Macro

Αρχές και Αξίες – Ποια ήταν η Ελένη

Έχουν γραφτεί αναρίθμητα άρθρα για την Ελένη και κανείς δεν ξέρει την Ελένη. Ποια ήταν η Ελένη; Ας ξεκινήσουμε από αυτά που ξέρουμε και ας αναρωτηθούμε για τα υπόλοιπα. Η Ελένη ήταν μια κοπέλα που πήγε να σπουδάσει μακριά από το σπίτι της. Μακριά από την ασφάλεια της οικογένειας. Πολλές το κάνουν αυτό. Όμως, αν είχε μείνει στο σπίτι της, αν δεν έψαχνε για σπουδές και απλά παντρευόταν κάποιον καλό άντρα που θα την εξασφάλιζε, μπορεί να είχε γλυτώσει. Μπορεί. Επίσης. αν δεν είχε πάρε δώσε με αγόρια να είχε γλυτώσει. Η Ελένη μπορεί να μην είχε δολοφονηθεί, αν δεν πήγαινε στο σπίτι δύο ανδρών -δεν μας νοιάζει το πως και το γιατί, αν δεν πήγαινε μπορεί να είχε γλυτώσει. Μήπως η Ελένη ψαχνόταν και λίγο; Ξέρουμε άραγε τι φορούσε η Ελένη, όταν πήγε με δύο άντρες σε ένα σπίτι; Μπορεί να φορούσε δαντελένια εσώρουχα και να προκάλεσε. Γιατί είναι γνωστό τοις πάσοι ότι οι γυναίκες «προκαλούν». Η γυναίκα καμιά φορά, άλλωστε, μπορεί να το θέλει και το χαστουκάκι της για να στρώσει. Μήπως η Ελένη στην πραγματικότητα εκδιδόταν και μάλιστα -ποιος ξέρει;- ίσως και με βρώμικους αλλοδαπούς; Τελικά, λοιπόν, αν δεν είναι όλο αυτό συνωμοσία, είχε δώσει η Ελένη δικαιώματα; Ήταν από καλή οικογένεια; Πολλές υποθέσεις και πολλά ερωτήματα.

Ερωτήματα που τέθηκαν ανοιχτά μετά τη δολοφονία της «άτυχης κοπέλας», ερωτήματα που τίθενται καθημερινά στην πραγματικότητα, ερωτήματα που άρρωστα μυαλά σε μια άρρωστη κοινωνία έφτασαν στο σημείο να θέσουν. Ερωτήματα εντυπωμένα στο συλλογικό υποσυνείδητο περί «ηθικής ευθύνης» της γυναίκας. Ερωτήματα που αναπαράγουν το διαχρονικό στερεότυπο του αρσενικού ως κυρίαρχου και του θηλυκού ως υποτελούς. Ερωτήματα που καθιστούν τον αυτοπροσδιορισμό της γυναίκας μια κουβέντα που δεν έχει θέση στο δημόσιο λόγο. Και αυτό γιατί η γυναικοκτονία είναι ζήτημα τύχης. Ερωτήματα που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν ότι μια γυναίκα δολοφονήθηκε, επειδή ήταν μια γυναίκα που έκανε μια επιλογή. Τη δική της επιλογή να πει όχι. Πως μπορεί, όμως, μια γυναίκα να κάνει η ίδια μια επιλογή; Τα αντικείμενα δεν μπορούν να μιλάνε. Τα αντικείμενα είναι προς χρήση και προς τέρψη άλλων. Τα αντικείμενα μπορεί μερικές φορές να «τύχει» να σπάσουν, αλλά αν γίνει αυτό, κάποιος άλλος φταίει.. Είναι άλλος, είναι ξένος, αυτός που θα κάνει τη ζημιά. Να πεθάνει. Ας μας δινόταν η ευκαιρία να τον σκοτώσουμε εμείς αυτόν που έκανε τη ζημιά.

Η παραπάνω λογική ενέχει τη λογική της αυτοδικίας και της τιμωρίας της βίας με βία. Όμως η έμφυλη βία, ως μία διακριτή κατηγορία, απευθύνεται βασικά σε γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ άτομα. Μιλάμε για βία που ενέχει τη βία προς το κατώτερο και το ξένο. Η δολοφονία του Ζακ ήταν φυσικά άλλη μια επίδειξη φυσικής ισχύος των ανθρώπων εκείνων που πολύ ζηλεύουν την κοινωνική ισχύ των αφεντικών τους. Και επειδή δεν μπορούν να την έχουν, αρκούνται στο να έχουν αυτό που πολύ πιο εύκολα τους έχει δώσει η πατριαρχική κοινωνία και ο καπιταλισμός, την ισχύ πάνω σε ό,τι αντιβαίνει τον κανόνα τους. Σε ό,τι φέρει εμπόδια στην κυριαρχία τους, ως τον κανόνα που πρέπει να υπηρετείται απαράβατα και να υπηρετείται από όλους, για να επιβεβαιώνεται από όλους. Για να είναι ορατός από όλους και άρα να κυριαρχεί. Οι της συνωμοσίας του θανάτου, οι των «εύλογων» ερωτημάτων για το ποιόν της Ελένης, εν μέσω των ερωτήσεων βρήκαν απαντήσεις και για τον πραγματικό δολοφόνο. Το μίσος άρχισε να στρέφεται και αλλού. Μίσος περισσότερο για τον Αλβανό, γιατί ο Έλληνας παρασύρθηκε, και φόβος για τις κοπέλες οι οποίες πρέπει να προσέχουν που πάνε και τι κάνουν. Ένας πατέρας απολογούμενος κάθε μέρα στα κανάλια να πρέπει να βεβαιώνει κάθε στιγμή την τιμή και την υπόληψη της οικογένειας. Να πρέπει ακόμα να απαντήσει στις υποθέσεις και στα ερωτήματα για το ποιόν της Ελένης. Γιατί ακόμα το ενδεχόμενο του στιγματισμού και της ίδιας μετά θάνατον και της οικογένειάς της μένει ανοιχτό. Τιμή, Φόβος, Μίσος. Πολλές φωνές μίσους: να τιμωρηθούν με θανατική ποινή! Αυτό τους αξίζει. Να πεθάνουν κι αυτοί. Μπορούμε άραγε να σταματήσουμε της δολοφονίες με δολοφονίες; Ή μήπως μπορούμε να καταστείλουμε τη βία χωρίς να την αναπαράγουμε;

Ένα ζήτημα που τίθεται είναι ότι η σεξουαλική παρενόχληση, η οικιακή και ενδοοικογενειακή βία ποινικοποιήθηκαν μέσα από αγώνες και γι αυτό πλέον υπάρχει η δυνατότητα οι βιαστές να οδηγούνται ενώπιον της δικαιοσύνης. Ωστόσο, ακόμα και όταν αυτό υπάρχει ως δυνατότητα, γνωρίζουμε πως ένα συντριπτικό ποσοστό των βιαστών δεν τιμωρείται. Λόγω των σεξιστικών προκαταλήψεων των δικαστικών λειτουργών, για το ρόλο που διαδραματίζει η γυναίκα, για το βαθμό στον οποίο προκάλεσε το γεγονός, για την πιθανότητα να φορούσε δαντελένια εσώρουχα. Πριν φτάσει εκεί η υπόθεση ακόμα, η γυναίκα βιώνει αισθήματα ενοχής, μοναξιάς απέναντι στο κοινωνικό στίγμα, ότι θα θιγεί η αξιοπρέπειά της. Πολλές φορές η γυναίκα επιλέγει να μην το καταγγείλει. Στο αδιέξοδο απέναντι στο βιασμό και τη σεξιστική βία, έρχεται να προστεθεί η καταδίκη της αυτοάμυνας του θύματος. Η προκατάληψη έτσι έχει οδηγήσει σε πολλές καταδίκες γυναικών που έχουν αντισταθεί στο βιασμό τους. 22άχρονη γυναίκα στην Κόρινθο που αντιστάθηκε και τραυμάτισε θανάσιμα τον επίδοξο βιαστή, 15 χρόνια φυλακή. 40άχρονη αλλοδαπή, 10 χρόνια. Έχει, λοιπόν, νόημα η κατάκτηση των γυναικών να αναγνωρίζεται η βία απέναντί τους από τον νόμο; Είναι κατάκτηση των αγώνων του γυναικείου κινήματος και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, πρέπει να δούμε όμως σε ποιο βαθμό έχει πραγματικά συμβάλει στην μείωση του φαινομένου της έμφυλης βίας. Πρέπει να δούμε τον βαθμό που πραγματικά αναγνωρίζεται και άρα το βαθμό στον οποίο έχει γίνει κοινωνική συνείδηση.

Εδώ έρχεται η Άντζελα Ντέιβις και ο αντιμαχόμενος φεμινισμός να εγείρουν το ερώτημα του κατά πόσο μπορούμε να καταστείλουμε τη βία χωρίς να την αναπαράγουμε. Μπορούμε να σκεφτούμε άραγε νέους τρόπους αντιμετώπισης και καταπολέμησης της έμφυλης βίας; Γιατί η ποινικοποίηση, ως εκ των υστέρων παρέμβαση στην σεξιστική βία, δεν είναι μια επαρκής απάντηση. Το ίδιο και το ζήτημα διασφάλισης της ελευθερίας του λόγου, με την παράλληλη διασφάλιση της γραμμής της, ανάμεσα σε fake news και ρατσιστικό, σεξιστικό λόγο. Στη δεύτερη περίπτωση, λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως στη δημοκρατία υπάρχει ανοχή ακόμα και για απόψεις που στρέφονται κατά της ίδιας. Ωστόσο, υπάρχει διαφορά όταν μιλάμε για ελευθερία του λόγου και εκφορά μίσους, αναπαραγωγή ψευδών ειδήσεων κλπ. Γιατί ναι μεν υπάρχει το άρθρο 10 της ευρωπαϊκής σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύει την ελευθερία της σκέψης, της έκφρασης και κατ’ επέκταση του λόγου, και παράλληλα υπάρχει και το άρθρο 8, που είναι η προστασία της αξιοπρέπειας και της ιδιωτικής ζωής. Ο νόμος, λοιπόν, πάντα ερμηνεύεται.

Το ζήτημα που πρέπει να τίθεται είναι πότε ο νόμος γίνεται σωφρονιστική απειλή και πότε πραγματική κοινωνική συνείδηση. Γιατί είναι αυτή η δεύτερη περίπτωση που πρέπει πάντα να μας κρατά σε εγρήγορση και να μας απασχολεί. Είναι μόνο η δεύτερη αυτή περίπτωση που κάνει την καταδίκη και τη δικαιοσύνη έννοιες με περιεχόμενο. Αποκτούν περιεχόμενο, όταν αποκτούν υπόσταση μέσω της κοινωνικής πρακτικής. Και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, όπως τα ΜΜΕ πάντα παίζουν το ρόλο τους και συντάσσονται ή μη με κάποιες από αυτές τις πρακτικές, και πάντα θα το κάνουν. Γι αυτό έχει πάντα νόημα και η διασφάλιση την ελευθερίας του λόγου, με τις διακριτές γραμμές της, από τον ρατσιστικό και το σεξιστικό λόγο, νομικά και πρακτικά. Γι αυτό και η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων θα πρέπει να αποτελεί έναν διαρκή αγώνα που θα συντάσσεται με την προοπτική του μετασχηματισμού της κοινωνίας προς την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως κοινωνικού φύλου, θρησκείας, εθνότητας ή οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής ταμπέλας που περιορίζει αυτή τη δυνατότητα.

Ποια ήταν, λοιπόν, η Ελένη; Η Ελένη ήταν αυτή που ήθελε να μπορεί να ζήσει κάνοντας τις δικές της επιλογές, χωρίς να της επιβάλλει κανένας τις δικές του. Αυτή που ήθελε να μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται. Ήταν αυτή που ήθελε να ζήσει ως ίση μεταξύ ίσων. Η Ελένη ήταν αυτή που ήθελε να ζήσει. Η Ελένη ήταν γυναίκα.

Η Αλεξάνδρα Μάτα είναι πολιτική επιστήμονας

Πηγή: Η Αυγή