Macro

Αννέτα Καββαδία: Το ξέπλυμα βλάπτει σοβαρά τη δημοσιογραφία

Να διευκρινίσουμε εξαρχής ότι το παρακάτω άρθρο δεν μπαίνει στις νομικές διαστάσεις του θέματος που πραγματεύεται. Αυτή είναι δουλειά άλλων, των δικηγόρων εν προκειμένω.

Αν ασχολούμαστε με το ότι ο αστυνομικός που εμπλέκεται στην υπόθεση τράφικινγκ της Ηλιούπολης επέστρεψε στα καθήκοντά του, και μάλιστα έχει πάρει ξανά το όπλο του, είναι γιατί πέραν των προφανέστατων ερωτημάτων, αλλά και των αισθημάτων που προκαλεί μια τέτοια εξέλιξη, έχει σημασία και ο τρόπος που παρουσιάστηκε η είδηση από μερίδα του Τύπου.

Η υπόθεση είναι γνωστή. Στις 10 Ιουλίου 2021, η 19χρονη Ε. πηγαίνει και κρύβεται σε ένα καφέ, ζητώντας βοήθεια από τη σερβιτόρα του καταστήματος. Είναι η ίδια σερβιτόρα που την προηγούμενη ημέρα, έχοντας δει για πολλοστή φορά την κοπέλα με σημάδια από χτυπήματα, της είπε «Αν χρειαστείς βοήθεια, έλα σε μένα». Αφότου της προσέφερε άσυλο, παρατήρησε ότι ένας αστυνομικός την έψαχνε. «Τον είδαμε να είναι πάνω στη μηχανή του και να κάνει βόλτες, τότε κατάλαβα ότι αυτός την έψαχνε», κατέθεσε στο δικαστήριο η 25χρονη εργαζόμενη που πρώτα έκρυψε την Ε. στην τουαλέτα κι έπειτα στην αποθήκη του καταστήματος. Όταν τελικά πήγαν στο αστυνομικό τμήμα για βοήθεια, η κωλυσιεργία της αστυνομίας ήταν, όπως καταγγέλλεται, προκλητική.

Αποκαλύπτεται εκ των υστέρων πως η Ε. βιαζόταν από τον πατέρα της από τότε που ήταν 11 ετών, στη συνέχεια από τον πρώην σύντροφό της και πριν ολοκληρώσει την εφηβεία της, βρέθηκε στα χέρια ενός αστυνομικού, ο οποίος με πρόσχημα ότι θα τη βοηθήσει να φύγει από το σπίτι της, τη βίαζε, την ξυλοκοπούσε και την εξέδιδε.

Η υπόθεση απασχόλησε την ειδησεογραφία προκαλώντας έντονες αντιδράσεις κι ένα μεγάλο κύμα αλληλεγγύης στη 19χρονη.

Ο αστυνομικός, ο πρώην σύντροφος και ο πατέρας της Ε. οδηγήθηκαν στο δικαστήριο −το οποίο σημειωτέον ξεκίνησε 17 μήνες μετά τη σύλληψή τους, στο όριο δηλαδή παρέλευσης του 18μηνου προφυλάκισής τους− και μια υπόθεση που θα έπρεπε να εξεταστεί σε τουλάχιστον είκοσι δικάσιμες, συμπτύσσεται σε μόλις επτά. Η Ε. καταθέτει και εξετάζεται διά ζώσης, παρά το γεγονός ότι σε οδηγία της ΕΕ προβλέπεται η ανάγνωση της κατάθεσης για θύματα σωματεμπορίας, για την αποφυγή του επανατραυματισμού τους. Με μη ενσωματωμένη, ωστόσο, την οδηγία στο ελληνικό νομικό σύστημα, η Ε. καταθέτει ξανά, αντιμέτωπη με τους θύτες της και τους δικηγόρους τους, κεκλεισμένων των θυρών, δηλαδή με μόνη υποστηρικτική παρουσία αυτή των δικηγόρων της.

Ο αστυνομικός, που είναι ο βασικός κατηγορούμενος στην υπόθεση, κρίνεται πρωτόδικα στις 23/12/22 ένοχος για «εμπορία ανθρώπων κατ’ επάγγελμα προς τέλεση γενετήσιων πράξεων, τελεσθείσα κατά συρροή», για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και για οπλοκατοχή (ένοχος για το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπου κρίθηκε και ο πρώην σύντροφος της 19χρονης, ενώ αθωώθηκε ο πατέρας της) και αθωώνεται για τα αδικήματα του βιασμού σε βάρος της 19χρονης, της διακίνησης ναρκωτικών και της οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Του αναγνωρίζεται το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου και η ποινή κάθειρξης που του επιβάλλεται, 5,5 χρόνια, έχει ανασταλτικό χαρακτήρα.

Κι ενώ η υπόθεση εκδικάζεται εκ νέου σε δεύτερο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο, ο αστυνομικός επέστρεψε στην υπηρεσία του προχωρώντας μάλιστα και σε δηλώσεις που προκαλούν, κάνοντας λόγο για μια …πονεμένη ιστορία την οποία θέλει να αφήσει πίσω του.

Αυτά είναι σε συνοπτικές γραμμές τα γεγονότα. Τα οποία, ωστόσο, για κάποια σάιτς ερμηνεύονται κάπως έτσι: «Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, όλα αυτά, που κατήγγειλε η 19χρονη κοπέλα δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα» (πιστή αντιγραφή από δημοσιευμένα άρθρα).

Και μένεις να αναρωτιέσαι, στους πόσους βαθμούς ξεπλένονται ένοχοι και καλλιεργείται κλίμα επαναθυματοποίησης του θύματος όταν κατ’ επιλογή δεν προτάσσεται στο ρεπορτάζ η πρωτόδικη καταδίκη του αστυνομικού για σωματεμπορία και ενδοοικογενειακή βία; Στους πόσους βαθμούς ξεπλένεις εγκλήματα όταν γράφεις «όταν τον Ιούλιο του 2021 ξέσπασε η υπόθεση, είχε δημιουργηθεί ένα έντονο κλίμα λαϊκής συμπαράστασης για τα όσα δήλωνε πως βίωνε η 19χρονη, όμως η δικαστική απόφαση άλλαξε τα δεδομένα που είχαν γίνει γνωστά εκείνη την εποχή», όταν η Ε. έχει αναγνωριστεί ως θύμα τράφικινγκ από την ελληνική δικαιοσύνη, έχοντας πάρει και την απαραίτητη πράξη χαρακτηρισμού ως τέτοιο;

Φυσικά και δεν είναι η πρώτη φορά που μερίδα ΜΜΕ λειτουργούν ως «πλυντήρια». Ούτε είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται συγκάλυψη και ξέπλυμα. Από υποθέσεις βιασμών και ασέλγειας μέχρι τον διάχυτο σεξισμό και το ρατσιστικό κρεσέντο εναντίον κάθε λογής μειονότητας, προσφύγων και μεταναστών. Από το απυρόβλητο σε θεσμούς, όπως η αστυνομία, οι δικαστές και η εκκλησία, μέχρι την αποδεδειγμένη διαπλοκή με την πολιτική και οικονομική ελίτ. Από την αντιστροφή και παραμόρφωση της καθημερινότητας εκατομμυρίων πολιτών, μέχρι το σιγοντάρισμα και το χάιδεμα εγκληματικών φωνών −ποιος μπορεί να ξεχάσει τις αλήστου μνήμης τηλεοπτικές συν/ξεις με τον Μιχαλολιάκο και τα λάιφ στάιλ αφιερώματα στα πρωτοπαλίκαρα της Χρυσής Αυγής.

Είναι γεγονός πως η δημοσιογραφία στη χώρα νοσεί. Κι αν το έγκλημα στα Τέμπη –και οι πάνδημες κινητοποιήσεις που συνοδεύουν το αίτημα για δικαίωση− φαίνεται να αλλάζει την ατζέντα, να δημιουργεί νέα δεδομένα και να υποχρεώνει πια και κάποιους δημοσιογράφους να αναθεωρήσουν (μέχρι πότε μένει να φανεί) στάσεις και συμπεριφορές, είναι ευθύνη του ίδιου του δημοσιογραφικού κλάδου να προχωρήσει στην αυτοκάθαρσή του. Ακριβώς γιατί δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Και γιατί, τελικά, η ανάκτηση της χαμένης τιμής της δημοσιογραφίας είναι συστατικό στοιχείο της ίδιας της δημοκρατίας.

Αννέτα Καββαδία

Η ΕΠΟΧΗ