Παραφράζοντας τον Αντρέ Μπρετόν («ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση»), θα λέγαμε πως για την κυβέρνηση της ΝΔ η καταστολή είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση. Το συμπέρασμα δεν είναι αυθαίρετο, καθώς παρακολουθώντας κανείς το πώς επιλέγει να ασκήσει πολιτική σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου, γίνεται εύκολα αντιληπτή η συνειδητή άρνηση χρήσης οποιωνδήποτε άλλων ερμηνευτικών εργαλείων θα μπορούσαν να απαντήσουν στα φλέγοντα σημερινά προβλήματα.
Οι πρόσφατες εικόνες της βίαιης καταστολής κατά τη διάρκεια των πανεκπαιδευτικών συλλαλητηρίων –είναι χαρακτηριστική η αποτροπιαστική εικόνα της πεσμένης στο οδόστρωμα εκπαιδευτικού να δέχεται ωμή βία από… όργανο της τάξης– αλλά και τα προ ημερών βίαια επεισόδια στην Τήνο, που συνοδεύτηκαν από τραυματισμούς πολιτών, με αφορμή την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, δεν είναι παρά τα πιο πρόσφατα επεισόδια ενός σήριαλ σε συνέχειες, με συγκεκριμένο σενάριο και συγκεκριμένους πρωταγωνιστές.
Όλο και πιο δεξιά
Παρά το θετικό σήμα που εξέπεμψε η αναγκαστική, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αποπομπή του Κ. Μπογδάνου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως για τη σημερινή ηγεσία του κόμματος –για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, δηλαδή– η διολίσθηση σε σκληρές, ακροδεξιές, νεοφιλελεύθερες θέσεις, είναι μια απολύτως συνειδητή επιλογή. Φυσική απόληξη της οποίας συνιστά η επένδυση στην καταστολή, με όποια της μορφή. Παρατηρώντας με προσοχή τον τρόπο που διαχειρίζεται μείζονες κρίσεις –από την πανδημία και την εκπαίδευση μέχρι τα εργασιακά και την ακρίβεια– εύκολα διαπιστώνει κανείς την ευκολία και την άνεση με την οποία καταφεύγει σε αυτό που ξέρει να κάνει καλά: τον αυταρχισμό, τις απαγορεύσεις, την καταστολή, την περιφρονητική αλαζονεία. Όχι γιατί δεν έχει στο οπλοστάσιό του και άλλου είδους επεξεργασίες –προφανώς στις τάξεις της συντηρητικής παράταξης ευδοκιμούν και κεντροδεξιές προσεγγίσεις– αλλά γιατί η επιλογή να στρίψει το τιμόνι όλο και πιο δεξιά, δεν είναι κάποια παρόρμηση της στιγμής, αλλά ένα καλά δουλεμένο σχέδιο απολύτως συμβατό με την κοσμοθεωρία και την πολιτική του στόχευση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο φόβος ως καταλυτικός παράγοντας διαμόρφωσης κοινωνικών συμπεριφορών, αποτελεί ζητούμενο για τους σημερινούς ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου, καθώς εκτιμάται ότι έτσι θα καθυποταχθεί –αν και στόχος τους είναι να πνιγεί εν τη γενέσει του– ένα διογκούμενο κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας, απόρροια των εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Εργαλειοποίηση του φόβου
Με έναν πολύ δύσκολο χειμώνα να βρίσκεται προ των πυλών, με την κούρσα των ανατιμήσεων σε είδη πρώτης ανάγκης, στο ρεύμα, στο πετρέλαιο, στο φυσικό αέριο, να προοιωνίζεται πραγματικά δύσκολες στιγμές για χιλιάδες νοικοκυριά, με την αγορά να στενάζει, την ανεργία να καλπάζει, τα εισοδήματα να εξανεμίζονται, την πανδημία να ανατρέπει σταθερές και τους –εξαιτίας της– χιλιάδες θανάτους να πιστοποιούν την κυβερνητική αποτυχία στη διαχείρισή της, με τις δραματικές συνθήκες που επικρατούν στο ΕΣΥ, με την εκρηκτική κατάσταση στο χώρο της Παιδείας, με την προκλητική εξυπηρέτηση «ημετέρων», γνωρίζουν καλά στην κυβέρνηση πως είναι θέμα χρόνου να ξεσπάσει –ήδη τα πρώτα σημάδια έχουν κάνει την εμφάνισή τους– η συσσωρευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια. Κι αυτό ακριβώς θέλουν να αποφύγουν. Καταφεύγοντας σε κάτι που όχι μόνο ξέρουν να κάνουν καλά, αλλά το πιστεύουν κιόλας: στην καλλιέργεια ενός κλίματος έντονου φόβου, προκειμένου να ακυρωθεί κάθε προσπάθεια συλλογικής δημοκρατικής δράσης. Θα έλεγε κανείς πως υπάρχει ένα λεπτό νήμα που συνδέει όλες τις μορφές έκφανσης της κυβερνητικής πολιτικής και που μορφοποιείται –δημοσιογραφική αδεία– στο σχήμα «σφυρί–καρφί». Όπου «καρφί», οποιοδήποτε πρόβλημα, όποιας φύσης, όποιας αφετηρίας, όποιας αντιμετώπισης και αν χρήζει. Και «σφυρί», η εύκολη κυβερνητική επιλογή των απαγορεύσεων, της στοχοποίησης, του αυταρχισμού. Όχι ελλείψει άλλων εναλλακτικών, αλλά ως απόρροια συνειδητού πολιτικού σχεδιασμού.
Η καταστολή ως συστατικό στοιχείο της ΝΔ
Θα μπορούσαν τα πρόσφατα επεισόδια που πιστοποιούν την αναβίωση του φασιστικού φαινομένου, να αποτελέσουν τροχοπέδη σε αυτή την κυβερνητική επιλογή; Δύσκολη η απάντηση. Αν και όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι αυτό είναι το λιγότερο πιθανό σενάριο. Η ισχυρότατη ακροδεξιά συνιστώσα της ΝΔ, η επιβράβευση με υπουργικούς θώκους φορέων της ακροδεξιάς ιδεολογίας, η διαιώνιση της θεωρίας των δύο άκρων, η επίκληση του «λάθος χώρου και χρόνου» ως το επίσημο αφήγημα σε σχέση με τις δηλώσεις και την αποπομπή Μπογδάνου, δεν επιτρέπουν περιθώρια αισιοδοξίας. Διαχρονικά έχει, άλλωστε, καταδειχθεί πως η καταφυγή στην καταστολή αποτελεί για τη Δεξιά, συστατικό στοιχείο της φυσιογνωμίας της. Νιώθει άνετα με αυτό, δεν έχει δεύτερες σκέψεις ως προς την αποτελεσματικότητά της, διευκολύνει τη συνεννόηση με τα –εκ δεξιών της– ακροατήρια. Μένει, λοιπόν, να αποδειχθεί αν η δεξιά παράδοση θα συνεχιστεί λειτουργώντας είτε αποτρεπτικά –ενόψει μελλοντικών κινητοποιήσεων– είτε δηλωτικά προς τέρψη, και άγρα, ακροδεξιών ψήφων. Τα μέχρι σήμερα πάντως δείγματα γραφής, καθιστούν ρητορικό το ερώτημα. Η αντιμετώπιση, για παράδειγμα, των εκπαιδευτικών στα συλλαλητήρια δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς τις προθέσεις γι’ αυτό και έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα επιλέξει να κινηθεί η νέα ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ενόψει εμβληματικών ημερομηνιών, όπως είναι η επέτειος του Πολυτεχνείου ή η επέτειος της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το δόγμα «νόμος και τάξη» διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της κυβερνητικής πολιτικής: επιβολή δια της καταστολής σε ένα αφήγημα υποδαύλισης φοβικών συνδρόμων. Το αν θα είναι και αποτελεσματικό εξαρτάται –όχι βεβαίως αποκλειστικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό– από την ικανότητα των αριστερών, δημοκρατικών δυνάμεων –και των ηγεσιών τους– να πείσουν πως αποτελούν την εναλλακτική πρόταση. Αλλά και από την ωριμότητα όλων μας να αναγνωρίσουμε πως ο σκληρός, ορμπανικών χαρακτηριστικών, νεοφιλελευθερισμός της κυβέρνησης απαιτεί, μεταξύ άλλων, αναγέννηση του κινήματος και πίστη στο ιδεολογικό μας οπλοστάσιο. Ο δρόμος, άλλωστε, δεν πρόδωσε ποτέ κανέναν…
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή