Macro

Από τις μεγαλουπόλεις της Δύσης στις (εξευγενισμένες) γειτονιές της Αθήνας

Η Αθήνα είναι βούτυρο στο ψωμί των ξένων επενδυτών σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες «μετά την κάθετη μείωση της αξίας των ακινήτων κατά 50% τα προηγούμενα χρόνια», διαφημίζουν, «και τώρα είναι ευκαιρία να επωφεληθείτε» τόσο από την αυξανόμενη αξία των ακινήτων όσο και από την αύξηση των ενοικίων.
Είναι σίγουρα η πιο πολυσυζητημένη γενιά των τελευταίων δεκαετιών, αφού βγαίνει στο προσκήνιο της Ιστορίας αντιμετωπίζοντας πολλαπλές κρίσεις και ραγδαίες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Στο ιδανικό σενάριο είναι οι «ψηφιακοί νομάδες», νέοι, με μια βαλίτσα κι ένα λάπτοπ στο χέρι, μπορούν να δουλέψουν από όποιο σημείο της Γης, συνδυάζοντας παροχή υπηρεσιών σε μεγάλες εταιρείες, καλούς μισθούς και διαβίωση σε ένα μακρινό και ομορφότερο από το γενέθλιό τους σημείο του πλανήτη.
Οι περισσότεροι ωστόσο θα έβλεπαν τον εαυτό τους σε μια κωδική ονομασία λιγότερο κολακευτική – οι μεσίτες τούς αποκαλούν «η γενιά των νοικάρηδων», αφού με τους ρυθμούς που (δεν) αυξάνονται οι μισθοί, είναι μάλλον απίθανο να αποκτήσουν δικό τους σπίτι. Σε κάθε περίπτωση, οι νέοι 20-30 ετών, οι Millennials, είναι ομάδα-στόχος κάθε αγοράς – και της στεγαστικής.
Εχει η αγορά μια λύση για κάθε πρόβλημα ή μήπως ένα πρόβλημα είναι η κάθε αγοραία λύση; Το co-living, η καινούργια τάση της συν-διαβίωσης, θέτει στη δημόσια συζήτηση μια σειρά από ερωτήματα: Είναι η απάντηση στην αστική μοναξιά; Είναι το κοινόβιο όπως το καταλαβαίνουν οι χίπστερ; Είναι μια απάντηση ανεξαρτησίας από μια γενιά που διαφορετικά θα μένει μέχρι τα γεράματα στο παιδικό της δωμάτιο; Στα σίγουρα -όπως κάθε κοινωνικό πρόβλημα στον νεοφιλελευθερισμό- είναι μια χρυσή ευκαιρία για μπίζνες.
Οσο εμπεδώνονται οι πολιτικές λιτότητας και ενώ η πανδημία φέρνει νέο κύμα φτώχειας τόσο εκδηλώνεται και η στεγαστική κρίση – ειδικά για τους νέους και για όσους δεν έχουν «ένα κεραμίδι» από την οικογένειά τους. Την ίδια ώρα, η Αθήνα, μετά την κάθετη μείωση της αξίας των ακινήτων τα προηγούμενα χρόνια, είναι φιλέτο για τα ξένα funds, που ποντάρουν στην αυξανόμενη αξία των ακινήτων και την αύξηση των ενοικίων.
Κι ενώ το Βερολίνο βάζει φρένο στη μεγαλοϊδιοκτησία, η Ισπανία υιοθετεί μέτρα για προσιτή κατοικία και η Γαλλία φτιάχνει κοινωνικές κατοικίες, τι ακριβώς κάνει η ελληνική κυβέρνηση; Οταν δεν πουλάει λάδια από την Αρχαία Ολυμπία, κυνηγάει με το ντουφέκι τους άπερ κλας τουρίστες «ψηφιακούς νομάδες», στρώνει τον δρόμο για τα μεγάλα funds και όσο για τη «γενιά των νοικάρηδων»; Ε, ας δουλέψουν στα λιοστάσια…
Στην καρδιά των Εξαρχείων, δίπλα σε γκράφιτι και αφίσες κατά της τουριστικοποίησης, των τσουχτερών ενοικίων και του Airbnb, στέκει ένα από τα πιο εμβληματικά δημιουργήματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής του εικοστού αιώνα. Το κτίριο πάλευε επί δεκαετίες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας μέχρι πριν από μερικούς μήνες και σήμερα, πλήρως ανακαινισμένο και επιπλωμένο, φιλοξενεί ενοίκους – όχι τους τυπικούς γείτονες μιας αθηναϊκής πολυκατοικίας: κάνουν ομαδικά workshops, γιόγκα, ακόμη και ομαδικές ή ατομικές συνεδρίες ηχοθεραπείας. Διοργανώνουν συναθροίσεις και graffiti tours, ενώ τα βράδια κάνουν πάρτι στην ταράτσα με θέα τον Λυκαβηττό. Νοικιάζουν το διαμέρισμά τους ίσως και για λιγότερο από έξι μήνες, εργάζονται ως επί το πλείστον από τα δωμάτιά τους και αποτελούν ένα νέο και δυναμικό κοινό ενοικιαστών.
Το φαινόμενο ονομάζεται co-living, που στα ελληνικά μεταφράζεται ως «συν-διαβίωση», μια ποπ εκδοχή ενός κοινόβιου. Προσφέρει μικρούς ιδιωτικούς χώρους και άλλους κοινόχρηστους, των οποίων τις ανέσεις οι ενοικιαστές μοιράζονται. Μέσω μεσοχρόνιας μίσθωσης (3-6 μήνες), το πακέτο περιλαμβάνει ό,τι φαινομενικά επιθυμεί κάθε Millennial που σέβεται τον εαυτό του: καφετιέρα, ηλιακό θερμοσίφωνα, έπιπλα, επαρκή χώρο για γραφείο και, φυσικά, γρήγορο wi-fi. Και κάτι άλλο, λιγότερο απτό: ανθρώπινη επαφή.
Το co-living υπόσχεται το τέλος της αστικής μοναξιάς. Ή τουλάχιστον αυτό διατρανώνουν οι επενδυτικές εταιρείες που το προωθούν. Δεν είναι τυχαίο πως το συγκεκριμένο μοντέλο στέγασης εξαπλώνεται στις μεγαλουπόλεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Βερολίνο, Λονδίνο και Βρυξέλλες το καλωσορίζουν, μερίδα του ελληνικού Τύπου το υποδέχεται μετά βαΐων και κλάδων. Κεντρίζει το ενδιαφέρον εκείνων που προτιμούν ευέλικτες και βραχυπρόθεσμες επιλογές μοντέλων στέγασης: φοιτητών που έρχονται μέσω προγραμμάτων Erasmus, κατ’ επιλογή τηλεργαζόμενων και, φυσικά, της νέας και ραγδαία ακμάζουσας κοινότητας των «ψηφιακών νομάδων».
Μια βαλίτσα, ένα λάπτοπ κι ένας άνετος χώρος είναι τα βασικά εφόδια που χρειάζονται οι «ψηφιακοί νομάδες» για να έρθουν στη χώρα. Τα νέα δεδομένα της πανδημικής εποχής, οι ραγδαίες αλλαγές του εργασιακού τοπίου και η συλλήβδην ψηφιοποίηση όλων των εκφάνσεων της καθημερινότητας επιτάσσουν αναπροσαρμογή και του μοντέλου κατοίκησης. Με τους συνεργατικούς χώρους να κερδίζουν έδαφος, όλο και περισσότερες εταιρείες real estate που ήδη δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα εμπλουτίζουν το χαρτοφυλάκιό τους με οικιστικές μονάδες co-living σε Κρήτη, Κέρκυρα, Λέσβο και φυσικά στην Αθήνα.
O ζήλος της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα δελεαστικό περιβάλλον για τους «ψηφιακούς νομάδες» μέσω ευνοϊκότερης νομοθεσίας δεν είναι ανεξήγητος: Σύμφωνα με έρευνες του ΜΙΤ, τα κέρδη για τη χώρα μπορεί να φτάσουν μέχρι το 1,6 δισεκατομμύριο ευρώ τον χρόνο. Τα φορολογικά κίνητρα και η DigitalNomads Visa που καθιέρωσε με διάταξη η κυβέρνηση μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο θεωρητικά δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για να ζήσουν εδώ οι «ψηφιακοί νομάδες», οι οποίοι αναμένεται, σύμφωνα με έρευνες, να φτάσουν το 1 δισεκατομμύριο ώς το 2035 στη χώρα.
Στην πράξη ωστόσο οι κυβερνητικές προσδοκίες σκοντάφτουν σε αρκετά εμπόδια, από τις αργές συνδέσεις ίντερνετ, σε σύγκριση με άλλες χώρες, μέχρι τις χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας σε ζητήματα κοινωνικής ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως την αξιολογούν σχετικές πλατφόρμες.
Για παράδειγμα, στην πλατφόρμα Nestpick, που απευθύνεται σε επίδοξους «ψηφιακούς νομάδες», οι φτωχές επιδόσεις της Ελλάδας σε ζητήματα έμφυλης ισότητας και ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων συγκρίνονται με τις αντίστοιχες της Τουρκίας, της Ουγγαρίας και του Ντουμπάι. Το ότι η πλατφόρμα κατατάσσει την Αθήνα στην 31η θέση (και όχι χαμηλότερα) στον πίνακα της παγκόσμιας κατάταξης, από 75 πόλεις, οφείλεται στο καλό κλίμα της και στα προσιτά προς το παρόν ενοίκια, τουλάχιστον για όσους πληρώνονται με μισθούς… εξωτερικού.
Στο διαδίκτυο μπορεί κάποιος να βρει πλήθος επιλογών για co-living, από ένα διαμπερές διαμέρισμα με ρετρό αισθητική στην καρδιά του κέντρου μέχρι υπερπολυτελείς βίλες σε νησιά, μια ανάσα από τη θάλασσα. Ανάλογα με τις ανέσεις κυμαίνονται και οι τιμές, που μπορεί να ξεκινούν από 350 ευρώ τον μήνα για ένα δωμάτιο (συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εξόδων) μέχρι 800 ευρώ τη βδομάδα.
Tον Σεπτέμβριο του 2019, η βρετανική Guardian σε άρθρο της με τίτλο «Co-living: To τέλος στη μοναξιά των πόλεων ή απροκάλυπτοι εταιρικοί κοιτώνες;» διερωτάται αν αυτό που φαίνεται να είναι το μέλλον των εναλλακτικών μορφών στέγασης αποτελεί την απόλυτη ευκαιρία για επενδυτές που φιλοδοξούν να πάρουν μερίδιο από την πίτα των διόλου ευκαταφρόνητων κερδών που προσφέρει αυτή η νέα -και ιδιαίτερα προσοδοφόρα- γενιά ενοικιαστών.
Η Λιάτ Γκρόνερ, συνιδρύτρια μιας από τις πολλές επενδυτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Αθήνα, της «CoandLiving», φυσικά υπερασπίζεται την πρώτη οπτική. Η Γκρόνερ ήρθε με τον σύζυγό της στα Εξάρχεια από το Ισραήλ πριν από τέσσερα χρόνια. Σκοπός της εταιρείας είναι, μας λέει, «να συνεισφέρει στην τοπική κοινωνία. Και δεν χρειάζεται να είσαι ντόπιος για να το υλοποιήσεις. Δεν θέλαμε να έρθουμε εδώ ως επενδυτές, αλλά να εναρμονιστούμε με τους ντόπιους. Αυτή είναι η βασική ιδέα: να ζούμε μαζί σε μια κοινότητα και να αποτελούμε ένα δίχτυ προστασίας για τους νεαρούς Ευρωπαίους που έρχονται χωρίς καμία επαφή στην Αθήνα». Το «δίχτυ προστασίας» είναι το προϊόν που η εταιρεία πουλά στους ενδιαφερόμενους ενοικιαστές και αυτή είναι άλλωστε και η φιλοσοφία πίσω από το μότο της: «Together is Better» (Μαζί είναι Καλύτερα). «H Αθήνα μπορεί να γίνει πολύ μοναχική για νέους ανθρώπους που έρχονται για πρώτη φορά από το εξωτερικό. Για εμάς δεν είναι απλά ένοικοι που μένουν σε διαμερίσματα», συνεχίζει.
Η Γκρόνερ σήμερα διαχειρίζεται δεκάδες διαμερίσματα διαθέσιμα με λίζινγκ στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων αλλά και σε άλλες -επίσης κορυφαίες στη λίστα του εξευγενισμού- γειτονιές της Αθήνας: στο Γκάζι, στα Πετράλωνα, στο Παγκράτι, στον Νέο Κόσμο. Με την προώθηση εναλλακτικής κουλτούρας, η εταιρεία δεν προσελκύει μόνο ενοικιαστές, αλλά και ενδιαφερόμενους ξένους μικροεπενδυτές και ο μακρύς τιμοκατάλογος κτιρίων αγορασμένων από την εταιρεία, διάσπαρτων σε όλη την Αθήνα είναι διαθέσιμος στην ιστοσελίδα της για να τους δελεάσει. Το μήνυμα που στέλνουν είναι σαφές: Επενδύστε και «η περιοχή θα ανέβει».
Γιατί τώρα; Η Αθήνα είναι βούτυρο στο ψωμί των ξένων επενδυτών σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες «μετ ά την κάθετη μείωση της αξίας των ακινήτων κατά 50% τα προηγούμενα χρόνια», διαφημίζουν, «και τώρα είναι ευκαιρία να επωφεληθείτε» τόσο από την αυξανόμενη αξία των ακινήτων όσο και από την αύξηση των ενοικίων. Η συγκεκριμένη εταιρεία δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση. Η πολιτική της Χρυσής Βίζας, το βασικό όχημα προσέλκυσης κεφαλαίων από το εξωτερικό, ώθησε πολλούς ξένους επενδυτές στην πολλά υποσχόμενη ελληνική αγορά real estate όταν είδαν τις τιμές των ακινήτων να κατρακυλούν.
H Αθήνα, μάλιστα, έχει αποτελέσει την τελευταία δεκαετία επενδυτική όαση ισραηλινών funds. Μόνο στα Εξάρχεια, σύμφωνα με έρευνα του Athens Social Atlas και του δημοσιογράφου Γιώργου Λιάλιου, οι Ισραηλινοί έρχονται πρώτοι στην κατηγορία εκείνη των υπηκόων ξένων χωρών που στα χρόνια της λιτότητας (2009-2018) αγόρασαν μεγάλο αριθμό ακινήτων στην περιοχή, για να ακολουθήσουν η Κύπρος, η Αλβανία και τελικά η Κίνα.
Αν πιστέψουμε τους αναλυτές αγοράς, η «Generation Rent» που δεν θα αποκτήσει ποτέ δικό της σπίτι είναι η νέα πολύφερνη νύφη για τους επενδυτές, καθώς, αφού θα ζει μια ζωή στο νοίκι, θα πρέπει να κάνει το νοίκι τρόπο ζωής, ακόμα και περιβάλλοντάς το με ένα ιδεολογικό trendy περιτύλιγμα. Το co-living, ως μία από τις νέες τάσεις ενοικίασης για μονήρεις Millennials, «ψηφιακούς νομάδες», καλωδιωμένους και ευέλικτους, δεν είναι παρά ένα τέτοιο περιτύλιγμα, που κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και ανακαλύπτει σε εταιρικά πακέτα συν-διαβίωσης νέες μορφές κοινωνικότητας.
Η 29χρονη Ανια αποφάσισε να φύγει από το Βερολίνο πριν από περίπου έναν μήνα. Σήμερα, στο Δουργούτι, συζητά με τους υπόλοιπους ενοίκους για τα διεθνή πολιτικά τεκταινόμενα. Στα διαμερίσματα της πολυκατοικίας ζουν, μέσω leasing, «ψηφιακοί νομάδες» 20 με 30 χρόνων από όλο τον κόσμο: από την Τυνησία μέχρι το Ισραήλ και από τις ΗΠΑ μέχρι τη Ρωσία.
Στο φουαγιέ της πολυκατοικίας, που έχει μετατραπεί σε κοινόχρηστο πολυχώρο για όλους τους ενοίκους, η Ανια σχολιάζει πως η Ελλάδα αποτέλεσε για εκείνη τον ιδανικό προορισμό: «Είχα επισκεφθεί άλλη μία φορά την Ελλάδα και μου άρεσε. Η ζέστη, η θάλασσα, οι άνθρωποι. Ηθελα να κάνω κάτι διαφορετικό στη ζωή μου και νιώθω πολύ οικεία εδώ». Ως εργαζόμενη σε πολυεθνική, μπόρεσε να βγάλει βίζα και να εξασφαλίσει ικανοποιητικό μισθό. Το μόνο που της έλειπε ήταν ένα διαμέρισμα. Και αν η συντριπτική πλειονότητα των ενοικιαστών ψάχνει με τα κιάλια διαμέρισμα που να μοιάζει κατοικήσιμο, η ίδια βρήκε από την πρώτη μέρα μέσω επενδυτικής εταιρείας. «Δεν έχω κανέναν εδώ και με αυτόν τον τρόπο βρήκα την ευκαιρία να γνωρίσω κόσμο και να προσαρμοστώ», σχολιάζει.
Αυτό δεν σημαίνει πως το co-living προσελκύει μόνο ξένους ενδιαφερόμενους. Ο Νίκος περνά το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του μπροστά από έναν υπολογιστή. Μεταπτυχιακός εξ αποστάσεως φοιτητής αλλά και τηλεργαζόμενος project manager σε μια ΜΚΟ, οι κοινωνικές συναναστροφές του ήταν ελάχιστες, μέχρι να έρθει σε επαφή με τα προνόμια της συν-διαβίωσης. Τώρα ανυπομονεί για το επόμενο «musaka night»: «Είναι διαφορετική η συνθήκη σε σύγκριση με τις κλασικές πολυκατοικίες. Δεν υπάρχουν τα θέματα που απασχολούν συνήθως τους ενοίκους, ούτε το ηλικιακό χάσμα ούτε οι διενέξεις για τα κοινόχρηστα. Εχουμε άριστη επικοινωνία, κάνουμε μαζώξεις, γνωριζόμαστε. Η Αθήνα είναι χαώδης και δεν είναι πάντα εύκολο να βρεθείς με τους δικούς σου ανθρώπους. Αυτό το απρόσωπο της Αθήνας δεν το νιώθεις εδώ. Υπάρχει κόσμος που θα σε βοηθήσει σε ό,τι χρειαστείς».

Ντίνα Δασκαλοπούλου, Εύα Παπαδοπούλου, Αφροδίτη Τζιαντζή