Το νέο νομοσχέδιο για τις δημόσιες συναθροίσεις, που η κυβέρνηση κατέθεσε και συζητήθηκε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής την περασμένη εβδομάδα, δεν περιείχε μόνο διατάξεις με περιορισμούς, απαγορεύσεις και το ιδιώνυμο αδίκημα της συμμετοχής σε “απαγορευμένη” διαδήλωση καθώς και τον ορισμό υπευθύνου διοργανωτή τον οποίο θα βαραίνουν όλες οι ευθύνες αλλά και το περίφημο άρθρο 19, το οποίο προβλέπει τη σύσταση αυτοτελούς υπηρεσίας, της Διεύθυνσης Πρόληψης της Βίας, η οποία υπάγεται απευθείας στον υπουργό.
Το συγκεκριμένο άρθρο δεν υπήρχε στην ηλεκτρονική διαβούλευση του νομοσχεδίου, παρότι κατά καιρούς τόσο ο Μιχ. Χρυσοχοΐδης όσο και ο ίδιος ο Κυρ. Μητσοτάκης είχαν προαναγγείλει τη συγκεκριμένη υπηρεσία, πάντα με αναφορά στη ριζοσπαστικοποίηση και την τρομοκρατία, τα οποία έβαζαν δίπλα-δίπλα σε άλλα ζητήματα, όπως η ενδοοικογενειακή ή έμφυλη βία ή ο χουλιγκανισμός. Η αναφορά ωστόσο στη ριζοσπαστικοποίηση αλλά και ο τρόπος που περιγράφεται η υπηρεσία, λεπτομέρειες για τη στελέχωση και λειτουργία της οποίας περιμένουμε με το Προεδρικό Διάταγμα, προκάλεσε προβληματισμό.
Στο πλαίσιο αυτό, η “Αυγή” της Κυριακής μίλησε με την Αλεξάνδρα Κορωναίου, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονική υπεύθυνη στην Ελλάδα των προγραμμάτων Dare και Myplace και κοσμήτορα της σχολής Κοινωνικών Επιστημών, και με τον Γιώργο Παπανικολάου, αναπληρωτή καθηγητή (Reader) Eγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Teesside της Μ. Βρετανίας.
Σημειώνεται ότι τα προγράμματα Dare και Myplace είναι διεθνή ερευνητικά προγράμματα τα οποία αφορούν την πολιτική συμμετοχή των νέων και τη ριζοσπαστικοποίησή τους. Αυτή τη στιγμή, το Dialogue About Radicalisation and Equality (Dare) στο οποίο συμμετέχουν 15 πανεπιστημιακοί και ερευνητικοί φορείς από την Ευρώπη και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο με επικεφαλής το πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ βρίσκεται στον τρίτο χρόνο υλοποίησής του.
Ισλαμικός εξτρεμισμό και Ακροδεξιά
“Με ορόσημο τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και με ιδιαίτερη ένταση μετά την εμφάνιση του ISIS, εκδηλώθηκε ένα ευρύτερο επιστημονικό και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για τα ζητήματα της τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού. Και είναι αυτό το ενδιαφέρον, με προγράμματα ερευνητικά χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που προκαλεί και το ‘ενδιαφέρον’ πολλών υπηρεσιών ασφαλείας συγκεκριμένων χωρών. Αυτές οι συγκεκριμένες χώρες ανέπτυξαν ένα ζήτημα ισλαμικού εξτρεμισμού, γι’ αυτό μιλάμε και για το ISIS. Τέτοια ζητήματα δεν έχουμε και δεν είχαμε στην Ελλάδα όπως είχε, π.χ., η Γαλλία με την επίθεση στο Μπατακλάν, και η έρευνα στρέφεται προς τα ζητήματα ριζοσπαστικοποίησης, παρ’όλο που το ενδιαφέρον υπήρχε και πιο πριν, κυρίως με τον εξτρεμισμό της Άκρας Δεξιάς. Δηλαδή από τη στιγμή που είχαμε ομάδες νέων και παραδείγματα όπως αυτό της Ελλάδας, με το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής”, εξηγεί στην “Αυγή” της Κυριακής η Αλεξάνδρα Κορωναίου.
“Στην Ελλάδα, δεν έχουμε ζητήματα ισλαμικού εξτρεμισμού. Είχαμε εξτρεμιστικές βίαιες ενέργειες και δράσεις, που έφτασαν μέχρι τη δολοφονία ανθρώπων, όπως του Π. Φύσσα, από την πλευρά της Ακροδεξιάς” επισημαίνει.
Οι κοινωνικές ανισότητες γεννούν τη βία
“Έχουμε για πρώτη φορά να συστήνεται μια Διεύθυνση η οποία συγκροτεί άμεσα, μέσα σε ένα νομοσχέδιο, μια σχέση ανάμεσα στην έρευνα, τους ερευνητές, την ακαδημαϊκή κοινότητα, κατευθείαν με ένα υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, το οποίο έχει στόχο την ασφάλεια των πολιτικών, όταν γνωρίζουμε από όλη τη διεθνή βιβλιογραφία και από τις έρευνες, που είναι πια πάρα πολλές, ότι κυρίως το φαινόμενο της ριζοσπαστικοποίησης αλλά και άλλα που αναφέρονται στο νομοσχέδιο, όπως η έμφυλη βία, συνδέονται με τις κοινωνικές ανισότητες” υπογραμμίζει.
Ζητήματα ακαδημαϊκής και ερευνητικής δεοντολογίας
Μιλώντας δε για τη συσχέτιση δράσεων απο-ριζοσπαστικοποίησης “σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας”, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19, η Αλ. Κορωναίου σημειώνει ότι είναι μια άκρως προβληματική, και ενδεχομένως επικίνδυνη, πολιτική για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Εγείρει ζητήματα ακαδημαϊκής και ερευνητικής δεοντολογίας, τονίζει, υπογραμμίζοντας ότι “σε πολλές περιπτώσεις χωρών, μετά από τρομοκρατικές επιθέσεις στις χώρες αυτές, κλήθηκαν επιστήμονες, που δούλευαν σε τέτοια ζητήματα είτε με έρευνες στην νεολαία ή case studies με δράστες τρομοκρατικών ενεργειών που έχουν φυλακιστεί, να συνεργαστούν με υπηρεσίες ασφαλείας και με την ίδια την αστυνομία στην “πρόληψη”, παρέχοντας όμως στοιχεία τα οποία είχαν να κάνουν με προφίλ συμμετεχόντων στην έρευνα, π.χ. ο Χ που συνάντησα στην έρευνα ενδεχομένως να γίνει τρομοκράτης”.
Κάτι τέτοιο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους κανόνες ακαδημαϊκής έρευνας της διεθνούς ακαδημαϊκής έρευνας, η οποία έχει πολύ αυστηρούς κανόνες, με πρωταρχικό την ανωνυμία των συμμετεχόντων στην έρευνα, σημειώνει.
“Ο ερευνητής δεν μπορεί να μετατρέπεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε πληροφοριοδότη οποιασδήποτε υπηρεσίας. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του έχουν νόημα όταν κοινοποιούνται με τον τρόπο που οι ίδιοι οι ερευνητές επιλέγουν, προστατεύοντας πάντα την ακεραιότητά τους, το κύρος τους και την δεοντολογία της έρευνας, και δεν έχουν να κάνουν -και δεν πρέπει να έχουν να κάνουν- με συνεργασίες με άλλες υπηρεσίες, ιδιαίτερα υπηρεσίες που έχουν να κάνουν με την πρόληψη αλλά και την καταστολή της βίας”, επισημαίνει.
Ριζοσπαστικοποίηση δεν σημαίνει βία και τρομοκρατία
Αναφερόμενη δε στον όρο “ριζοσπαστικοποίηση”, τονίζει ότι πρόκειται για προβληματική χρήση του όρου. “Ο όρος ‘ριζοσπαστικοποίηση’ είναι όρος ‘προβληματικός’. Γιατί τι λέει; Μιλάει για μια διαδικασία προς το να γίνεις ριζοσπαστικός, όχι κάτι άλλο. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην βίαιος, κατ’ ανάγκην τρομοκράτης, και το έχουν δείξει όλες οι έρευνες. Άρα είναι πολύ πονηρό και πολύ επικίνδυνο, στο σημείο στο οποίο στο νομοσχέδιο βάζει τη ριζοσπαστικοποίηση ως έκφραση της βίας. Άλλο είναι η ριζοσπαστικοποίηση, άλλο ο εξτρεμισμός, ο βίαιος εξτρεμισμός, και άλλο η τρομοκρατία.
Η ριζοσπαστικοποίηση ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στη βία ή στην τρομοκρατία” τονίζει και προσθέτει ότι “υπάρχουν κόμματα δημοκρατικά που φέρουν τον όρο ‘ριζοσπαστικό’ στον τίτλο”.
Κλειδί το κοινωνικό κράτος
Επιπλέον, δεν γίνεται “καμία αναφορά σε αυτό που γνωρίζουμε ερευνητικά ότι είναι η γενεσιουργός αιτία του φαινομένου και αυτή είναι οι κοινωνικές ανισότητες. Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν υπάρχει καμία αναφορά σε κοινωνικές ανισότητες. Η πρόληψη τέτοιων φαινομένων ανήκει στον τομέα του κοινωνικού κράτους, δηλαδή των κοινωνικών πολιτικών για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Επίσης αναφέρεται κάποια στιγμή στην απο-ριζοσπαστικοποίηση και μιλάει για συνεργασία με την αστυνομία. Η απο-ριζοσπαστικοποίηση έχει να κάνει αμεσότερα με την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων, κυρίως μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων, όπως γίνεται σε Αγγλία, Γαλλία. Αυτό όμως δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία ενός υπουργείου που έχει να κάνει με την ασφάλεια των πολιτών”.
Η αγγλική εμπειρία
Για την αγγλική εμπειρία σε σχέση με την εφαρμογή πολιτικών πρόληψης της ριζοσπαστικοποίησης μας μίλησε ο Γιώργος Παπανικολάου.
“Υπάρχουν πολλά προγράμματα ερευνητικά για τη ριζοσπαστικοποίηση σε όλη την Ευρώπη και στην Αγγλία. Για αρκετό καιρό είχαν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στην ισλαμική τρομοκρατία, για παράδειγμα το ISIS. H επιφύλαξη η δική μου είναι ότι όλη αυτή η συζήτηση γίνεται στον αέρα, γιατί κανένας δεν ασχολείται κανείς με τα ουσιαστικά προβλήματα της περιθωριοποίησης που έχουν αυτοί οι πληθυσμοί.
Εδώ στο Μίντλεσμπρο, η παραδοσιακή ασιατική κοινότητα είναι περισσότερο ενσωματωμένη στην τοπική κοινωνία (και το ‘άγχος’ το προκαλεί η νέα μετανάστευση), ενώ στις μεγάλες πόλεις, όπως το Λονδίνο, το Μπέρμινγχαμ και το Μάντσεστερ, υπάρχουν σοβαρότατα προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής περιθωριοποίησης, κοινωνικού αποκλεισμού, και τεταμένες σχέσεις με την αστυνομία. Δεν είναι μόνο οι μαύροι, υπάρχει θεσμικός ρατσισμός στην αστυνομία και κατά των Ασιατών.
Παρ’ όλη τη συζήτηση που γίνεται περί ριζοσπαστικοποίησης, δεν νομίζω ότι έχει προκύψει κάτι ουσιαστικό από πλευράς γνώσης αυτής της διαδικασίας, τουλάχιστον από εγκληματολογική σκοπιά”, τονίζει.
Στροφή του ενδιαφέροντος στην ακροδεξιά βία
“Τώρα υπάρχει η εξέλιξη ότι αυτό μπορεί να αφορά και την Ακροδεξιά. Αυτό έχει αναδυθεί τα τελευταία 5-7 χρόνια. Μετά το Brexit, ιδίως αυτές οι καταστάσεις είναι που τους απασχολούν, γιατί αυξήθηκαν δραματικά τα εγκλήματα μίσους και ο ξενοφοβικός λόγος. Υπάρχει μια ανησυχία και γύρω από αυτό το φαινόμενο πλέον. Αλλά και αυτή η κουβέντα, η ριζοσπαστικοποίηση της λευκής (πρώην) εργατικής τάξης που τροφοδοτεί την Ακροδεξιά, ούτε και αυτή έχει αναλυθεί ικανοποιητικά”.
Αναφερόμενος στην εθνική στρατηγική της Βρετανίας για τη ριζοσπαστικοποίηση και στην προτεινόμενη ρύθμιση στην Ελλάδα, ο Γ. Παπανικολάου επισημαίνει ότι, όπως έχει συμβεί σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, η βρετανική προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και για την ελληνική.
Στρατηγική συνώνυμη της παρακολούθησης
“Το ερώτημα είναι τι περιεχόμενο θα είχε αυτή η στρατηγική στην Ελλάδα. Γιατί, στην Αγγλία, η σχετική ειδικότερη προσέγγιση (το Prevent, όπως ονομάζεται) στο πλαίσιο της αντι-τρομοκρατικής στρατηγικής διαχέεται παντού. Για παράδειγμα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στην εκπαίδευση, στα πανεπιστήμια, ακόμα και στα σχολεία, αλλά και σε άλλους οργανισμούς υπάρχει υποχρέωση να ορίζεται υπεύθυνος για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση τυχόν τάσεων ριζοσπαστικοποίησης, και οι πληροφορίες αυτές, φυσικά, διαβιβάζονται στην αστυνομία.
Δηλαδή δεν έχει να κάνει τόσο με άμεση αστυνομική καταστολή, η οποία βεβαίως υπάρχει, αλλά με τη διεύρυνση της συλλογής πληροφοριών. Ουσιαστικά, η εφαρμογή της στρατηγικής πρόληψης της ριζοσπαστικοποίησης εξαρτάται από την επιτήρηση σε χώρους εργασίας, εκπαίδευσης κ.λπ.”.
Έρευνες και από το ΚΕΜΕΑ
Σχετικά με τις έρευνες για τη ριζοσπαστικοποίηση οι οποίες έχουν γίνει και στην Ελλάδα, ο Γ. Παπανικολάου σημειώνει ότι τέτοιες έρευνες και εκπαιδευτικά προγράμματα φαίνεται ότι γίνονται από το ΚΕΜΕΑ, το οποίο ανήκει στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
“Όμως το γενικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πως είναι αμφίβολο αν υπάρχει η υποδομή για αξιόπιστη έρευνα σε οποιοδήποτε εγκληματολογικό ζήτημα με όρους διαφάνειας, επαρκούς πρόσβασης και συμφωνημένων μέτρων και δεικτών. Το ΚΕΜΕΑ δεν είναι η κατάλληλη δομή για να διενεργήσει επιστημονικά φερέγγυα έρευνα, γιατί δεν είναι δομή οργανικά ενταγμένη στα δίκτυα της παραγωγής εγκληματολογικής γνώσης στην Ελλάδα”.
Φυσικά, κανείς δεν γνωρίζει αυτή τη στιγμή κατά πόσο η σύσταση της νέας αυτής Διεύθυνσης Πρόληψης Βίας θα έχει λειτουργική σχέση με το ΚΕΜΕΑ ή αν μέσω αυτής πρόκειται να αναβαθμιστεί ή να τροφοδοτηθεί με προσωπικό. Οι απαντήσεις αναμένονται με το Προεδρικό Διάταγμα που πρόκειται να συνοδεύσει τον νόμο εφόσον ψηφιστεί.
Στόχος, ο περιορισμός των διαδηλώσεων
Σχολιάζοντας δε το υπόλοιπο νομοσχέδιο που αφορά τις διαδηλώσεις, ο Γ. Παπανικολάου ξεκαθαρίζει ότι “από το πρώτο άρθρο προκύπτει ξεκάθαρα πως πρόκειται για νομοθεσία με σκοπό να περιορίσει το δικαίωμα και όχι να διευκολύνει την άσκησή του. Το δεύτερο, από εμένα που τα βλέπω από το εξωτερικό, δεν είναι κάτι πρωτότυπο, αντίστοιχο είναι και το καθεστώς στην Αγγλία, με τον οργανωτή, περιορισμούς και απαγορεύσεις. Το θέμα είναι ότι αυτό που κάνουν είναι πως, στην ουσία, αντιστρέφουν το βάρος της ευθύνης.
Ο διοργανωτής φέρει όλη την ευθύνη για καθετί που συμβαίνει, ενώ εδώ -στην Αγγλία- υπάρχει ευθύνη του διοργανωτή αλλά, στην ουσία, την εκτίμηση του κινδύνου τού πόσο μπορεί να υπάρξει διατάραξη την έχει η αστυνομία, η οποία έχει συνείδηση του ότι λειτουργεί με ευρύτατη διακριτική ευχέρεια και ότι οφείλει να τη χρησιμοποιήσει με σωφροσύνη λόγω της θεμελιώδους ελευθερίας που διακυβεύεται στις περιπτώσεις αυτές. Στην Ελλάδα, πώς θα λειτουργήσει αυτό είναι ασαφές.
Μπορεί να υπάρχει μια ένταση σε κάποια διαδήλωση στην Αγγλία, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα επέμβει η αστυνομία. Στην Ελλάδα, η εμπειρία δείχνει πως η αστυνομική επέμβαση είναι μαθηματικά βέβαιη. Χωρίς να παραβλέπω τις ακραίες τακτικές που χρησιμοποιούνται κάποιες φορές από την αγγλική αστυνομία, σίγουρα μπορεί να πει κανείς με ασφάλεια πως υπάρχει πολύ διαφορετική αντίληψη στη διαχείριση.
Εδώ, οι αστυνομικοί έχουν τον επιχειρησιακό έλεγχο αλλά και επίγνωση της ευθύνης που συνεπάγεται η διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν στην άσκησή του. Στην Ελλάδα, υπάρχει η ονομαστική επίκληση της αρχής της νομιμότητας και πλήρης αδιαφάνεια σε σχέση με τις επιχειρησιακές επιλογές. Αυτό πρακτικά σημαίνει, με απλά λόγια, ότι θα μπορούν να επεμβαίνουν με κάθε αφορμή, γιατί κάτι θα πάει στραβά σε μια διαδήλωση και την ευθύνη θα τη φέρει από τον νόμο ο διοργανωτής”.
Θερμοκήπιο προβοκάτσιας
“Με την ελληνική εμπειρία, όπου παρεμβαίνουν τα ΜΑΤ για ψύλλου πήδημα και υπάρχει συνολική αδιαφάνεια στο πώς γίνεται η επιχειρησιακή διαχείριση των συναθροίσεων, δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγύηση για το πώς θα λειτουργήσει αυτό το νέο προτεινόμενο σύστημα. Έτσι όπως διαμορφώνεται, είναι ένα θερμοκήπιο προβοκάτσιας”, υπογραμμίζει.
Έλλη Ζώτου
Πηγή: Η Αυγή