Από τη στιγμή που έγινε γνωστός ο θρίαμβος του Γιάννη Αντετοκούνμπο, γράφτηκαν πολλά. Άλλα ειλικρινή, άλλα υποκριτικά. Λόγια καρδιάς, αλλά και λόγια ψυχρού υπολογισμού. Μέσα σε ένα βράδυ μετατράπηκαν σε φανατικούς θαυμαστές και υποστηρικτές του, οι ίδιοι που με τις πολιτικές και τις ιδεοληψίες τους καταδικάζουν στην αφάνεια παιδιά σαν το Γιάννη. Που αν δεν ήταν προικισμένος με αυτό το εξαιρετικό ταλέντο και δεν είχε τραβήξει την προσοχή του ΝΒΑ, αν δεν δούλευε όσο σκληρά δουλεύει, θα είχε –πιθανότατα– την τύχη που έχουν οι περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες. Που για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν (αν τα καταφέρουν), πρέπει να «φτύσουν αίμα». Και όσο κι αν είναι εξοργιστικό να βλέπεις να πανηγυρίζουν, προσπαθώντας να κλέψουν λίγη από τη λάμψη του, όσοι έμπρακτα επενδύουν στον ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο κάνοντας ό,τι περνάει από το χέρι τους για να δυσκολέψουν τη ζωή όσων απελπισμένων φτάνουν στη χώρα μας –υπενθυμίζω απλώς ότι η ΝΔ, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δύο φορές (το 2010 και το 2015) καταψήφισαν νομοσχέδια που αφορούσαν την παροχή ελληνικής ιθαγένειας σε παιδιά μεταναστών– ας μην υπάρχει καμία αυταπάτη: και γνωριζόμαστε και μνήμη διαθέτουμε. Ξέρουμε σε ποια πλευρά της Ιστορίας στέκεται ο καθένας και η καθεμιά. Και από αυτό κρινόμαστε.
Η αναφορά, ωστόσο, στον Γιάννη Αντετοκούνμπο δεν γίνεται απλώς ως υπενθύμιση του δικού του επιτεύγματος. Διατρέχοντας αυτές τις μέρες τα διθυραμβικά σχόλια στο διαδίκτυο, το μάτι μου έπεσε στο απολυτήριό του, από το 54ο Γυμνάσιο Αθηνών. Δεν θα σταθώ στην ένδειξη «αλλοδαπός» κάτω από τη λέξη «υπηκοότητα» (ναι, ο άνθρωπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα, όπως χιλιάδες άλλα παιδιά σαν κι αυτόν, δεν είχε το δικαίωμα να θεωρείται Έλληνας). Θα μείνω, λόγω επικαιρότητας, στη βαθμολογία του απολυτηρίου του. 12 και 8/13. Για τα δεδομένα της κυβέρνησης της ΝΔ, πολύ μακριά από τον ορισμό της «αριστείας». Ένα παιδί που δεν θα χώραγε στο καλούπι που φτιάχνει για χιλιάδες παιδιά και χιλιάδες οικογένειες η ιδεοληπτική λογική μιας ακραίας νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης, συνεπέστατη εκφραστής της οποίας είναι η σημερινή υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως. Ένα παιδί «αποτυχημένο» που δεν θα μπορούσε –και δεν θα έπρεπε, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό– να κυνηγήσει το όνειρό του για είσοδο στο πανεπιστήμιο. Γιατί «αντικειμενικά» δεν θα πληρούσε τα κριτήρια που κάποιοι «εκλεκτοί» –προερχόμενοι από ευκατάστατες, κατά κύριο λόγο, οικογένειες, οι οποίες πλήρωσαν αδρά για τις σπουδές τους– αποφάσισαν να θεσπίσουν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση της ΝΔ επιδεικνύει, και ομολογεί, με τέτοιο αλαζονικό τρόπο την ταξική της απέχθεια –κάποιοι μιλούν ακόμα και για μίσος– απέναντι στα παιδιά των λαϊκών οικογενειών που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν. Το ομολόγησε ευθαρσώς, άλλωστε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις 28/6: «Ναι, θα πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα: δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι στο πανεπιστήμιο». Για τους… πορφυρογέννητους, λοιπόν, η πρόσβαση στη γνώση –ως αυταξία και όχι απαραιτήτως συνδεδεμένη με την αγορά εργασίας– δεν είναι καθολικό δικαίωμα. Χιλιάδες παιδιά –παιδιά των στερήσεων, του πολύμηνου εγκλεισμού και της δύσκολα κερδισμένης γνώσης– μένουν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή εκτός σχολών πρώτης τους επιλογής, και δίνονται βορά στα συμφέροντα ενός στενού πυρήνα ημετέρων –των σχολαρχών, εν προκειμένω– που με τόση ζέση φροντίζει η υπουργός Παιδείας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων που μας κυβερνά, απεχθάνεται το δημόσιο πανεπιστήμιο. Και τα αίτια αυτής της απέχθειας, πέραν της αλλεργίας για τα λαϊκά στρώματα, θα πρέπει να αναζητηθούν –όσο και αν ακουστεί κλισέ– στην ιδεολογία της Δεξιάς σε σχέση με τον περιορισμό της κοινωνικής κινητικότητας και τα κοινωνικά στεγανά. Η πρόθεση και η αντίληψή τους για σχολεία πολλών ταχυτήτων, καθώς και η «σφαγή» εισακτέων που γίνεται αυτές τις μέρες, δεν είναι τίποτα άλλο από την ακραία απόληξη της δεξιάς ιδεοληψίας περί ψευδώνυμης αριστείας. Μεγαλωμένοι, οι περισσότεροι, σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, με το μέλλον τους προδιαγεγραμμένο, που ούτε είχαν, ούτε ήθελαν ποτέ να έχουν σχέση με τα παιδιά των δημόσιων σχολείων, που δεν σέβονται τη φοβερή αυτή δοκιμασία των πανελλαδικών εξετάσεων, η οποία περιλαμβάνει όλη την οικογένεια, δεν αισθάνονται την παραμικρή τύψη για τον αποκλεισμό του σχεδόν 1/3 όσων έδωσαν εξετάσεις, καθώς με βάση τη θεώρησή τους, «δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι στο πανεπιστήμιο».
Εμμονικά ιδεοληπτικοί, μεθοδεύουν ένα οπισθοδρομικό και αναχρονιστικό δημόσιο σχολείο, με εξοβελισμένα μαθήματα όπως αυτά της Κοινωνιολογίας και της Καλλιτεχνικής Παιδείας, αποδεικνύοντας το πώς αντιλαμβάνονται τον αταξικό (όπως θα έπρεπε να είναι) χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Η σύγχρονη Αριστερά έχει την ευθύνη να περιγράψει ένα σχολείο κι ένα πανεπιστήμιο που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Όχι στο οικονομίστικο επίπεδο ή στο επίπεδο μιας επίπλαστης «ανάπτυξης», αλλά στο πλαίσιο μιας απελευθερωτικής διαδικασίας. Τα θολά ιδεολογήματα και τα αμφίσημα της «οικονομίας της γνώσης» δεν εξυπηρετούν αυτή την προοπτική. Και σίγουρα δεν αφήνουν το περιθώριο να προτεραιοποιηθούν τα κεφαλαιώδη της εκπαίδευσης, της έρευνας, της δίκαιης ανάπτυξης, της προσωπικής και συλλογικής ευτυχίας.
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή