Ζορζ Σιμενόν «Το τραίνο», μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, εκδόσεις Άγρα, 2022
Όταν ξυπνάει εκείνο το πρωινό του Μαΐου του 1940 ο 32χρονος Μαρσέλ Φερόν, ο κατασκευαστής και πωλητής ραδιοφώνων σε μια πόλη κοντά στα σύνορα της Γαλλίας με το Βέλγιο, ανοίγει μια από τις συσκευές που έχει στο εργαστήριό του και που του επέτρεπαν να πιάνει βραχέα, προλαβαίνοντας τη γεμάτη αγωνία ερώτηση των γειτόνων του: «Μήπως είχαμε καμία είδηση σήμερα το πρωί, κύριε Φερόν;»
Εκείνο το πρωί, λοιπόν, ακούει την είδηση: «Τη νύχτα τα στρατεύματα του Ράιχ επιτέθηκαν μαζικά εναντίον…» Η είδηση αφορούσε την Ολλανδία, ο σταθμός που είχε πιάσει ήταν βελγικός, ο σταθμός του Παρισιού ήταν σιωπηλός, αλλά ήταν προφανές, είχε έρθει η ώρα: «τανκς πέρασαν τα βελγικά σύνορα λίγο πολύ σε όλα τα σημεία».
Λίγο λίγο η πόλη ξυπνάει, μέσα στην αγωνία και τις φήμες και τις φωνές «Έγινε! Επιτέθηκαν!». Και ξεσηκώνεται, πανικόβλητη: οι άνθρωποι αρχίζουν να φεύγουν «στον Νότο, οπουδήποτε».
Ο Μαρσέλ, ένας άνθρωπος που λέει «ουδέποτε ενδιαφέρθηκα για την πολιτική», βιώνει την απειλή του πολέμου ως μια «προσωπική υπόθεση» ανάμεσα στη μοίρα και σ’ αυτόν. Έχοντας ζήσει μεταξύ 14 και 18 ετών σε σανατόριο ως φυματικός, κουβαλώντας ένα βαθύ τραύμα από το παρελθόν (όταν στα δέκα του, στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου, είδε, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι συμβαίνει, τη μητέρα του να επιστρέφει σπίτι ολόγυμνη, με ξυρισμένα μαλλιά και με μια πομπή πίσω της να τη βρίζει, μόνο για να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει από την πόλη εγκαταλείποντάς τον), ζει μέσα σε μια παράξενη αποστασιοποίηση την πραγματικότητα που τον περιβάλλει: «ήμουν ένας άνθρωπος ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους που ανώτερες δυνάμεις θα τον ταρακουνούσαν όπως αυτές ήθελαν».
Στον σταθμό του τρένου, ο Μαρσέλ χωρίζεται από την έγκυο γυναίκα του και την κόρη του. Οι γυναίκες και τα παιδιά οδηγούνται σε άλλο βαγόνι. Αυτός όμως καταφέρνει να χωθεί σε ένα εμπορικό βαγόνι, στο ίδιο τρένο, και αρχίζει το ταξίδι προς τα νότια. Καθώς το χάος του πολέμου απλώνεται σαν μαύρο κύμα που απειλεί να προλάβει τα τρένα που φεύγουν, ο Μαρσέλ συνειδητοποιεί ότι τα βαγόνια χωρίζονται και η οικογένειά του ταξιδεύει για κάπου αλλού που δεν ξέρει. Ενώ οι πρώτες βόμβες αρχίζουν να πέφτουν, οι επιβάτες να βλέπουν για πρώτη φορά νεκρούς από τον πόλεμο, και γύρω τους να δημιουργείται μια κατάσταση όπου όλοι οι φραγμοί και οι αναστολές κατέρρεαν, όπου «δεν υπήρχαν πλέον κανόνες, σημεία αναφοράς», καθώς πλέον «όλα φάνταζαν πολύ φυσικά στο εξής», ο Μαρσέλ νιώθει να περνάει σε ένα άλλο επίπεδο όπου «οι αξίες του δεν είχαν τίποτα κοινό με αυτές της παλιάς μου ζωής».
Η νέα κατάσταση τους σοκάρει: «συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήμασταν πλέον άνθρωποι όπως όλοι οι άλλοι, αλλά πρόσφυγες». «Δεν είστε πλέον άνθρωπος», λέει (οργισμένος; τρομαγμένος;) ένας επιβάτης. Και, ταυτόχρονα, «λίγο μας ένοιαζε για όσους ξέμειναν στις αποβάθρες του σταθμού»…
Και μέσα σ’ αυτό το βαγόνι της αγωνίας, θα χωθεί κάποια στιγμή η Άννα, η Τσέχα Εβραία πρόσφυγας που δραπετεύει από το Βέλγιο. Και κάτι μοιάζει να ταράζει τα στάσιμα νερά της κανονικής ζωής του Μαρσέλ.
Σοφά στο συγκεκριμένο βιβλίο ο Σιμενόν, αυτός ο μέγας ανατόμος της ψυχής και των πιο σκοτεινών γωνιών της, κάνει την επιλογή να χρησιμοποιήσει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αποδίδοντας έτσι με τρόπο σχεδόν ασφυκτικό το κλίμα αγωνίας, φόβου, ανασφάλειας σ’ εκείνη την πορεία των φυγάδων προς το άγνωστο, με τον θάνατο να απλώνεται γύρω τους, δίπλα τους, πάνω τους. Μια πορεία που φαίνεται να αλλάζει τον αφηγητή, μέχρι που έρχεται η στιγμή της ανατριχιαστικής απόφασης που οδηγεί σε ένα τέλος, σκληρό, τρομακτικό, χωρίς χαραμάδες για φως μέσα στην κανονική ζωή.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και τη Ρόμι Σνάιντερ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Κώστας Αθανασίου