Macro

Αρχείο για το χθες, εργαλείο για το σήμερα

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος
«Η άνοδος και η πτώση των εργατικών Διεθνών
Β’ κύκλος: η 2η Σοσιαλιστική Διεθνής»
(εκδ. Τόπος, 2019)

Υπήρξε εποχή που η (αριστερή) πολιτική δεν ήταν σέλφις στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Υπήρξε εποχή που οι αγωνιστές της Αριστεράς δεν θεωρούσαν ότι η Αριστερά τούς χρωστάει, αλλά της χρωστάνε. Υπηρξε εποχή που ηγέτες τεράστιας εμβέλειας μειοψηφούσαν σε κομματικές ψηφοφορίες κι αυτό δεν αποτελούσε ταμπού και έγκλημα καθοσιώσεως κατά του ηγέτη. Υπήρξε εποχή που ο κανόνας ήταν η συλλογικότητα και όχι η αλαζονεία και οι πριμαντόνες. Υπήρξε μια εποχή που ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο ανταμειβόταν μόνο με ρίσκο και θυσία.
Μια τέτοια εποχή μάς θυμίζει ξανά ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος με τον δεύτερο τόμο του έργου του για τις εργατικές Διεθνείς, που είναι αφιερωμένος στη 2η Διεθνή «η οποία εμφανίστηκε τον μακρινό Ιούλιο του 1889 και έληξε άδοξα τον Αύγουστο του 1914», καθώς ξεσπούσαν οι φλόγες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν «παρά τα μεγάλα λόγια το σοβινιστικό καρκίνωμα κατάτρωγε τη Διεθνή».
Μετά από μια σύντομη εισαγωγή-γέφυρα με την εποχή της 1ης Διεθνούς, ο συγγραφέας παρουσιάζει τα προεόρτια και όλη τη διαδικασία προς τη συγκρότηση της Δεύτερης Διεθνούς, μέχρι την περιπετειώδη ίδρυσή της. Στη συνέχεια, στον κυρίως όγκο του βιβλίου, αποτυπώνει τα πρώτα σκιρτήματα των μαζικών σοσιαλιστικών και εργατικών δυνάμεων, αλλά και τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες στις οποίες αναδύθηκαν, καθώς και τους συσχετισμούς, τις συνεργασίες, τις διαμάχες με άλλες δυνάμεις του κινήματος εκείνη την εποχή (το αναρχικό κίνημα, το αγροτικό κίνημα, τις δυνάμεις του ρεφορμισμού και της ταξικής συνεργασίας κ.λπ.).

Πολιτικά επίδικα, κρίσιμες επιλογές

Ο συγγραφέας δομεί το πλούσιο υλικό του ανά χώρα. Παρουσιάζει έτσι έναν αστερισμό κινημάτων σε είκοσι ευρωπαϊκές χώρες, όπου δηλαδή υπήρξε σημαντικό κίνημα εκείνη την εποχή «που ακολούθησε την αιματηρή καταστολή της Παρισινής Κομμούνας και ολοκληρώθηκε με το ολοκαύτωμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου», αλλά και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Μεξικό, την Κούβα, την Αργεντινή, τη Χιλή, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, παρουσιάζει συνοπτικά όλα τα συνέδρια της Διεθνούς, καθώς και τα σημαντικότερα πολιτικά επίδικα που συζητήθηκαν σε αυτά.
Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε τη σύγκρουση ανάμεσα στις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις και στους υποστηρικτές μιας πολιτικής του «εφικτού», που «εκφράστηκε, κυρίως, με την πρόταση για συμμετοχή των σοσιαλιστικών κομμάτων σε αστικές κυβερνήσεις με στόχο πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις». Θυμόμαστε τον αγώνα ανάμεσα στις ριζοσπαστικές αντιαποικιακές δυνάμεις και στις δεξιές δυνάμεις της Διεθνούς, που υποστήριζαν ότι «η αποικιακή πολιτική μπορεί να ασκήσει εκπολιτιστική επίδραση» και μιλούσαν υπέρ μιας «σοσιαλιστικής αποικιακής πολιτικής». Ξαναζούμε τη διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές των δικαιωμάτων των μεταναστών και σε εκείνους τους λίγους («μετρημένοι στα δάχτυλα», κατά τον Λένιν) που ήθελαν «να περιοριστεί το δικαίωμα της μετανάστευσης για τους καθυστερημένους, μη αναπτυγμένους εργάτες». Βλέπουμε την αντιπαράθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές της άμεσης ψήφου των γυναικών και σε εκείνους που υποστήριζαν πως «για λόγους τακτικής στον αγώνα για καθολική ψηφοφορία, δεν έπρεπε να προβάλλεται άμεσα το αίτημα των εκλογικών δικαιωμάτων των γυναικών».

Από τον διεθνισμό στον εθνικισμό

Τέλος, βλέπουμε τη σκληρή σύγκρουση για το θέμα που τελικά υπήρξε και η ταφόπλακα της Διεθνούς: το ζήτημα του πολέμου, του σοβινισμού, του εθνικισμού, του πατριωτισμού, του διεθνισμού. Το συνέδριο των Βρυξελλών, ήδη από το 1891, ασχολήθηκε εκτενώς με το ζήτημα του μιλιταρισμού και «υπερψήφισε την πρόταση των Βαγιάν και Λήμπκνεχτ η οποία θεώρησε τον μιλιταρισμό αποτέλεσμα της ύπαρξης του καπιταλιστικού συστήματος»: «ο εχθρός των Γάλλων εργατών δεν είναι οι Γερμανοί και Βρετανοί εργάτες αλλά η αστική τάξη των δικών τους χωρών», έγραφε ο Βίλχελμ Λήμπκνεχτ. Η ίδια απόφαση επανεπιβεβαιωνόταν διαρκώς, ενώ στο συνέδριο της Ζυρίχης (1893) προτάθηκε ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπρεπε «να καταψηφίζουν στο κοινοβούλιο τις πολεμικές πιστώσεις». Μάλιστα, τότε οι Ολλανδοί αντιπρόσωποι πρότειναν και «τη συνειδητή άρνηση υπηρέτησης της στρατιωτικής θητείας». Είναι χαρακτηριστικό ότι στο συνέδριο του Άμστερνταμ (1904) «έγινε η ιστορική χειρονομία ανάμεσα στον Πλεχάνοφ και τον Καταγιάμα, οι οποίοι έδωσαν τα χέρια παρά τις διαφορές που χώριζαν τις χώρες τους εξαιτίας του ρωσοϊαπωνικού πολέμου». Το ίδιο κλίμα εξακολούθησε να υπάρχει και τα επόμενα χρόνια – μάλιστα την πρώτη μέρα του 9ου συνεδρίου (Βασιλεία, 1912) «οργανώθηκαν μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις».
Όμως, «όταν ήρθε η ώρα τα μεγάλα λόγια των ηγετών της 2ης Διεθνούς να γίνουν πράξη, οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έτρεξαν να υποστηρίξουν τα συμφέροντα των δικών τους κυρίαρχων τάξεων στον πόλεμο». Έτσι, ένα ένα τα εργατικά κόμματα προσχωρούσαν στην υποστήριξη του πολέμου και στον σοβινισμό. Όπως γράφει ο Μαστρογιαννόπουλος, «η συνθηκολόγηση μπροστά στη δοκιμασία του πολέμου και η “πατριωτική” πολιτική των παραδοσιακών ηγεσιών σήμαινε ότι αυτό που έσβηνε δεν ήταν ο σοσιαλισμός αλλά η πρόσκαιρη ιστορική του έκφραση, όπως αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί στα σοσιαλιστικά κόμματα της 2ης Διεθνούς. […] Ήταν φανερό ότι η Διεθνής ήταν πλέον νεκρή». Μέσα σε αυτή τη λαίλαπα, όμως, υπήρξε μια διεθνιστική μειοψηφία («οι ηγέτες οι οποίοι αποτελούσαν τη ριζοσπαστική πτέρυγα στους κόλπους της 2ης Διεθνούς βρέθηκαν ουσιαστικά απομονωμένοι») που κατάφερε να αντισταθεί στο εθνικιστικό και φιλοπόλεμο παραλήρημα, ερχόμενη βέβαια αντιμέτωπη με ζητήματα πρωτοφανή στα οποία όφειλε να αναζητήσει απαντήσεις (συμμετοχή ή όχι των κομμουνιστών σε έναν πόλεμο με τον οποίο διαφωνούσαν).
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου θυμόμαστε για μία ακόμα φορά πως στο εσωτερικό των κομμάτων και των κινημάτων υπήρχε πάντοτε μια σύγκρουση ανάμεσα σε πιο συντηρητικές και πιο ριζοσπαστικές πτέρυγες, σε μια εποχή που ο εσωκομματικός διάλογος και η κριτική ήταν κάτι εντελώς αυτονόητο, καλοδεχούμενο, επιβεβλημένο – «η ελευθερία της κριτικής είναι η ζωτική μας αρχή, είναι ο ίδιος ο αέρας που αναπνέουμε», έλεγε ο Αύγουστος Μπέμπελ.

Χαρακτηριστικές στιγμές του κινήματος

Ταυτόχρονα, θα θυμηθούμε και χαρακτηριστικές στιγμές του κινήματος, όπως τη στιγμή που η δεξιά πτέρυγα του πολωνικού κινήματος απαιτούσε την απομάκρυνση της Ρόζας Λούξεμπουργκ από το συνέδριο της Ζυρίχης, τη στιγμή που οι Εμιλιάνο Ζαπάτα και Πάντσο Βίγια μπαίνουν στην Πόλη του Μεξικού για να παραδώσουν όμως «την εξουσία που κατέκτησαν με αιματηρούς αγώνες» ή τη στιγμή που οι κατασταλτικοί μηχανισμοί στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν τις σκευωρίες και τις ψευδείς κατηγορίες για να οδηγήσουν στον θανάτο ηγέτες του εργατικού κινήματος, όπως ο Τζόε Χιλ, που εκτελέστηκε λέγοντας «μην κλαίτε για μένα, οργανωθείτε!».
Βέβαια, κοντά στους ανιδιοτελείς αγώνες, σε όλη αυτή την ανηφορική και επώδυνη πολλές φορές διαδικασία οικοδόμησης του κινήματος, υπήρξαν και οι σκοτεινές στιγμές, τα οδυνηρά λάθη, που το βιβλίο καμία στιγμή δεν κρύβει ή ωραιοποιεί. Υπήρξαν συγκρούσεις χωρίς αρχές και αξίες, υπήρξε οπορτουνισμός, υπήρξε πολυδιάσπαση συχνά χωρίς σοβαρό λόγο, υπήρξαν γραφειοκρατικές παρεκκλίσεις, και άλλα, και άλλα. Ο συγγραφέας θέτει με τον τρόπο του πολλά πολιτικά και θεωρητικά ζητήματα που ο χώρος εδώ δεν επιτρέπει να συζητηθούν.
Το βιβλίο διαχειρίζεται με τέτοιο τρόπο την ολοφάνερα ενδελεχή έρευνα που έχει πίσω του και τον τεράστιο όγκο πληροφορίας που περιέχει ώστε ο αναγνώστης, μέσα από ένα πολύ καλογραμμένο κείμενο, να παρακολουθεί ολοζώντανο το κλίμα της εποχής, τις διαμάχες, τις δύσκολες αποφάσεις, τις κρίσιμες επιλογές, τις συγκρούσεις και τις συγκλίσεις, τις νίκες και τις ήττες.
Τελικά, το βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο ένα πλούσιο αρχείο, ούτε απλώς ένας φόρος τιμής σε μια μνήμη που για κάποιο λόγο πρέπει να μένει πάντα ζωντανή. Καθώς, ευτυχώς ή δυστυχώς, κάποια πράγματα ξαναζωντανεύουν διαρκώς –ίδια, ανάλογα, παρόμοια, σε άλλη εκδοχή, σε άλλη μορφή– είναι και ένα πολύτιμο εργαλείο για την Αριστερά του σήμερα, την Αριστερά του 21ου αιώνα, που καλό είναι να ανακαλύπτει και να επινοεί, αλλά καλό είναι και να θυμάται.

Κώστας Αθανασίου

Πηγή: Η Εποχή