Macro

Αντιμέτωποι με μια νέα καταστροφολογία

Δεν θα πρέπει να υπάρχει κανείς, και στο στενό επιτελείο της ΝΔ, που να πιστεύει ακόμα ότι μπορεί να έφερε κάποιο πολιτικό όφελος η γραμμή τής καταστροφολογίας. Είναι αυταπόδεικτο πια ότι δεν απέδωσε ούτε στο ελάχιστο, καθώς ο στόχος που επιδίωκε, δηλαδή η σύντμηση του βίου της κυβέρνησης, ώστε να χωρέσει στα ασφυκτικά πλαίσια της θεωρίας τής παρένθεσης, δεν προσεγγίστηκε καν. Η κυβέρνηση διανύει τον τέταρτο χρόνο της θητείας της και μάλιστα υπό μάλλον ευνοϊκές συνθήκες, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις μαύρες προβλέψεις –και επιθυμίες– της ηγεσίας της ΝΔ.
Θα μπορούσε, βέβαια, να ισχυριστεί κάποιος ότι κατά κάποιο τρόπο η γραμμή αυτή απέδωσε, γιατί η ΝΔ προηγείται σταθερά δημοσκοπικά, παρά τη διάψευση των ευσεβών και σκοτεινών πόθων της. Πρόκειται, ωστόσο, για κρίση μάλλον επιφανειακή, που δεν καθησυχάζει την ηγεσία τής οδού Πειραιώς. Γιατί με τη γραμμή αυτή η ΝΔ κατάφερε να συσπειρώσει μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της, δεν πρόσθεσε, όμως, σημαντικό κομμάτι ούτε από ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ ούτε από τους «αναποφάσιστους», ενώ η διαφορά που τη χωρίζει από τον ΣΥΡΙΖΑ διαρκώς μειώνεται. Και, το κυριότερο, όλα αυτά συμβαίνουν πριν αρχίσει να γίνεται αισθητό στον κόσμο το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η έξοδος από το πρόγραμμα προσαρμογής και η εφαρμογή σειράς μέτρων, που αποσκοπούν στην ανακούφιση ευρύτατων στρωμάτων και τη μερική ανάκτηση απωλειών που συσσωρεύτηκαν επί μία οκταετία.

Νέοι στόχοι

Αρκετοί, λοιπόν, στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που έχουν την απαίτηση να αναλύονται τα πραγματικά γεγονότα και όχι οι επιθυμίες κάπως βαθύτερα, αντιλαμβάνονται ότι αυτό ακριβώς το διάστημα, της υλοποίησης του μετά τα μνημόνια σχεδίου τής κυβέρνησης, είναι επικίνδυνο για τη ΝΔ. Έχουν αρχίσει, λοιπόν, να στρέφουν σ΄ αυτό ακριβώς τα βέλη τους. Όταν το καταγγέλλουν σαν παροχολογία, βλέπουν ότι δεν γίνονται πιστευτοί, καθώς η αντιπολίτευση αναγκάζεται να δίνει την ψήφο της στην υλοποίησή του. Να το υποτιμούν ως άνευ σημασίας δεν μπορούν, γιατί ο κόσμος αισθάνεται το απτό αποτέλεσμά του. Το μόνο που τους μένει είναι να το υπονομεύσουν. Και έχουν αρχίσει να το κάνουν συστηματικά.
Πρόκειται, βέβαια, πάλι για ένα νέο είδος κινδυνολογίας, αλλά «παλιά μου τέχνη κόσκινο», αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν. Ναι, μας λένε, αναγκάζεται και η ΝΔ να ψηφίζει αυτές τις «παροχές», γιατί έτσι που κατάντησαν τον κόσμο, τις έχει άμεση ανάγκη. Αλλά —πάντοτε υπάρχει ένα «αλλά»— αυτή η πολιτική οδηγεί στην καταστροφή: «Βγαίνουμε από τα μνημόνια με τις πολιτικές που μας έβαλαν στα μνημόνια», μας προειδοποιεί ένας «σοβαρός» σχολιαστής της δεξιάς. «Επιδόματα μερίσματα, αναδρομικά καταλήγουν να επιδεινώνουν την κατάσταση ακόμη και των “ανακουφιζόμενων”», αποφαίνεται.
Ας παραβλέψουμε προς στιγμήν την όψιμη παραδοχή ότι «βγαίνουμε απ΄ τα μνημόνια», που θέλει άλλωστε πολλή συζήτηση, καθώς και τη νεοφιλελεύθερη εκτίμηση ότι στα μνημόνια μας έβαλε η ικανοποίηση των βασικών αναγκών τών μισθωτών και των συνταξιούχων. Ας σταθούμε σ΄ αυτόν το νέο μπαμπούλα που επεξεργάζονται όσοι δεν μπορούν να ανεχτούν ούτε τη «λελογισμένη επέκταση» των δημοσιονομικών: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επένδυσε ποτέ στις προοπτικές της οικονομίας, δεν επένδυσε ποτέ στην πραγματική έξοδο, που θα ήταν η ανόρθωση της αξιοπιστίας της χώρας». Ο εστί μεθερμηνευόμενο, η κυβέρνηση δεν νοιάζεται για το αύριο, καίγεται μόνο να αναπληρώσει τις εκλογικές απώλειες λόγω της υπογραφής και εφαρμογής του τρίτου μνημονίου. Αυτά που σας δίνουν, θα βλαστημήσετε την ώρα που τα πήρατε, γιατί δεν ανορθώνουν την οικονομία και την αξιοπιστία.

Στηρίζονται στην πικρή πείρα

Αυτή η προπαγάνδα έχει περισσότερες πιθανότητες να πιάσει, γιατί ο κόσμος έχει πικρή πείρα. Έχει συμβεί συχνά στο πρόσφατο παρελθόν να του τάξουν ακόμα καλύτερες μέρες, να τον μαυλίσουν με παντός είδους εύκολα δάνεια, να του υποσχεθούν αμύθητα κέρδη από το Χρηματιστήριο, να του φερθούν σαν πελάτη που έχει πάντα δίκιο, για να του το φάνε στην πρώτη ευκαιρία –και να του πούνε, μάλιστα, στο τέλος ότι «μαζί τα φάγαμε».
Αυτή η νέα εκδοχή τής καταστροφολογίας φαίνεται πως θα παίξει πολύ στην επόμενη φάση. Ταιριάζει και με το νεοφιλελεύθερο υπόβαθρο της πίστης στη λιτότητα, που την υπονομεύουν οι «λαϊκιστές». Και θα είναι πολύ πιο επικίνδυνη, γιατί η απόδειξη της απάτης που εκπροσωπεί, χρειάζεται χρόνο για να γίνει αντιληπτή. Οι ενδείξεις τής ανάκαμψης χρειάζονται χρόνο για να καταγραφούν και ακόμα περισσότερο για να γίνουν αισθητές στο βιοπαλαιστή και στον άνεργο. Αλλά, ακόμα κι όταν γίνουν αισθητές, δεν έχουν αναμφισβήτητα πιστοποιητικά διάρκειας, πολύ περισσότερο όταν ο εχθρικός τύπος θα επιτίθεται αχαλίνωτος εναντίον τής πραγματικότητας.

Πειστικό πρόγραμμα

Η κυβέρνηση καλώς επείγεται να νομοθετήσει και να υλοποιήσει αυτά τα άμεσα μέτρα ανακούφισης και ανάκτησης μέρους του χαμένου για τα λαϊκά στρώματα εδάφους. Είναι μια απόδειξη άλλου είδους αξιοπιστίας. Τελειώνοντας, όμως, αυτό το χρήσιμο έργο χρειάζεται να είναι σε θέση να παρουσιάσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα για την αμέσως επόμενη περίοδο, με βάθος τετραετίας και με στόχο να εξηγήσει με πειστικό τρόπο τι είναι σε θέση –και τι δεν είναι σε θέση– να κάνει σ΄ αυτή τη νέα σελίδα, που δικαιολογημένα λέει πως άνοιξε, ώστε να διευρύνει τον κύκλο των μέτρων υπέρ των λαϊκών τάξεων. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να καταθέτει τα στοιχεία που δείχνουν ότι κάθε της βήμα σ΄ αυτή την κατεύθυνση είναι βασισμένο σε ένα μελετημένο σχέδιο, που εξασφαλίζει τόσο τη βιωσιμότητα κάθε κατάκτησης όσο και τον δίκαιο κοινωνικά χαρακτήρα της. Με αυτό θα αντιπαλέψει τη νεοφιλελεύθερη ατομοκεντρική «σωφροσύνη» τής ΝΔ.
Δεν φτάνει, δηλαδή, να είναι καλυμμένα τα βήματά της από οικονομική και δημοσιονομική άποψη, χρειάζεται να είναι και ζυγισμένα στη ζυγαριά της αλληλεγγύης και της κοινωνικής αντίληψης της ευημερίας. Με άλλα λόγια, σ΄ αυτό το μεσοπρόθεσμο σχέδιο μαζί με την ανάκτηση των υλικών στοιχείων που έχασαν οι λαϊκές τάξεις στην οχταετία των μνημονίων, χρειάζεται να υπάρξει φροντίδα για την ανάκτηση και ιδεολογικών στοιχείων, που καταστράφηκαν αρκετά νωρίτερα. Για παράδειγμα με την εγκατάσταση νέων προνομιούχων στη θέση των αδιαφοροποίητων «μη προνομιούχων», ή με την εφαρμογή νέων, «ανώτερων» μορφών πελατειακών σχέσεων. Αν θέλουμε η «δίκαιη ανάπτυξη» να γίνει πειστικό σύνθημα, χρειάζεται να δόσουμε πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο όχι μόνο στην ανάπτυξη, αλλά και στη δικαιοσύνη.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή