να ξεπερνά τη δυνατότητα παραγωγής.
Ουσιαστικά το εμπόριο αβοκάντο στον παγκοσμιοποιημένο Βορρά αποτελούσε πάντα μια ισορροπία πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Στον 20ό αιώνα κάθε φορά που Αμερικανοί καλλιεργητές επιχειρούσαν να αυξήσουν την τοπική παραγωγή η Ουάσινγκτον απαγόρευε τις εισαγωγές από το Μεξικό, συχνά με αστεία και αντιεπιστημονικά επιχειρήματα, όπως ότι τα μεξικανικά φρούτα θα φέρουν επικίνδυνες μύγες. Όταν όμως η αμερικανική κυβέρνηση απελευθέρωσε τις εισαγωγές αβοκάντο το 1997, το παιχνίδι μεταφέρθηκε στο Μεξικό.
Σήμερα το εμπόριο του συγκεκριμένου φρούτου αποδίδει στους νότιους γείτονες των ΗΠΑ περισσότερα από τρία δισ. δολάρια ετησίως. Καθώς όμως πάνω από το 70% των μεξικανικών αβοκάντο παράγονται στην Πολιτεία Μιτσοακάν, το αποτέλεσμα ήταν ολόκληρη η περιοχή να μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Καρτέλ που παλαιότερα ασχολούνταν με το εμπόριο ναρκωτικών ανέλαβαν, συχνά διά της βίας, τον έλεγχο της περιοχής παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων, που έβλεπαν το έδαφός τους να καταστρέφεται από τη μονοκαλλιέργεια και την τρομακτική κατανάλωση νερού. Αρκετοί από τους αρχηγούς των καρτέλ πίστευαν ότι οι καλλιέργειες αβοκάντο θα τους επέτρεπαν να περάσουν από την παρανομία στα σαλόνια της μεξικανικής αστικής τάξης – μια διαδικασία που στις ΗΠΑ είχε πραγματοποιηθεί μετά το τέλος της ποτοαπαγόρευσης. Οι εσωτερικές συγκρούσεις όμως καθώς και οι διενέξεις με ένοπλες ομάδες αυτοάμυνας των κατοίκων, οι οποίοι προσπαθούσαν να σώσουν τις κοινότητές τους, οδήγησαν σε περαιτέρω κλιμάκωση της βίας.
Όπως συμβαίνει μάλιστα και με το εμπόριο ναρκωτικών, που καλύπτει τις «ανάγκες» της αμερικανικής αγοράς, οι μάχες των μεξικανικών καρτέλ δημιουργούν μια παράλληλη αγορά όπλων, τα έσοδα των οποίων καταλήγουν και πάλι στις ΗΠΑ. Μεσάζοντες αγοράζουν από αμερικανικές εταιρείες τα όπλα που καταλήγουν στους εμπόρους του αβοκάντο, ενώ στη συνέχεια οι ίδιες επιχειρήσεις τροφοδοτούν νόμιμα και τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας του Μεξικού που καλείται να αντιμετωπίσει τον πόλεμο του αβοκάντο. Σύμφωνα με έρευνα της εφημερίδας El Pais, ανάμεσα στα όπλα που φτάνουν στο Μεξικό συμπεριλαμβάνονται ακόμη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυροβόλα που χρησιμοποιούνται σε πολεμικές αναμετρήσεις. Το αποτέλεσμα από αυτή τη δύναμη πυρός είναι να δημιουργούνται κωμοπόλεις-φαντάσματα καθώς δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι τις εγκαταλείπουν μαζικά είτε σαν εσωτερικά εκτοπισμένοι είτε σαν πρόσφυγες προς τις ΗΠΑ – τους οποίους ο Ομπάμα, ο Τραμπ και ο Μπάιντεν φροντίζουν να κρατούν μακριά από την αμερικανική επικράτεια.
Ποιος θα πρέπει να αναλάβει λοιπόν την ευθύνη για τον πόλεμο του αβοκάντο; «Μήπως όσοι αγοράζουν αβοκάντο στις ΗΠΑ χρηματοδοτούν τη σύγκρουση των καρτέλ στο Μεξικό;» αναρωτιόταν πριν από έναν χρόνο το περιοδικό Forbes, δίνοντας το στίγμα του νέου αφηγήματος. Για άλλη μια φορά η ευθύνη μεταφέρεται στον αρχικό μικροπαραγωγό και τον τελικό καταναλωτή, αφήνοντας στο απυρόβλητο κυβερνήσεις, λαθρεμπόρους, διακρατικές συμφωνίες εμπορίου, πολεμικές βιομηχανίες κ.ο.κ. Τρως το αβοκάντο που σου επιβάλαμε; Άρα σκοτώνεις παιδιά σε κάποια άλλη χώρα.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ