Mια πολυάριθμη ομάδα νέων γεροδεμένων ανθρώπων, μερικοί από τους οποίους έχουν απασχολήσει τις αρχές για υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου, επιτίθενται με μανία, που σπάζει τζάμια και βουλιάζει λαμαρίνες αυτοκινήτου, εναντίον ενός ηλικιωμένου 75 ετών, λεπτού και αδύναμου. Τον καταδιώκουν επίμονα, τον ρίχνουν κάτω, συνεχίζουν να τον χτυπούν στα τυφλά. Καταφέρνει να γλιτώσει με τη βοήθεια δύο δικών του ανθρώπων, που τον φυγαδεύουν και τον οδηγούν στο νοσοκομείο.
Στο αυτόφωρο θα τους δικάσουν, μετά από μερικές μέρες, για πρόκληση σωματικών βλαβών, αλλά οι πράξεις τους στις συγκεκριμένες συνθήκες ενέχουν ενδεχόμενο δόλο με απειλή κατά της ζωής ενός ανθρώπου ανυπεράσπιστου και σε καταφανή αδυναμία απέναντι στη δική τους τυφλή δύναμη. Το ότι τυχαίνει αυτός ο άνθρωπος να είναι δήμαρχος Θεσσαλονίκης, αντισυμβατικός, αντιεθνικιστής, αντιρατσιστής, που τολμάει σε κάθε ευκαιρία να λέει τις απόψεις του, κάνει ακόμα πιο σαφή την εικόνα για τα κίνητρα και τους σκοπούς των επιτιθέμενων και οδηγεί κάθε εχέφρονα άνθρωπο στο να κατατάξει τους δράστες και την πράξη τους στη χορεία της φασιστικής δολοφονικής δράσης. Έτσι τη χαρακτήρισε και το θύμα, όταν συνήλθε, γι’ αυτό και μίλησε για φασιστική επίθεση οργανωμένη από τραμπούκους.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Ας δούμε, όμως, πώς αντέδρασε στο συμβάν η ηγεσία της ΝΔ, η οποία, ας σημειωθεί, είχε να αντιμετωπίσει και τις δηλώσεις σειράς στελεχών της, τα οποία είχαν σπεύσει να δηλώσουν την απίστευτη άποψή τους ότι καλά του έκαναν, γιατί αυτά παθαίνουν οι προδότες. Προχώρησε, λοιπόν, σε μια τρέχουσα δήλωση, από εκείνες που προορίζονται για πάσα χρήση, με τη γνωστή κατάληξη ότι «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Και συμβούλεψε τα στελέχη της να ανακαλέσουν, ώστε να μην υπάρχει ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Από μόνη της μια τέτοια αντιμετώπιση έχει προφανώς πρόβλημα. Το οποίο, όμως, έγινε πολύ μεγαλύτερο και σαφέστερο την επόμενη μέρα, όταν ήρθε σαν από μηχανής θεός για την ηγεσία της ΝΔ η επίθεση μελών του γνωστού Ρουβίκωνα στην έδρα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ας ανοίξουμε μια παρένθεση εδώ: Δεν πέρασε, άραγε, από το μυαλό κανενός ρουβίκωνα ότι θα έδιναν έτσι ένα πολύ καλό πρόσχημα στη ΝΔ να στρέψει αλλού τη δημόσια συζήτηση, την ώρα ακριβώς που το χρειαζόταν; Θα πάθαινε, άραγε, μεγάλη βλάβη το εγχείρημά τους αν αναβαλλόταν για λίγο; Ή μήπως είναι ανεπίτρεπτο να ασχολείται με ζητήματα ευτελούς τακτικής, όποιος είναι στοχοπροσηλωμένος στο στρατηγικό σκοπό του; Ας κλείσουμε την παρένθεση με μια γεροντική συμβουλή: η αδιαφορία για τις τακτικές συνέπειες έχει συχνά τα ίδια αποτελέσματα με την αδιαφορία για το στρατηγικό στόχο.
Ας επιστρέψουμε στο κυρίως θέμα μας. Η ΝΔ ήταν επόμενο να αδράξει την ευκαιρία και όχι μόνο να συμψηφίσει τη μια επίθεση με την άλλη, αλλά και να αποκαλύψει μια ροπή που έρχεται να θέσει εν αμφιβόλω εκείνο το «απ’ όπου κι αν προέρχεται». Ενώ, λοιπόν, στην περίπτωση της επίθεσης κατά του κ. Μπουτάρη αρκέστηκε σε μια τυπική δήλωση με τη γνωστή επωδό, στην περίπτωση της επίθεσης στο ΣτΕ ο κ. Μητσοτάκης θεώρησε απαραίτητο να προβεί σε μίνι διάγγελμα μπροστά τηλεοπτική κάμερα, το οποίο έπαιζε επί δύο ημέρες σε εθνικό δίκτυο, σε όλα τα κανάλια.
Το διπλό πρόβλημα της ηγεσίας της ΝΔ
Πώς εξηγείται μια τόσο διαφορετική μεταχείριση; Ο κ. Μητσοτάκης έχει διπλό πρόβλημα. Δεν είναι μόνο δέσμιος της στήριξης που του παρείχε η δεξιά πτέρυγα της ΝΔ, προκειμένου να εκλεγεί πρόεδρος. Είναι υποχρεωμένος, λόγω της δεξιά στροφής που απωθεί μετριοπαθείς ψηφοφόρους, να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για το τι θα συμβεί στα δεξιά του: θα μπορέσει -και πώς;- να αποσπάσει ψηφοφόρους από ακροδεξιά σχήματα, και θα μπορέσει να αποτρέψει το σχηματισμό νέων κομμάτων στο χώρο της δεξιάς, που ήδη επωάζονται; Τα ερωτήματα αυτά τον κάνουν να υποβαθμίζει την κριτική του στις εθνικιστικές τάσεις και στις ακροδεξιές αποκλίσεις και να αποφεύγει το χαρακτηρισμό «φασιστικός» σε τρόπους συμπεριφοράς που τον αξίζουν, όσο κι αν κρύβονται πίσω από την αμφίεση του πατριωτισμού.
Δείτε πού τον οδηγεί αυτός ο δρόμος: να απορρίπτει, μετά από ένα σωρό ταλαντεύσεις, την ύπαρξη του όρου Μακεδονία στη σύνθετη ονομασία που αναζητείται με τη νέα κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, μια παραδοχή που η ίδια η ΝΔ έχει βάλει στο τραπέζι. Και το κάνει με το πρόσχημα ότι το ζητούν τα συλλαλητήρια. Ήταν πολύ νέος ή απουσίαζε και δεν γνωρίζει ότι περισσότερα και πιο θορυβώδη συλλαλητήρια υπήρχαν και τότε, προ εικοσιπενταετίας;
Η λογική του «νόμου και της τάξης»
Έχει φτάσει, με βάση αυτή τη λογική, στο σημείο να ισχυριστεί ότι στην Ελλάδα πηγή της βίας είναι η αριστερά, ξεχνώντας την πραγματικότητα της Χρυσής Αυγής και των πολλών θυμάτων της. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν το κάνει μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους. Δίνει και ιδεολογική μάχη σ’ αυτό το πεδίο. Επιδιώκει να ταυτίσει κάθε κινηματική, μαζική αντίδραση, αφενός με το βίαιο και απρόσφορο ακτιβισμό αυτοανακηρυσσόμενων πρωτοποριών, αφετέρου με την τρομοκρατία. Για τον πρώην φιλελεύθερο κ. Μητσοτάκη κανονική κοινωνία είναι εκείνη που υπομένει τα πάντα στωικά και δεν αντιδρά σε τίποτα. Το δόγμα «νόμος και τάξη» αντιπαρατάσσεται στη φυσιολογική λειτουργία της δημοκρατίας ως αντιπαραθετικής, συγκρουσιακής διαδικασίας με την άμεση παρουσία των πολιτών και των κινημάτων τους, και όχι μόνο δι’ αντιπροσώπων.
Στο τέλος, από αυτό το κλισέ «απ’ όπου κι αν προέρχεται», στο οποίο σπεύδουν να βρουν καταφύγιο και άλλοι, δεν μένει τίποτα. Ο τρόπος με τον οποίο στην πράξη αντιμετωπίζει ο καθένας τα γεγονότα, δεν μπορεί να κρύψει ούτε τις καταβολές, ούτε τις κλίσεις του, ούτε τις πολιτικές και επικοινωνιακές ανάγκες του, ούτε τους πραγματικούς στόχους του.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή