Macro

Αννέτα Καββαδία: Τελευταία γραμμή άμυνας

Αναρωτιέται, σε ένα σημείο του βιβλίου του «Η τυραννία των ΜΜΕ» (μτφ.Φωτεινή Μουρκούση-εκδόσεις Πόλις), ο Ιγνάσιο Ραμονέ : «Για ποιο λόγο κατέρρευσε αυτή η ευγενής αντίληψη για τη δημοσιογραφία; Πώς περάσαμε από ένα είδος εξύμνησης του δημοσιογράφου, του ήρωα της σύγχρονης κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στη σημερινή κατάσταση όπου, έχοντας γίνει πια το «νέο τσοπανόσκυλο», κατέχει την πρώτη θέση στην κλίμακα της ντροπής

 

Ένα ιδιότυπο ντιμπέιτ

Το, υπαρξιακό για τους ίδιους τους δημοσιογράφους, ερώτημα επανέρχεται επιτακτικά με αφορμή, αυτή τη φορά, την αγωγή του Αλέξη Τσίπρα εναντίον των δημοσιογράφων Κουρτάκη-Παπαχρήστου και τις αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε. Μια κίνηση που, με φόντο και τη σκανδαλωδώς βιαστική ανακοίνωση της ΝΔ, πυροδότησε ένα ιδιότυπο ντιμπέιτ στη δημόσια σφαίρα με ερωτήματα όπως :

– Είναι δυνατόν ένας πολιτικός να στέλνει δημοσιογράφους στα δικαστήρια;

– Δεν επιβάλλεται να είναι ανθεκτικός στην κριτική; Μπορεί να χρησιμοποιεί την ισχύ του για να φιμώσει τη δημοσιογραφική φωνή;

– Πού σταματά η δημοσιογραφική κριτική και ο έλεγχος στην εκάστοτε εξουσία και πού ξεκινά η συκοφαντία, η σπίλωση και η δολοφονία χαρακτήρων;

– Υπάρχει ή δεν υπάρχει υποχρέωση αλήθειας στην παράθεση γεγονότων;

– Ποια είναι η ενδεδειγμένη αντίδραση του θιγόμενου όταν δεν υπάρχει ανασκευή διαπιστωμένα ψευδούς είδησης;

– Ως πού φτάνουν τα όρια ανοχής απέναντι σε διαρκώς επαναλαμβανόμενες κατασκευασμένες ειδήσεις οι οποίες αν και με στοιχεία διαψεύδονται, ουδέποτε ανασκευάζονται; (Και που όταν ανασκευάζονται, χρειάζονται…κιάλια για να τις διακρίνει κανείς)

Ερωτήματα η απάντηση των οποίων πρέπει ενδεχομένως να αναζητηθεί στην ελληνική πραγματικότητα – σε ό,τι αφορά την πολυφωνία και τον πολιτικό πλουραλισμό στο χώρο των ΜΜΕ – και η οποία εύγλωττα αποτυπώθηκε σε πρόσφατο (19/1/21) άρθρο της βελγικής ιστοσελίδας La Libre, με τίτλο : «ο έλληνας πρωθυπουργός ενισχύει τον έλεγχό του επί των ΜΜΕ» γράφοντας χαρακτηριστικά ότι ελέγχει ήδη το 80% αυτών.

Μια διαπίστωση που έρχεται να προστεθεί στα στοιχεία έρευνας σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα, μαζί με την Ουγγαρία, βρίσκεται στην τελευταία τριάδα των ευρωπαϊκών χωρών σχετικά με την κάλυψη και τη μετάδοση των θέσεων και των απόψεων της αντιπολίτευσης.

 

Ενημέρωση επί παραγγελία

Ερωτήματα η απάντηση των οποίων συναρτάται όμως άμεσα και με τον ορισμό της δημοσιογραφίας στις μέρες μας.

Στο ίδιο βιβλίο (Η τυραννία των ΜΜΕ), ο Ιγνάσιο Ραμονέ υποστηρίζει : «αυτό που στην πραγματικότητα κυριαρχεί στα έντυπα και στα οπτικοακουστικά μέσα ενημέρωσης είναι η δουλοπρεπής δημοσιογραφία, οι βιομηχανικοί και οικονομικοί όμιλοι, το μοντέλο της αγοράς, τα διαπλεκόμενα… Μια μικρή ομάδα πανταχού παρόντων δημοσιογράφων επιβάλλει τον δικό της ορισμό για την ενημέρωση-εμπόρευμα, σε ένα επάγγελμα ολοένα και πιο ευάλωτο εξαιτίας του φόβου της ανεργίας. Εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κυρίαρχων του κόσμου. Είναι τα νέα «τσοπανόσκυλα». Για να προσθέσει, λίγο πιο κάτω, ο Patrick Champagne : «ο κλάδος των ΜΜΕ κατακτήθηκε, με τη σειρά του, από το νεοφιλελευθερισμό και η ενημέρωση τείνει να ανατίθεται ολοένα και περισσότερο εν είδει υπερεργολαβίας σε επισφαλείς δουλοπάροικους δημοσιογράφους που εργάζονται φασόν και κατασκευάζουν μια ενημέρωση επί παραγγελία».

Ας σταθούμε στο τελευταίο : «ενημέρωση επί παραγγελία».

Παλιότερα, ενημερώνω σήμαινε παρέχω όχι μόνο την ακριβή, και επαληθευμένη, περιγραφή ενός γεγονότος, αλλά και ένα σύνολο παραμέτρων και συμφραζομένων που θα επιτρέψουν στον αναγνώστη/τηλεθεατή να κατανοήσει τη βαθύτερη σημασία του. Ποιος έκανε τι; Πότε; Πού; Πώς; Γιατί; Με ποια μέσα; Κάτω από ποιες συνθήκες; Ποιες είναι οι συνέπειες;

Αν συμφωνήσουμε πως η ενημέρωση είναι μια κοινωνική άσκηση που στοχεύει στη διαμόρφωση πολιτών, πόσο αξίζουν τον τίτλο του δημοσιογράφου άνθρωποι που ανερυθρίαστα όχι μόνο δεν αγωνιούν για τον «παιδευτικό» ρόλο που θα έπρεπε να έχουν αλλά αντιθέτως γίνονται, απολύτως συνειδητά, η εμπροσθοφυλακή ενός μηχανισμού που υποτίθεται πως θα έπρεπε να ελέγχουν; Πένες, μικρόφωνα και πληκτρολόγια σε διατεταγμένη υπηρεσία, μέθοδοι εξόντωσης του αντιπάλου βγαλμένες από σκηνές ιταλικής ταινίας, πνίξιμο κάθε αντίθετης άποψης.

 

Η δικαστική οδός

Απέναντι σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, ποια είναι λοιπόν η ενδεδειγμένη μορφή αντίδρασης; Πώς μπορεί ο πολιτικός που βάλλεται, να υπερασπιστεί το όνομα και την αξιοπρέπειά του όταν είναι σχεδόν αδύνατο, ακόμα και γι΄αυτόν, να αντιμετωπίσει τη λάσπη και τα fake news; Όταν οι μηχανισμοί που είναι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο τήρησης της δεοντολογίας, δεν ανταποκρίνονται στο ρόλο τους;

Προφανώς η δικαστική οδός οφείλει να είναι η τελευταία γραμμή άμυνας. Υπάρχουν, ωστόσο, στιγμές που δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Και είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως για τον Αλέξη Τσίπρα, αυτή δεν ήταν μια εύκολη απόφαση. Την πήρε, άλλωστε, αφού εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια προκειμένου οι συντάκτες μιας προδήλως ψευδούς και συκοφαντικής είδησης να ανακαλέσουν. Δεν το έκαναν. Ως εκ τούτου, η συνέχεια φάνταζε μονόδρομος.

Ζούμε σε μια χώρα που – παρά τις φιλότιμες προσπάθειες «ανώνυμων» δημοσιογράφων να υπηρετήσουν το λειτούργημα με ήθος και αρχές – η ενημέρωση τείνει να γίνει συνώνυμο της προπαγάνδας, της αθλιότητας και του τραμπουκισμού. Σε μια χώρα που το συνδικαλιστικό όργανο των δημοσιογράφων – η πλειοψηφία του ΔΣ, ακριβέστερα αφού η «Συσπείρωση Δημοσιογράφων-Δούρειος Τύπος» εξέφρασε ανοιχτά την αντίθεσή της – με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση, υποτάσσεται σε μικροκομματικά παιγνίδια, επιλέγει να κλείσει τα μάτια στο απολύτως ελεγχόμενο και προκλητικά μονοφωνικό μιντιακό τοπίο και προσπερνά το δικό του μερίδιο ευθύνης στη συνεχιζόμενη απαξίωση του κλάδου.

Μόνο που η ποιότητα της ενημέρωσης – ευθύνη, πρωτίστως, των λειτουργών της να την προστατεύσουν – χαρακτηρίζει την ποιότητα της ίδιας της Δημοκρατίας. Και με εκφρασμένη τη βούληση της κυβέρνησης να χτυπήσει αλύπητα κάθε είδους δικαιώματα, είναι αξιακό και πολιτισμικό χρέος όλων – και όχι μόνο των δημοσιογράφων – να ορθώσουν ανάστημα.

Αννέτα Καββαδία

Πηγή: Η Εποχή