Macro

Αννέτα Καββαδία: Ζητείται επειγόντως αντιπολίτευση

Δεν χρειάζονται καν τα στοιχεία για να το επιβεβαιώσουν. Η καθημερινότητα είναι τόσο αποκαλυπτική που η γνωστοποίηση οποιασδήποτε έρευνας, μέτρησης, έκθεσης, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αποκαλύπτει την οικονομική δυσπραγία την οποία αντιμετωπίζουν εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα. Έτσι, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα οποία ο μέσος ετήσιος μισθός μειώθηκε στην Ελλάδα κατά 1.046 ευρώ το 2022 –συγκριτικά με το 2021– λόγω των ανατιμήσεων και της ακρίβειας, μόνο έκπληξη δεν προκαλούν. Το ότι η έκρηξη του πληθωρισμού το 2022 κόστισε στον μέσο μισθωτό πάνω από 1.000 ευρώ τον χρόνο –έναν ή και ενάμιση μισθό, δηλαδή– δεν είναι κάτι που κρύβεται, αφού μια απλή επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ, και όχι μόνο, το επιβεβαιώνει πανηγυρικά.
 
 
Μια του ψεύτη, δυο του ψεύτη
 
 
Φυσικά, από τον Σεπτέμβριο του 2021, που η ακρίβεια έκανε την εμφάνισή της, η κυβέρνηση καλύπτεται πάντα πίσω από την ίδια δικαιολογία: «Η ακρίβεια είναι εισαγόμενη». Αργότερα, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η δικαιολογία εμπλουτίστηκε προκειμένου να γίνει πιο πειστική: «Η ακρίβεια πλήττει όλη την Ευρώπη και οφείλεται στον πόλεμο στην Ουκρανία». Σε αυτό το πλαίσιο, και οι επικοινωνιακού χαρακτήρα επισκέψεις του Κυριάκου Μητσοτάκη σε σούπερ μάρκετ, όπου ελέγχει –υποτίθεται– τις τιμές και απειλεί –εδώ γελάνε– τους κερδοσκόπους με πρόστιμα. Επισκέψεις που μόνο ως κοροϊδία μπορούν, φυσικά, να εκληφθούν. Στο μεταξύ, η κυβερνητική «καραμέλα» παραμένει η ίδια: «Η εισαγόμενη ακρίβεια είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά, είναι ένα πρόβλημα πανευρωπαϊκό».
 
Μόνο που δεν είναι καθόλου έτσι. Και το αποδεικνύει με καθαρό και κατηγορηματικό τρόπο η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία σε έκθεσή της διαψεύδει, με στοιχεία, τον ισχυρισμό της κυβέρνησης. Σε αυτήν προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η ακρίβεια στην Ελλάδα θα κρατήσει τουλάχιστον μέχρι το 2025, «με τον συνολικό πληθωρισμό να διαμορφώνεται κατά μέσον όρο στο 4,3% το 2023, και παραμένοντας πάνω από το 2%, όριο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα». Επίσης, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, ο δείκτης τιμών στην Ευρωζώνη έπεσε, στα τέλη του ‘23, κάτω από το 3% (από 4,3%), ενώ στην Ελλάδα ο αντίστοιχος δείκτης ανήλθε, την ίδια περίοδο, στο 3,9%. Τι δείχνουν όλα αυτά τα στοιχεία; Ότι η κατάσταση των τιμών βελτιώνεται στην Ευρωζώνη, όμως στην Ελλάδα υπάρχει αναζωπύρωση, επομένως ο ισχυρισμός της κυβέρνησης περί εισαγόμενης ακρίβειας πέφτει στο κενό.
 
 
Κενό αντιπολίτευσης
 
 
Το τι λέει η κυβέρνηση, είναι ένα πράγμα. Το ότι όμως βρίσκει και τα λέει, βρίσκει και τα κάνει, είναι ένα άλλο, το πιο σημαντικό. Γιατί μπορεί ο κόσμος να είναι σε απόγνωση, μπορεί –όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις– να ιεραρχεί ψηλά τα προβλήματα της καθημερινότητας, με την ακρίβεια να φιγουράρει στην κορυφή, συνεχίζει ωστόσο να την εμπιστεύεται. Είτε γιατί τεχνηέντως εθίστηκε στη λογική των επιδομάτων, είτε όμως και γιατί την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση φαντάζει ανύπαρκτη, επιδερμική, χωρίς επεξεργασμένες προτάσεις που θα πρόσφεραν στους πολίτες τη θετική προοπτική και την ελπίδα που τόσο χρειάζονται.
 
Η εικόνα του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μόνο σε εικόνα εναλλακτικού, έναντι της ΝΔ, πολιτικού πόλου δεν παρέπεμπε. Απουσία οποιασδήποτε πολιτικής συζήτησης, μακριά από τα προβλήματα του κόσμου, σκηνές βγαλμένες από την πιο σκοτεινή παράδοση της βαθιάς συντηρητικής κουλτούρας, οριστικό διαζύγιο με ό,τι σηματοδοτούσε το, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, όνομα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Την ίδια ώρα, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ παραμένει στάσιμο, αδυνατώντας να παίξει τον ρόλο που το ίδιο φαντασιώνεται.
 
Και είναι αυτός ακριβώς ο συνδυασμός που αξιοποιεί η κυβέρνηση της ΝΔ με τον καλύτερο γι’ αυτήν τρόπο. Ελλείψει ισχυρής αντιπολίτευσης, νιώθει πως έχει τα χέρια της λυμένα, πως παίζει χωρίς αντίπαλο, πως αν αποφύγει κάποιο πολύ σοβαρό λάθος, τίποτα δεν πρόκειται να απειλήσει την παντοκρατορία της. Αυτό, μάλιστα, δίνει στον Κυριάκο Μητσοτάκη τη δυνατότητα –και εκεί είναι που χρειάζεται μεγάλη προσοχή– να προχωρήσει σε κινήσεις –μεταρρυθμίσεις τις ονομάζει ο ίδιος– που αλλιώς καμία κυβέρνηση δεν θα τολμούσε να κάνει (η κατάργηση, για παράδειγμα, των φοροαπαλλαγών, για την οποία μας προϊδέασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας –που συνήθως προαναγγέλλει αυτά που κάνει η κυβέρνηση αργότερα– αλλά και η μελλοντική αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, είναι ενδεικτικές του πνεύματος αυτών των… μεταρρυθμίσεων).
 
Αλλά και στο τώρα… Είναι ή δεν είναι η ακρίβεια, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα επί πληρωμή απογευματινά χειρουργεία, η κατάλυση του κράτους δικαίου (παρακολουθήσεις, Τέμπη, Slapp αγωγές, ψήφισμα ευρωκοινοβουλίου), κάποια μόνο από τα ζητήματα που θα έπρεπε να έχουν ήδη δημιουργήσει τις προϋποθέσεις όχι μόνο αλλαγής του κλίματος, αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης, αλλά και αναγέννησης του κινήματος; Και όμως, παρά τα επιμέρους ξεσπάσματα, παρά τις επιμέρους αντιπολιτευτικές φωνές, παρά το ότι η κυβέρνηση κοντεύει να ξεπεράσει το όριο της ελαστικότητας των κοινωνικών αντοχών –που αυτή τη στιγμή αποτελούν και τον βασικότερο αντίπαλο της ΝΔ– δεν φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, να υπάρχει η δυναμική εκείνη αντιπολίτευση η οποία να μπορέσει να αντιστοιχηθεί με μια υπαρκτή κοινωνική Αριστερά που αναζητά την πολιτική της εκπροσώπηση. Αν αυτό δεν εμπεδωθεί από εκείνες τις αριστερές δυνάμεις που, δυνητικά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν την εναλλακτική πρόταση, αν δεν εγκαταλειφθούν οριστικά επεξεργασίες και πρακτικές του παρελθόντος που έχουν ήδη καταδικαστεί στη συνείδηση του κόσμου, και αν δεν αναζητηθούν νέες, απόλυτα συμβατές με τα νέα επίδικα, η άνευ λογοδοσίας κυριαρχία της ΝΔ θα συνεχιστεί. Κι αυτό, δεν είναι απλώς θέμα συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων. Αλλά ισορροπίας και εύρυθμης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, στο οποίο ο ρόλος της αντιπολίτευσης είναι σημαίνων.

Αννέτα Καββαδία