Συνεντεύξεις

Αντώνης Γαλανόπουλος: «Χαλαρή, πλέον, η σχέση ιδεολογίας και εκλογικής συμπεριφοράς»

Με αφορμή την έρευνα «Η ακτινογραφία των ψηφοφόρων 2025» του Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή – Έτερον και της Aboutpeople (δείτε την ολόκληρη στο https://eteron.org/…/i-aktinografia-ton-psifoforon-nea…/), η «Εποχή» συζητά με τον συντονιστή του project και διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Αντώνη Γαλανόπουλο, για το πώς διαμορφώνονται οι πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις των πολιτών.

Μια και βρισκόμαστε εν μέσω πολέμων στις παρυφές της Ευρώπης, καθώς και πολεμικών προετοιμασιών, ας ξεκινήσουμε από τα στοιχεία της έρευνας για τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την ΕΕ. Έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με το παρελθόν;

Εδώ και αρκετά χρόνια έχει παγιωθεί μια θετική αξιολόγηση της ΕΕ, περίπου για τα 2/3 της κοινωνίας –και αυτό το ποσοστό είναι λίγο πολύ σταθερό από το 2015 και έπειτα. Αυτό εμφανίζεται και στην παρούσα έρευνα, σε όλες τις ερωτήσεις που έχουν σχέση με την ΕΕ και το ευρώ. Το 94% των ψηφοφόρων της ΝΔ είναι υπέρ της ΕΕ και ακολουθούν του ΠΑΣΟΚ. Στην επόμενη ομάδα θετικής αξιολόγησης συναντάμε τα προοδευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης (Νέα Αριστερά, ΣΥΡΙΖΑ, Κίνημα Δημοκρατίας), ενώ πλειοψηφικά αρνητική είναι η εικόνα της ΕΕ στους ψηφοφόρους της Ελληνικής Λύσης, του ΜέΡΑ25 και του ΚΚΕ. Αντίστοιχα παγιωμένες είναι οι αντιλήψεις και σε ό,τι αφορά το ευρώ. Εκεί εμφανίζεται ακόμα πιο θετική η αξιολόγηση, με τη στήριξη της δραχμής να έχει περιοριστεί σε ένα 20%. Το ενδιαφέρον είναι ότι, εκτός από τους ψηφοφόρους του ΜέΡΑ25 (43,2%) που εκφράζουν τη μικρότερη στήριξη στο ευρώ, και ένα μεγάλο ποσοστό των δυνητικών ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης (48,7%) και της Νίκης (41,6%) τάσσονται υπέρ της επιστροφής στη δραχμή. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για ένα αίτημα με αριστερό χαρακτήρα μόνο, όπως πίστευαν κάποιοι κατά την περίοδο της κρίσης. Επίσης σε ό,τι αφορά τις συμμαχίες της χώρας, η ΕΕ και πάλι προκρίνεται ως η προτιμότερη διεθνής συμμαχία για 1 στους 2 πολίτες, και μικρότερα ποσοστά προκρίνουν την προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ ή τη Ρωσία ή την Κίνα. Οι ψηφοφόροι, βέβαια, της Ελληνικής Λύσης και της Φωνής Λογικής προτάσσουν την επιλογή των ΗΠΑ, λόγω προφανώς και της ταύτισης με το τραμπικό σχέδιο. Αντίθετα, δεν αποτελεί έκπληξη πως ένα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων της Νίκης κυρίως, και δευτερευόντως της Ελληνικής Λύσης, επιλέγουν τις προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία, πιθανώς λόγω θρησκευτικών και πολιτιστικών λόγων.

Πώς ερμηνεύεται ότι πλειοψηφικά η ελληνική κοινωνία παραμένει προσηλωμένη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, παρόλη την περιπέτεια των μνημονίων;

Ακόμα και στο αποκορύφωμα της κρίσης δεν είχαμε μια μαζική αμφισβήτηση της ΕΕ, παρά και την αυξημένη κριτική προς αυτήν και την κατά περιόδους μετακίνηση προς την επιλογή της δραχμής ή την άποψη ότι η ΕΕ δεν είναι μονόδρομος. Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, που υπήρξε βασικός εκφραστής της λαϊκής δυσαρέσκειας τότε, δεν πρόβαλε ποτέ προγραμματικά την αμφισβήτηση της θέσης της χώρας στην ΕΕ. Η προσήλωση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς οφείλεται, επίσης, και σε λόγους πολιτικής κουλτούρας και πολιτιστικής εγγύτητας. Στη συζήτηση αν η Ελλάδα ανήκει στη Δύση ή στην Ανατολή, είναι πολύ διαδεδομένη η απάντηση πως, αν έπρεπε γίνει μία επιλογή, αυτή θα ήταν η Δύση και η Ευρώπη. Εξού και η στάση απέναντι στο ευρώ, που δεν βασίζεται σε αυστηρά μακροοικονομικούς λόγους, αλλά σε συμβολικούς και γεωπολιτικούς. Υπάρχει η αντίληψη ότι είναι προτιμότερο να είμαστε εντός μιας μεγαλύτερης «οικογένειας» κρατών, που ενδεχομένως θα συμβάλλουν θετικά στο όποιο πρόβλημα προκύψει με την Τουρκία, παρά να είμαστε απομονωμένοι και μόνοι μας.

Ο ευρωσκεπτικισμός που εντοπίζεται σε κάποιες μερίδες ψηφοφόρων αναμένεται να επηρεάσει τη δυναμική των κομμάτων, είτε θετικά είτε αρνητικά;

Δεν πιστεύω πως είναι καθοριστικό ζήτημα για την εκλογική συμπεριφορά στην Ελλάδα, ιδίως τώρα που έχουμε μεγάλη χρονική απόσταση από την κρίση. Σε άλλες χώρες που παίζουν και πιο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ΕΕ, μπορεί να επηρέαζε. Ο ευρωσκεπτικισμός παλιότερα είχε να κάνει με τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που ένιωθαν μακριά από τις Βρυξέλλες, οδηγώντας στην ανάδυση κυρίως ακροδεξιών κομμάτων. Πλέον, όμως, νομίζω πως ο ευρωσκεπτικισμός αφορά περισσότερο τις χώρες του κέντρου, καθώς αυτή τη στιγμή αναδιαμορφώνεται η φυσιογνωμία της ΕΕ σε βασικά ζητήματα, π.χ. κοινή αμυντική πολιτική, διεύρυνση, κλπ. Αυτά τα ζητήματα κρίνονται συνήθως στις χώρες του κέντρου και όχι σε χώρες όπως η Ελλάδα.

Όσον αφορά στα εσωτερικά ζητήματα, στην έρευνα εμφανίζεται πλειοψηφικά ως προτιμητέο πολίτευμα η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Την ίδια ώρα, όμως, υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια για τη λειτουργία της. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σου;

Υπάρχει όντως υψηλή πίστη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά και μεγάλη δυσαρέσκεια για το πώς λειτουργεί σήμερα στη χώρα. Δεν έχουμε ποιοτικά στοιχεία που να μας δείχνουν ξεκάθαρα τους λόγους αυτής της δυσαρέσκειας, αλλά πιστεύω πως αφορά ιδιαιτέρως τη λειτουργία της ελληνικής πολιτείας και την κρίση αντιπροσώπευσης, η οποία επηρεάζεται και από το τραύμα των Τεμπών.

Ο θεσμός, μάλιστα, της Προεδρίας της Δημοκρατίας σημειώνει τη μεγαλύτερη πτώση στην εμπιστοσύνη των πολιτών. Οφείλεται στην επιλογή Τασούλα και τον ρόλο του στο ζήτημα των Τεμπών; Γενικά το έγκλημα των Τεμπών παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των αντιλήψεων των ψηφοφόρων;

Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, πιστεύω πως τα Τέμπη αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα που σφραγίζει την πτώση και των οκτώ (πρωθυπουργός, κυβέρνηση, ανεξάρτητες αρχές, ΠτΔ, δικαιοσύνη, κοινοβούλιο, κόμματα, ΜΜΕ). Ούτε ένας θεσμός δεν σημείωσε βελτίωση στην εμπιστοσύνη των πολιτών, και αυτό δείχνει ότι οι πολίτες έχουν πειστεί πως κάτι δεν λειτουργεί σωστά στην πολιτεία μας. Προφανώς έχουμε διαφοροποιήσεις μεταξύ των πολιτικών μπλοκ, και μάλιστα εντοπίζονται αρκετά ανησυχητικά ευρήματα, όπως ότι η δικτατορία είναι σε ορισμένες περιπτώσεις προτιμότερη σχεδόν για 1 στους 2 ψηφοφόρους της Φωνής Λογικής και της Ελληνικής Λύσης.

Τα στοιχεία σχετικά με τον συντηρητισμό ή τον προοδευτισμό των Ελλήνων έχουν μεταβληθεί;

Καταρχάς να πούμε πως, παρότι οι ψηφοφόροι εκφράζουν αρκετά πολιτικές απόψεις σε διάφορα ζητήματα –είτε προοδευτικές είτε συντηρητικές, δεξιές ή αριστερές–, όταν τους ζητείται να κάνουν μια ευθεία επιλογή μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, συστημισμού και αντισυστημισμού, απορρίπτουν το δίπολο. Το ίδιο πιστεύω θα έκαναν και για τον προοδευτισμό-συντηρητισμό, αν τους το θέταμε έτσι. Από εκεί και πέρα, για κοινωνικά ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια ή το μεταναστευτικό, οι απαντήσεις είναι αρκετά συντηρητικές, με ευρεία πλειοψηφία, και διαπερνούν σχεδόν όλα τα κόμματα. Για παράδειγμα, υπέρ της αυστηροποίησης των ποινών τάσσονται πλειοψηφικά οι ψηφοφόροι όλων των κομμάτων πλην της Νέας Αριστεράς και του ΜέΡΑ25. Το χειρότερο καμπανάκι, κατά τη γνώμη μου, είναι το μεγάλο ποσοστό (43%) που τάσσεται υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής –1 στους 2 ψηφοφόρους της ΝΔ, αλλά και 1 στους 3 του ΠΑΣΟΚ και 1 στους 4 του ΚΚΕ. Αντίστοιχα, οι θέσεις κατά της μετανάστευσης συναντιούνται στους ψηφοφόρους των περισσότερων κομμάτων, ανεξαρτήτως των επίσημων θέσεων αυτών, αποτυπώνοντας και ένα χάσμα μεταξύ των κομμάτων και του εκλογικού τους ακροατηρίου. Συνολικά, θα έλεγα, λοιπόν, πως έχουμε ένα έντονα συντηρητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο, όμως, δημιουργούνται προοδευτικές δυναμικές από μία μερίδα ψηφοφόρων σε κάποια θέματα, όπως π.χ. η αποποινικοποίηση της κάνναβης ή ο γάμος ανεξαρτήτως φύλου. Πρόκειται, βέβαια, για ζητήματα που συζητιούνται εδώ και δύο δεκαετίες και, παρόλ’ αυτά, εμφανίζουν μια σχετική μόνο πλειοψηφική αποδοχή.

Αν οι πολίτες απορρίπτουν τα δίπολα Αριστεράς-Δεξιάς, συστημισμού-αντισυστημισμού ή προοδευτισμού-συντηρητισμού, βάσει ποιων κριτηρίων θεωρείς τότε πως χτίζουν την πολιτική τους συνείδηση;

Η «κλασική» προσέγγιση που θέλει τους ψηφοφόρους να έχουν ένα σετ πολιτικών αντιλήψεων, να το συγκρίνουν με τις θέσεις ενός ιδεολογικού ρεύματος ή κόμματος και να το επιλέγουν, φαίνεται ότι δεν λειτουργεί στην πράξη. Στην έρευνα έχουμε ψηφοφόρους που δηλώνουν πως ασπάζονται μια ορισμένη πολιτικο-ιδεολογική ταυτότητα και οι αντιλήψεις που έχουν πάνω σε διάφορα ζητήματα είναι ανεξάρτητες έως και αντίθετες από αυτή την ταυτότητα. Το σετ των αντιλήψεων των ψηφοφόρων είναι πολύπλοκο, αντιφατικό, και το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό δεν εντοπίζεται σαν προβληματικό από τους ίδιους. Θα πρέπει, λοιπόν, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε περισσότερο το πώς αποκτά την πολιτική του συνείδηση μία/ένας πολίτης και τι ρόλο παίζουν τα κόμματα στην πολιτική διαπαιδαγώγηση αυτών και των μελών τους. Ένα κόμμα το οποίο λειτουργεί ως ζωντανή κοινότητα πολιτών, θα έπρεπε να είχε δει αυτές τις αντιφάσεις και όχι να περιμένει μία έρευνα για να τις διαπιστώσει. Επειδή, όμως, δεν λειτουργούν πια με αυτό τον τρόπο, ο δεσμός του τριγώνου της πολιτικο-ιδεολογικής ταυτότητας, της πολιτικής δράσης και της εκλογικής συμπεριφοράς έχει χαλαρώσει πολύ.

Την πολιτική συμπεριφορά, βέβαια, την επηρεάζουν και τα οικονομικά ζητήματα. Οι ψηφοφόροι φαίνεται να είναι υπέρ του κοινωνικού κράτους αλλά κατά της φορολογίας, υπέρ του ανταγωνισμού αλλά κατά του καπιταλισμού, υπέρ των αγορών αλλά και υπέρ της μεγαλύτερης παρέμβασης του κράτους. Τι λένε για την ελληνική κοινωνία όλες αυτές οι αντιφάσεις;

Πρόκειται για αυτή τη χαλαρότητα στις ιδεολογικο-πολιτικές ταυτότητες και τη μη συνειδητοποίηση πως συνιστούν αντικρουόμενες θέσεις. Για παράδειγμα, από τη μία η πλειοψηφία επιθυμεί το κοινωνικό κράτος, αλλά απορρίπτει τους φόρους, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο το ίδιο το κοινωνικό κράτος που επιζητεί. Αυτό σημαίνει πως είτε δεν έχει γίνει η σωστή ενημέρωση ότι το κοινωνικό κράτος απαιτεί πόρους, οι οποίοι συνήθως προέρχονται από τη φορολογία, είτε πως δεν αντιλαμβανόμαστε ότι το κράτος δεν είναι κάτι έξω από εμάς που μας παίρνει τα λεφτά. Αυτές οι συνδέσεις δεν έχουν γίνει από τους πολίτες, αλλά ούτε έχουν προβληθεί από τα κόμματα. Παράλληλα, υπάρχουν λέξεις των οποίων η θετική πλαισίωση έχει κυριαρχήσει, όπως ο ανταγωνισμός, οι ξένες επενδύσεις, ο εκσυγχρονισμός, που, ασχέτως τι πιστεύει ιδεολογικά ο/η κάθε ψηφοφόρος, έχει πειστεί πως πρόκειται για κάτι «αντικειμενικά» καλό, την ίδια ώρα που απορρίπτει τον καπιταλισμό, τις πολυεθνικές, κλπ. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι πως το ένα λειτουργεί ως υπόβαθρο του άλλου. Αν υπάρχει αποδοχή των ξένων επενδύσεων και του ανταγωνισμού, ασχέτως της αρνητικής θέσης για τις πολυεθνικές, υπάρχει και αποδοχή των θεμελίων της λειτουργίας του σημερινού συστήματος. Με άλλα λόγια, οι προοδευτικές δυνάμεις δεν έχουν καταφέρει να χτίσουν ένα αφήγημα που θα αμφισβητεί όχι απλά το επιφαινόμενο, αλλά τον πυρήνα των ιδεών της απέναντι πλευράς.

Αυτές οι αντιφάσεις συναντιούνται στην έρευνα και σε ό,τι αφορά τις κομματικές επιλογές, σωστά; Για παράδειγμα, εκλογική προτίμηση κόμματος αντίθετου από την ιδεολογία του ψηφοφόρου ή επιλογή δεύτερου κόμματος με αντίθετες θέσεις από το πρώτο κ.ο.κ.

Η ερώτηση για το ποιο είναι το δεύτερο κόμμα που νιώθουν κοντά οι ψηφοφόροι είναι από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της έρευνας για να δούμε τις πολιτικές δυναμικές των κομμάτων και την προοπτική τους στον δρόμο για τις κάλπες. Πράγματι, παρατηρείται ιδιαίτερη ρευστότητα σ’ αυτό το σημείο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης που νιώθουν κοντά στην Πλεύση Ελευθερίας. Αντίστοιχα, όμως, η Πλεύση Ελευθερίας εμφανίζεται ως δεύτερη επιλογή και ψηφοφόρων άλλων κομμάτων, π.χ. του ΠΑΣΟΚ, κάτι που εξηγεί εν μέρει και την άνοδό της. Αυτό, θεωρώ, οφείλεται στην τρέχουσα συγκυρία των Τεμπών. Δεν είναι παράδοξο, αλλά πρόκειται για ένα ρευστό πολιτικό περιβάλλον, όπου δεν έχουμε τόσο μεγάλη αναλογία πια σταθερών ψηφοφόρων. Ειδικά στον χώρο αριστερά του ΠΑΣΟΚ, οι ψηφοφόροι φαίνεται ότι μετακινούνται πολύ πιο εύκολα από το ένα κόμμα στο άλλο, καθώς υπάρχει μια αντίληψη συγγένειας και διαπερατών ορίων, αλλά και ένα δυναμικό που αναζητά εναλλακτική λύση, με την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων να καθορίζεται από την εκάστοτε τρέχουσα συνθήκη. Ταυτόχρονα, ενώ διαχρονικά από τη Μεταπολίτευση σε επίπεδο ταυτοτήτων και βασικών πολιτικών επιλογών των ψηφοφόρων η ισορροπία γέρνει προς τα κεντροαριστερά/αριστερά, τα κόμματα αυτού του χώρου δεν καταφέρνουν να την αξιοποιήσουν και να την κερδίσουν μαζικά, όπως είχε συμβεί παλαιότερα με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, στην έρευνα περίπου το 21% ασπάζεται τη Σοσιαλδημοκρατία, ενώ δεν υπάρχει κόμμα με σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα που να πλησιάζει το 20%. Αυτό είναι ενδεικτικό στοιχείο του χάσματος που υπάρχει. Αντίστοιχα, και ο δημοκρατικός σοσιαλισμός υποστηρίζεται από το 14,5%, αλλά υπάρχει κατακερματισμός αυτών των ψηφοφόρων σε 4 κυρίως κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΜέΡΑ25, Νέα Αριστερά, Κίνημα Δημοκρατίας). Οι πολιτικές αντιφάσεις και η χαλαρότητα των ψηφοφόρων ευνοούνται παράλληλα και απ’ αυτό τον κομματικό κατακερματισμό, από την άποψη ότι δεν υπάρχει ένας ισχυρός πόλος να στρέφει και να δεσμεύει τον κόσμο προς ένα σαφή και συνεκτικό προγραμματικό λόγο και ιδεολογία.

Παρά τη ρευστότητα, διακρίνονται εν δυνάμει ομαδοποιήσεις βάσει συνεκτικών πολιτικών θέσεων ή ιδεολογικών τάσεων, που θα μπορούσαν να εκφραστούν μαζικά και σταθερά από κάποιο υπάρχον κόμμα; Σε ό,τι αφορά την Αριστερά, υπάρχουν στο κοινωνικό σώμα της οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός Λαϊκού Μετώπου;

Καταρχάς, να επισημάνουμε ότι η ρευστότητα αφορά κυρίως τους ψηφοφόρους αριστερά του Κέντρου. Αντίθετα, η ΝΔ έχει ένα συμπαγές εκλογικό κοινό, με συγκεκριμένα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς βρίσκεται σε δυσαρμονία με τον μέσο ψηφοφόρο. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Γ. Μοσχονάς περιγράφει στην ανάλυσή του ως «κόμμα του συστήματος» και που εκφράζεται σε όλες τις θέσεις των ψηφοφόρων της. Συνεκτικό, επίσης, εκλογικό σώμα διαθέτουν και τα τρία κόμματα δεξιά της ΝΔ. Οι ψηφοφόροι αυτών των κομμάτων ιδεολογικά και αξιακά δεν εμφανίζουν τις αντιφάσεις που παρουσιάζουν οι ψηφοφόροι των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων. Η εικόνα των αντιφάσεων και της μη συνοχής αφορά ως επί το πλείστον τη διευρυμένη Αριστερά, κυρίως σε ό,τι αφορά τους κοινωνικούς δείκτες, καθώς στους οικονομικούς (πχ. θέση για το κοινωνικό κράτος) εμφανίζουν μεγαλύτερη συνοχή. Παρόλ’ αυτά, σε πυρηνικά ζητήματα βρίσκονται κοινοί τόποι, προφανώς όχι πάντοτε και στα 6-7 κόμματα του χώρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πως η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της Πλεύσης Ελευθερίας κινείται επίσης σ’ αυτό το κλίμα, με το 46% των δυνητικών ψηφοφόρων της να θεωρεί πως η Κεντροαριστερά/Αριστερά είναι αυτή που μπορεί να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον, ανεξαρτήτως των θέσεων του κόμματος και του αν μπαίνει σ’ αυτή τη συζήτηση η Ζ. Κωνσταντοπούλου. Επομένως, σε επίπεδο βάσης υπάρχει το αίτημα της κυβερνητικής προοπτικής και υπάρχει και μια ικανοποιητική σύμπλευση σε ορισμένα ζητήματα σε επίπεδο ψηφοφόρων.

Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, η στρατηγική που ακολουθεί ο Ν. Ανδρουλάκης πόσο πιθανό είναι να οδηγήσει σε μια διεύρυνση του ποσοστού του;

Βάσει της ερώτησης σε ποιο άλλο κόμμα νιώθουν κοντά οι ψηφοφόροι, μπορούμε να πούμε πως η στρατηγική της αυτόνομης πορείας του ΠΑΣΟΚ μπορεί να γίνει κατανοητή –χωρίς να κρίνουμε αν είναι σωστή ή όχι– υπό την οπτική ότι υπάρχουν μερίδες ψηφοφόρων του που κοιτούν τόσο προς κόμματα της Αριστεράς, όσο και προς τη ΝΔ. Κινδυνεύει, δηλαδή, με απώλειες όχι μόνο προς έναν χώρο, και αυτό αναγκαστικά οδηγεί το ΠΑΣΟΚ στην αναζήτηση μιας στρατηγικής προκειμένου να τους συγκρατήσει. Το άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, είναι πως μεγάλη μερίδα των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλδημοκράτες εντοπίζονται σε πολλά κόμματα: ΣΥΡΙΖΑ, Πλεύση Ελευθερίας, και ΝΔ (1 στους 10 ψηφοφόρους της), ενώ ένα μικρό μέρος ακόμα και στην Ελληνική Λύση ή τη Νίκη. Αυτό σημαίνει ότι παλαιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ έχουν μετακινηθεί σε όλο το πολιτικό φάσμα. Η πιθανότητα του επαναπατρισμού όλων αυτών, από όλα τα σημεία του πολιτικού φάσματος που βρίσκονται σήμερα, είναι μικρή. Η μάχη, πάντως, για τα εκλογικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ εκτιμώ ότι θα κριθεί στα αριστερά του, καθώς εκεί έχουν οι ψηφοφόροι του πιο πολλές συγγένειες και είναι πιο πιθανός ο επαναπατρισμός ή, αντίστροφα, πιο πιθανές οι απώλειες ψηφοφόρων.

Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Τζέλα Αλιπράντη

Η ΕΠΟΧΗ