Macro

Η αντι-μεταπολίτευση ως μετα-δημοκρατία

Η αντι-μεταπολίτευση είναι μια ελληνική εκδοχή του «μίσους για τη δημοκρατία»: ένα σύμπτωμα της βαθιάς δυσφορίας ή μνησικακίας εκ μέρους των κυρίαρχων τάξεων, η οποία σχετίζεται με την έλλειψη εγγύησης της εξουσίας τους. Αρκετές δεκαετίες μετά το διακηρυγμένο «τέλος της ιστορίας», η αντι-δημοκρατία αναδύεται στη σύγχρονη Ευρώπη ως φρονηματική εμπέδωση μιας άκριτης ομοθυμίας γύρω από το αφήγημα της λιτότητας και τη συγκρότηση του υπο-χρεωμένου υποκειμένου ‒ ενάντια στην κριτική και ενάντια στην εναλλακτική.

 

Η αντι-μεταπολίτευση αποτελεί ένα στερεοτυπικό, ηγεμονικό αφήγημα της παρούσας κρίσης και της αυταρχικής στροφής που συνόδευσε τις πολιτικές διαχείρισής της. Στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό Νότο η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία διαχειρίζεται την ιστορική ένταση ανάμεσα στη δημοκρατία και τον καπιταλισμό (ιδιαίτερα στη μορφή του χρηματοπιστωτικού νεοφιλελευθερισμού): ενώ η φιλελεύθερη δημοκρατία αντανακλά και νομιμοποιεί τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας, την ίδια στιγμή σημαδεύει αυτές τις σχέσεις με το ενδεχόμενο της αγωνιστικής αναχαίτισης ή της αντίστασης. Στην τρέχουσα  ευρωπαϊκή συγκυρία, η νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική (κατά Φουκώ) επιχειρεί να «επιλύσει» αυτή την ένταση στο όνομα μιας ανυπέρθετης και επ’ αόριστον διαστελλόμενης «έκτακτης ανάγκης», «αδειάζοντας» και απομειώνοντας την πολιτική δημοκρατία.

Κριτικοί θεωρητικοί του μετα-δημοκρατικού γεγονότος, όπως ο Jacques Rancière και η Chantal Mouffe, έχουν επεξεργαστεί, με διαφορετικούς τρόπους ο καθένας, αυτή την ετερονομία του πολιτικού υπογραμμίζοντας τη σημασία της «διαφωνίας» [dissensus] (Rancière) και της «αγωνιστικής διεκδίκησης» (Mouffe). Σύμφωνα με τη θεώρηση του Rancière, η μετα-δημοκρατία συνίσταται σε μια κυριαρχικά συναινετική (ή, αλλιώς, «αστυ-νομική») πρακτική εξάλειψης της δημοκρατικής δράσης και συμμετοχής (της δυνατότητας όλων ή του/της οποιουδήποτε/οποιασδήποτε να συμμετέχουν και να παρεμβαίνουν στα «κοινά») στο όνομα της δημοκρατίας: «Μεταδημοκρατία είναι η κυβερνητική πρακτική και η εννοιολογική νομιμοποίηση μιας δημοκρατίας μετά το δήμο, μιας δημοκρατίας που έχει εξαλείψει την εμφάνιση, την παραγνώριση και τη διαφωνία του λαού και ανάγεται έτσι αποκλειστικά στο αμοιβαίο παιχνίδι κρατικών μηχανισμών και συνδυασμών κοινωνικών ενεργειών και συμφερόντων».

Ο κοινωνιολόγος Colin Crouch έχει παρατηρήσει εύστοχα ότι, στο πλαίσιο της πολιτικής μορφής της «μετα-δημοκρατίας», ενώ η τυπική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών διατηρείται λίγο-πολύ αμετάβλητη, αν και ως κενό περίβλημα, ωστόσο η διακυβέρνηση αλλοτριώνεται και περνά στον έλεγχο αυτονομημένων από το κοινωνικό σώμα συνασπισμών οικονομικών/εταιρικών συμφερόντων, αυτοαναφορικών τεχνοκρατών-ειδημόνων και ολιγαρχικών προνομιούχων ομάδων που χειραγωγούν τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις και εναντιώνονται στις πολιτικές ισότητας.

Διαφοροποιούμενη από αυτό που διαβλέπει στη σκέψη του Rancière ως ακραιφνή δυϊσμό ανάμεσα σε «αστυ-νομία» [la police] και «πολιτική» [la politique], η Chantal Mouffe εισάγει την έννοια του «αγωνισμού» ως συστατική διάσταση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Ασκώντας κριτική τόσο στο φιλελευθερισμό του John Rawls και στη διαβουλευτική δημοκρατία του Jürgen Habermas, όσο και στον «τρίτο δρόμο» όπως θεωρητικοποιήθηκε από τον Anthony Giddens και εφαρμόστηκε πολιτικά από τον Tony Blair, υποστηρίζει πως αυτές οι προσεγγίσεις αδυνατούν να αναγνωρίσουν ότι η επίτευξη μιας «μετριοπαθούς» συναίνεσης και μιας ρηχής κοινωνικής ομοφωνίας (συνήθως με τη μορφή της «συναίνεσης στο κέντρο») απορρέει πάντοτε από μια απόφαση που αποκλείει άλλες δυνατότητες. Αντί της μεταπολιτικής συναίνεσης, η Mouffe προτάσσει την ανανέωση και τον επανακαθορισμό της ριζοσπαστικής δυναμικής της δημοκρατίας μέσω του «αγωνισμού», μιας παθιασμένης αναζωογόνησης του πολιτικού. Στο ίδιο πλαίσιο της κριτικής στη μεταπολιτική κινείται και η θεώρηση της Wendy Brown, η οποία, αναλύοντας την αμερικανική πολιτική της δεκαετίας του 2000 (υπό την προεδρία του G.W. Bush), αναφέρεται σε μια σύγκλιση και σύμπραξη ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό και το νεοσυντηρητισμό.

Το ιδεολογικό ρεύμα της δυσφορίας με τη μεταπολίτευση, όπως εκφράζεται στη σύγχρονη ελληνική συνθήκη από τις πολιτικές δυνάμεις της κεντροδεξιάς, εγγράφεται σε μια βιοπολιτική της μετα-δημοκρατίας ή της «απο-δημοκρατικοποίησης» (Brown): ως αυταρχικός ρεαλισμός που δεν υπόκειται στην κοινωνική κριτική, και ως κατάσταση εξαίρεσης που μετατρέπεται σε υπόδειγμα κυβερνολογικής στη συγκυρία –και στο όνομα– της κρίσης χρέους.

Η καθημερινή ενσώματη υλικότητα αυτής της μετα-πολιτικής και μετα-δημοκρατικής βιοπολιτικής περιλαμβάνει τα αποδεκατισμένα δίκτυα κοινωνικής προστασίας, τη συμπίεση του δημόσιου συστήματος υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, τη φτωχοποίηση ολοένα και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, τις περικοπές μισθών και συντάξεων, την απίσχναση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, την πρωτοφανή αύξηση της ανεργίας, την απαξίωση της δημόσιας παιδείας και υγείας. Περιλαμβάνει την αμείλικτη κατανομή και ρύθμιση της κοινωνικής τρωτότητας· την υφαρπαγή μέσων διαβίωσης και την παράλληλη αποστέρηση μέσων αντίστασης· την υποτίμηση της πολιτικής ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, χάριν της διακυβέρνησης σύμφωνα με την αναγωγή των (απελευθερωμένων) χρηματαγορών στον υπέρτατο γνώμονα νομιμοποίησης ενός πολιτειακού αυταρχισμού (βλ. συνταγματική πρόβλεψη για το χρέος)· τη μετατροπή «προσωρινών» και «έκτακτων» μέτρων σε υπόδειγμα άσκησης της διακυβέρνησης· τον υποβιβασμό του κοινοβουλίου σε όργανο τυπικής και βεβιασμένης επικύρωσης διαταγμάτων της εκτελεστικής εξουσίας, κι ακόμη, τη συρρίκνωση της κοινωνικής συμμετοχής χάριν μιας ατομικιστικής κουλτούρας και ενός μεταπολιτικού τεχνοκρατικού πραγματισμού της «διοίκησης» και της «διαχείρισης».

Η δυσανεξία με τη Μεταπολίτευση, η αντι-μεταπολίτευση, είναι μια ελληνική εκδοχή αυτού που ο Rancière ονομάζει «μίσος για τη δημοκρατία»: ένα σύμπτωμα της βαθιάς δυσφορίας ή μνησικακίας εκ μέρους των κυρίαρχων τάξεων, η οποία σχετίζεται με την έλλειψη εγγύησης της εξουσίας τους. Μπορούμε να πούμε ότι δημοκρατία είναι το όνομα γι’ αυτή την εγγενή έλλειψη από την οποία «υποφέρει» η εξουσία. Σύμπτωμα της αντι-δημοκρατίας στη σημερινή Ευρώπη είναι η φρονηματική εμπέδωση μιας άκριτης ομοθυμίας γύρω από το αφήγημα της λιτότητας και του χρέους. Στόχος της συντηρητικής ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας είναι να αναχθεί το κράτος σε θεματοφύλακα της προτεραιότητας της «ελεύθερης αγοράς». Η πολιτική της «ασφαλειοποίησης», με όλες τις ξενοφοβικές συνδηλώσεις, μετατρέπεται σε συστατική διάσταση αυτού του συστήματος κυριαρχίας.

Είναι ακριβώς αυτή η όσμωση της νεοφιλελεύθερης εργαλειακής κουλτούρας με την ακροδεξιά και νεοναζιστική ατζέντα που έρχεται να απομειώσει και να υπονομεύσει την αγωνιστική σφαίρα της δημοκρατίας.

Αγωνιώντας να προασπίσουν το αυταρχικό ιδεοληπτικό δόγμα «δεν υπάρχει εναλλακτική», οι φορείς της μετα-δημοκρατίας επιχειρούν να εξωθήσουν την αριστερά, και μάλιστα την αριστερά που συμμετέχει στη διακυβέρνηση, σε αδυναμία υλοποίησης του προγράμματός της. Συσπειρώνονται ενάντια στη «διαφωνία» (Rancière) που εκπροσωπεί η αριστερά. Απέναντι σε αυτόν τον ασύμμετρο συσχετισμό δυνάμεων, η αριστερά καλείται να «σώσει οτιδήποτε αν σώζεται» και ταυτόχρονα να σφυρηλατεί τη «διαφωνία» της, δηλαδή μια αντι-ηγεμονία ριζοσπαστικής δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Και αυτό καλείται να το κάνει σε μια καθημερινή πράξη που, ακόμη και στις αναδιπλώσεις της, δεν αφίσταται από δομικές αξιακές δεσμεύσεις και δεν υποχωρεί από τους καταστατικούς δεσμούς με τις κοινωνικές της εκπροσωπήσεις.

Στη σκιά της αποδυνάμωσης του διεθνούς δικαίου και του μεταπολεμικού δικαιοκρατικού κεκτημένου (και στο προσφυγικό), το αίτημα για μια δημοκρατική πολιτική επανίδρυση της Ευρώπης είναι σήμερα επιτακτικό. Είναι σήμερα επιτακτικά απαραίτητο να αντιτάξουμε μια άλλη Ευρώπη: μια μη-ευρωκεντρική Ευρώπη, μια κοινωνική και πολιτική Ευρώπη των δικαιωμάτων, της αλληλεγγύης των λαών, της ασφαλούς διέλευσης, της φιλοξενίας, της ισότητας και της ελευθερίας όλων των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητος ο αναστοχασμός γύρω από το αν η Ευρώπη μπορεί και πρέπει να αποτελεί τον ορίζοντα της πολιτικής επιθυμίας της αριστεράς. Στην Ευρώπη και πέρα από αυτήν, χρειάζεται να μετατοπιστούν οι συσχετισμοί δυνάμεων έτσι ώστε να ανακοπεί ο φαύλος κύκλος της μετα-δημοκρατικής συντηρητικοποίησης, που σήμερα αποτυπώνεται στην εμμονή με τη λιτότητα και την ανόρθωση περιφράξεων στο όνομα μιας αμφιλεγόμενης και μονομερούς ασφάλειας.

Μέσα από τις αντιξοότητες του παρόντος και τα ερείπια της κρίσης, απέναντι στον αντιδημοκρατικό ορισμό της ελευθερίας (ως «ελεύθερη» δραστηριότητα του κεφαλαίου και ως ελευθερία επιλογής στην αγορά) εκ μέρους του νεοφιλελεύθερου λόγου, καλούμαστε να εμπλεκόμαστε σε μάχες ασύμμετρες, εξασφαλίζοντας έστω προσωρινές ανατάξεις σε όφελος των λαϊκών τάξεων και σταθμίζοντας πάντα το πολιτικό κόστος της ήττας για την αριστερά του παρόντος και του μέλλοντος. Που σημαίνει ότι εμπλεκόμαστε σε έναν διαρκή αγώνα αρχών και έναν διαρκή αγώνα επί των ορίων. Απέναντι στις δυνάμεις του δεξιού και ακροδεξιού συντηρητισμού σε Ελλάδα και Ευρώπη καλούμαστε να κρατάμε ζωντανή, ξανά και ξανά, την επαναστατική δυναμική της δημοκρατίας ως διαρκούς στάσης και αυτοθέσμισης, πέραν και εναντίον της μετα-πολιτικής και μετα-δημοκρατικής ορθοδοξίας των αγορών. Η πολιτική ανανεωτικής και ριζοσπαστικής ανα-διατύπωσης των δημοκρατικών κατακτήσεων, διεκδικήσεων και οραμάτων της Μεταπολίτευσης απαιτεί μια διαρκή συλλογική επινόηση του πολιτικού, βασισμένη στο αξιακό α-προϋπόθετο της κριτικής (και αυτοκριτικής) στάσης. Αυτή η πολιτική επιτελεστικότητα (μια πραγματικά «νέα Μεταπολίτευση»;) απαιτεί να παίρνουμε διαρκώς θέση ενάντια στο νεοφιλελεύθερο κεντρισμό: να παίρνουμε θέση στο όνομα των δημοκρατικών κατακτήσεων αλλά και της δημοκρατίας που δεν υπάρχει ακόμη, δηλαδή της ίδιας της δυνατότητας για μελλοντικές διεκδικήσεις και θεσμίσεις.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί επεξεργασμένο και αναθεωρημένο απόσπασμα του σχετικού άρθρου που δημοσιεύτηκε στον τόμο Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων (εκδ. Θεμέλιο, Δεκέμβριος 2015), τον οποίο επιμελήθηκαν ο Μάνος Αυγερίδης, η Έφη Γαζή και ο Κωστής Κορνέτης, και που κι αυτό με τη σειρά του αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ανακοίνωσης της Α. Α. στο συνέδριο με θέμα «Μεταπολίτευση: Από τη μετάβαση στη δημοκρατία, στην οικονομική κρίση;», το οποίο συνδιοργάνωσαν το περιοδικό Historein και το Ινστιτούτο Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου του Βερολίνου, με τη συνδρομή του Ιδρύματος Friedrich Ebert το Δεκέμβριο του 2012.

 

Η Αθηνά Αθανασίου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.