Macro

Από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» στον στυγνό καπιταλισμό

Φέτος τα Χριστούγεννα συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τις ημέρες που ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπέγραψε τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, αφού πρώτα είχαν ντε φάκτο αποτύχει τα προγράμματά του για «ανασυγκρότηση» και «διαφάνεια» * Από το 1991, ήδη, και σταθερά μέχρι σήμερα, η πλειονότητα της ρωσικής κοινωνίας θεωρεί λανθασμένη τη μετάβαση αυτή, καθώς η μεταπολίτευση από τον… μπεκρή Γιέλτσιν ώς τον αυταρχικό Πούτιν έχει φέρει πολύ δυσκολότερες μέρες.
«Δηλώνω ότι διακόπτω τις δραστηριότητές μου στη θέση του προέδρου της Ενωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών». Με αυτά τα λόγια, στις 25 Δεκεμβρίου του 1991, ημέρα των Χριστουγέννων για τη Δύση (οι ορθόδοξοι Ρώσοι τα γιορτάζουν δυο εβδομάδες αργότερα, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο) ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ γινόταν ο όγδοος και τελευταίος πρόεδρος της Σοβιετικής Ενωσης.
Εκείνη την ημέρα, έμπαινε συγχρόνως ταφόπλακα σε μια μεγαλειώδη χώρα που προέκυψε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τη χώρα του Λένιν, του Στάλιν, του Χρουστσόφ, του Μπρέσνιεφ και αργότερα της περεστρόικα. Τη χώρα που αντιστάθηκε ηρωικά στον ναζισμό και που έστειλε πρώτη τον άνθρωπο στο Διάστημα. Πάνω από όλα, όμως, τη χώρα που μέσα από όλες τις αντιφάσεις και τα λάθη της προσπάθησε να υλοποιήσει το όραμα για μια σοσιαλιστική κοινωνία κι ένα νέο είδος ανθρώπου, που ενέπνευσε, φόβισε, αγαπήθηκε, μισήθηκε και πολεμήθηκε όσο καμία άλλη μέσα στον 20ό αιώνα.
Εκείνα τα Χριστούγεννα –στα καθ’ ημάς– λοιπόν, ο Γκορμπατσόφ παρέδωσε τις εξουσίες του και μαζί με αυτές τους κωδικούς για τους σοβιετικούς πυρηνικούς πυραύλους στον πρόεδρο της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν. Το ίδιο βράδυ, ώρα 19.32, η χαρακτηριστική σημαία της Σοβιετικής Ενωσης, κόκκινη με κίτρινο σφυροδρέπανο κι ένα κίτρινο αστέρι, υπεστάλη από το Κρεμλίνο για τελευταία φορά και αντικαταστάθηκε με τη σημαία της προεπαναστατικής Ρωσίας. Την επόμενη μέρα, η άνω βουλή του Ενωσιακού Ανώτατου Σοβιέτ ψήφισε την κατάργηση της ύπαρξης της Σοβιετικής Ενωσης. Ηδη από το προηγούμενο βράδυ, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος είχε σπεύσει με περίσσια χαρά να αναγνωρίσει τις 11 νεοσύστατες Δημοκρατίες που προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Κάπως έτσι, στις 26 Δεκεμβρίου 1991 υπεγράφη και επίσημα ο θάνατος της Σοβιετικής Ενωσης. Είχε προηγηθεί η αλυσιδωτή ανεξαρτητοποίηση των περισσότερων Δημοκρατιών που απάρτιζαν την Ενωση κατά τους προηγούμενους μήνες και το πραξικόπημα κατά του Γκορμπατσόφ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς που έδωσε στον Γέλτσιν την ευκαιρία να αναδειχτεί σε «ήρωα», σκαρφαλώνοντας πάνω σε ένα άρμα μάχης και βγάζοντας πύρινους λόγους κατά των πραξικοπηματιών, με την εικόνα του να κάνει τον γύρο του κόσμου χάρη στις κάμερες του CNN που μετέδιδε ζωντανά τα γεγονότα. O ίδιος, τρία χρόνια αργότερα, θα τους παρείχε αμνηστία. Κυρίως όμως, είχαν προηγηθεί 16 χρόνια θητείας του Γκορμπατσόφ και των άκαρπων, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος, προσπαθειών για «περεστρόικα» (ανασυγκρότηση) και «γκλάσνοστ» (διαφάνεια).
Δεν θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν το τέλος της ΕΣΣΔ ήταν ούτως ή άλλως αναπόφευκτο, αν το σύστημα επιδεχόταν ή όχι μεταρρυθμίσεων και αν ο Γκορμπατσόφ, ο «μοιραίος» άνθρωπος, ήταν συνειδητά «προδότης» ή θύμα των δομικών προβλημάτων που κλήθηκε να διαχειριστεί και, φυσικά, των δικών του λαθών. Το έχουν επιχειρήσει πολλοί πριν από μας – φιλικά και εχθρικά διακείμενοι προς τον σοσιαλισμό και την ΕΣΣΔ. Θα σταθούμε καλύτερα στα όσα ακολούθησαν.
Με το τέλος της Σοβιετικής Ενωσης ενταφιάστηκε οριστικά και ο Ψυχρός Πόλεμος, παρόλο που αυτός είχε σχεδόν τελειώσει από το 1987 με την ιστορική συμφωνία Γκορμπατσόφ – Ρέιγκαν για τον περιορισμό των πυρηνικών εξοπλισμών. Εγινε όμως καλύτερος ο κόσμος; Η απάντηση είναι «ναι» μόνο για όποιον πιστεύει πως υπάρχει ένας και μοναδικός αληθινός Θεός, ο καπιταλισμός και μία παγκόσμια υπερδύναμη. Hδη το 1991, απέναντι σε μια ιδιαίτερα αποδυναμωμένη ΕΣΣΔ, ο πατέρας Μπους εισέβαλε στο Ιράκ κηρύσσοντας μια «νέα τάξη πραγμάτων» – ο γιος του θα τελείωνε τη δουλειά 12 χρόνια αργότερα, σκορπίζοντας το χάος στη Μέση Ανατολή.
Θα περνούσαν αρκετά χρόνια ώσπου η Ρωσία, υπό τον Βλαντίμιρ Πούτιν, να επανακάμψει στο διεθνές προσκήνιο με αξιώσεις υπερδύναμης και να κάνει τις ΗΠΑ να αρχίσουν να μιλούν για ένα «νέο Ψυχρό Πόλεμο». Ως τότε, είχαν μάθει να πραγματοποιούν στρατιωτικές επεμβάσεις –στο όνομα της δημοκρατίας, πάντα– και να αποσταθεροποιούν και να ανατρέπουν κυβερνήσεις χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο. Και για επισφράγισμα, να διευρύνουν τη σφαίρα επιρροής τους σε όλη εκείνη τη γεωγραφική περιοχή της Ευρώπης και της Ασίας που αποτελούσε τμήμα ή σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ.
Στο μεταξύ, οι πρώην συμπατριώτες και συγκάτοικοι υπό τη στέγη της Σοβιετικής Ενωσης άρχισαν να τρώνε τις σάρκες τους. Μέσα από το κουτί της Πανδώρας πετάχτηκαν όλες οι παλιές εθνικές έριδες και αντιπαλότητες από την εποχή της προεπαναστατικής Ρωσίας ακόμα, αφού δεν υπήρχε πια κανένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό δίχτυ ασφαλείας για να τις συγκρατήσει. Τσετσενία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Οσετία, Ουκρανία… Πολλά τα μέτωπα που άνοιξαν, με το μέτωπο Ρωσίας – Ουκρανίας να έχει μετατραπεί πια σε πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον.
Αλλά, αν κάτι σοκάρει περισσότερο από όλες τις συνέπειες της διάλυσης της ΕΣΣΔ είναι η οικονομική αφαίμαξη και κατάρρευση των ανθρώπων. Αν στην Ευρώπη, και γενικότερα στη Δύση, ζήσαμε την επέλαση ενός σκληρού και ακομπλεξάριστου καπιταλισμού, ο οποίος δεν χρειαζόταν πια να κάνει παραχωρήσεις κεϊνσιανού τύπου, αφού απουσίαζε το αντίπαλο ιδεολογικό δέος, για τους λαούς της πρώην ΕΣΣΔ η μετάβαση στον καπιταλισμό ήταν κάτι παραπάνω από βίαιη και συνοδεύθηκε από τρομακτική διαφθορά και εγκληματικότητα. Αυτή η εικόνα αποτυπώνεται εντονότατα στη Ρωσία του Γέλτσιν όπου από το 1992 και μετά ακολούθησε ένα όργιο κλεπτοκρατίας και νεποτισμού. Η εικόνα τού σχεδόν μόνιμα μεθυσμένου προέδρου που τραύλιζε, τρίκλιζε ή τραγουδούσε μπροστά στις κάμερες αναπαριστούσε με τον πιο θλιβερό τρόπο την πολιτική, οικονομική και ηθική κατάρρευση μιας άλλοτε κραταιάς χώρας.
Ο Γέλτσιν εφάρμοσε ένα ακραίο, νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και απελευθέρωσης των τιμών που οδήγησε τους Ρώσους στην εξαθλίωση. Την ίδια στιγμή, κάποιοι λίγοι ημέτεροι συσσώρευαν στα χέρια τους αμύθητο πλούτο αναβαθμιζόμενοι σε «ολιγάρχες», ενώ οι μαφίες έκαναν κουμάντο. Από το 1991 ώς το 1998 η Ρωσία έχασε το 40% του ΑΕΠ της. Το 1999 ο πληθυσμός της είχε μειωθεί κατά 750.000 περίπου, είτε λόγω μετανάστευσης είτε λόγω αύξησης της θνησιμότητας εξαιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσης που εκτόξευσαν στα ύψη τις ασθένειες, τον αλκοολισμό, τις αυτοκτονίες και τους βίαιους θανάτους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δημόσια υγεία εξαθλιώθηκε και αυτή, ενώ πολλοί Ρώσοι δεν είχαν πια τη δυνατότητα να αγοράζουν τα φάρμακά τους. Μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, από το 1990 ώς το 1994, το προσδόκιμο ζωής έπεσε από τα 64 στα 57 χρόνια για τους άντρες και από τα 74 στα 71 για τις γυναίκες.
Διεθνείς σοβαρές έρευνες και άρθρα, όπως στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό «The Lancet», καταδεικνύουν τη σχέση του άγριου καπιταλισμού με τη μείωση του προσδόκιμου ζωής στη μετακομμουνιστική Ρωσία. Ειδικό κεφάλαιο στην περίπτωση της Ρωσίας έχουν αφιερώσει οι εμπειρογνώμονες σε θέματα υγείας David Stuckler και Sanjay Basu στο βιβλίο τους «The Body Economic. Why Austerity Kills» (Γιατί η λιτότητα σκοτώνει) το οποίο κυκλοφόρησε το 2013 και αναφέρεται και στην υγειονομική κρίση στην Ελλάδα των μνημονίων.
Σήμερα, 23 χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν, το προσδόκιμο ζωής στη Ρωσία έχει αυξηθεί, φτάνοντας τα 73,3 χρόνια το 2019. Ο Πούτιν, ο οποίος αποκάλεσε τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα», αφότου ανήλθε στην εξουσία το 1998, άρχισε να ξηλώνει τις πιο νεοφιλελεύθερες πολιτικές του προκατόχου του και να επαναφέρει υπό την αιγίδα του κράτους αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις ζωτικής σημασίας, με εμβληματικότερη όλων την κρατικοποίηση της πετρελαϊκής Yukos το 2003. Σταδιακά, το βιοτικό επίπεδο των Ρώσων βελτιώθηκε. Η Ρωσία, ωστόσο, δεν παύει να είναι μια άνιση και όχι και τόσο δημοκρατική κοινωνία.
Οι Ρώσοι, πάντως, στην πλειονότητά τους –και όχι μόνο αυτοί– θεωρούν σφάλμα τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, μια τάση που αποτυπώνεται εδώ και χρόνια σε πολλές δημοσκοπήσεις. Αυτό βγαίνει κάθε χρόνο στις δημοσκοπήσεις που πραγματοποιεί το ρωσικό ινστιτούτο «Λεβάντα» με αντικείμενο τη Σοβιετική Ενωση. Το 2018, μάλιστα, σημειώθηκε ρεκόρ δεκαπενταετίας, με το 66% των Ρώσων να δηλώνουν πως η διάλυση της ΕΣΣΔ ήταν λάθος. Παρόμοια όμως ήταν τα ευρήματα και στην έρευνα του αμερικανικού ινστιτούτου Pew που την διεξήγαγε σε όλες τις πρώην συνιστώσες της ΕΣΣΔ το 2017.
Εκτός από τους Ρώσους που σε ποσοστό 69% θεωρούσαν αρνητική για τη χώρα τους τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, η ίδια άποψη επικρατούσε επίσης στην Αρμενία, στο Κιργιστάν, στη Μολδαβία και τη Λευκορωσία, με τα χαμηλότερα ποσοστά υπέρ της ΕΣΣΔ να εντοπίζονται στις τρεις Βαλτικές Δημοκρατίες (Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία), μέλη πια της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οι Αμερικανοί ερευνητές, μάλιστα, πρέπει να σοκαρίστηκαν όταν στην ίδια έρευνα το 58% των Ρώσων απάντησε ότι βλέπει πολύ ή αρκετά θετικά τον ρόλο του Στάλιν στην Ιστορία, ενώ μόνο το 22% είχε καλή άποψη για τον Γκορμπατσόφ.
Kαι αυτή η τάση συνεχίζεται αντί να φθίνει. Σε περυσινή δημοσκόπηση του ινστιτούτου «Λεβάντα», το 75% των Ρώσων δήλωνε πως η σοβιετική περίοδος ήταν η καλύτερη στην Ιστορία της χώρας τους. Μια πειστική απάντηση στο «Γιατί;» δίνει ο Αντρέι Κολέσνικοφ, στέλεχος του παραρτήματος του Carnegie Center στη Μόσχα: «Ο κόσμος ίσως να μη βλέπει τη σοβιετική περίοδο ως μια εποχή υψηλού βιοτικού επιπέδου, αλλά ως μια εποχή δικαιοσύνης. Τον σημερινό κρατικό καπιταλισμό τον θεωρούν άδικο: αυτή η αδικία φαίνεται στην κατανομή του πλούτου, στην πρόσβαση σε αγαθά και σε υποδομές. Κι αυτό το αίσθημα όσο πάει και μεγαλώνει».

Κορίνα Βασιλοπούλου