Ολα ξεκίνησαν ως ένα φοιτητικό αστείο. Η δημιουργία των social media ήταν αποτέλεσμα της ευρηματικότητας κάποιων φοιτητών, οι οποίοι κατάφεραν να «πουλήσουν» κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι ψάχνουν συνεχώς: νέες γνωριμίες και ελευθεροστομία. Με άλλα λόγια, έδωσαν τη δυνατότητα σε ανθρώπους απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης να γνωρίσουν νέους ανθρώπους και να πουν την άποψή τους χωρίς να υπόκεινται σε περιορισμούς και, κυρίως, χωρίς να πληρώσουν ούτε ένα δολάριο/ευρώ.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Και σε μια εποχή που πολιτική και επικοινωνία βρίσκονται σε διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης, ήταν περίπου νομοτελειακό αυτή η δυνατότητα μαζικής και γρήγορης δικτύωσης όχι μόνο να επηρεάσει, αλλά και να αλλάξει τη φύση της πολιτικής και των εκλογών. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το Facebook, ή οποιοδήποτε άλλο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, είναι μια μεγάλη πλατφόρμα marketing. Κάπως έτσι, λοιπόν, χιλιάδες εταιρείες διαχείρισης πολιτικών εκστρατειών πλήρωσαν εκατομμύρια σε αυτές τις διαδικτυακές πλατφόρμες, ώστε να προβάλουν τις διαφημίσεις της μίας ή της άλλης πολιτικής παράταξης στους δισεκατομμύρια χρήστες τους. Δεν είναι μυστικό, για παράδειγμα, ότι η άνοδος του Τραμπ έχει συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με το Twitter, ενώ τα fake news έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης σε ό,τι αφορά το Brexit: δύο ιστορικά βαρυσήμαντα γεγονότα όπου η «ψηφιακή χειραγώγηση» των ψηφοφόρων έφτασε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, όπως άλλωστε προκύπτει από τη διαβόητη υπόθεση αλίευσης προσωπικών δεδομένων Cambridge Analytica.
Νέα ψηφιακή πολιτεία
Προχωράμε αναμφισβήτητα προς την εποχή μιας νέας ψηφιακής πολιτείας. Το αποδεικνύουν οι πάνω από 2 δισεκατομμύρια χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και το εντυπωσιακότατο ποσοστό 48% του πληθυσμού –πρακτικά ο μισός πληθυσμός του πλανήτη– που με κάποιο τρόπο συνδέεται στο διαδίκτυο. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα άφηνε ανεπηρέαστο τόσο το πεδίο της πολιτικής, όσο και το πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας.
Σε συνθήκες άνθησης, λοιπόν, της «πολιτικής βιομηχανίας», όπου επικοινωνιολόγοι, σύμβουλοι, διαφημιστές επιδίδονται στη μάχη του πολιτικού ανταγωνισμού για την προσέλκυση των ψηφοφόρων-καταναλωτών, υπάρχουν τέσσερις προσεγγίσεις ως προς το φαινόμενο της πολιτικής επικοινωνίας:
-Η εργαλειακή προσέγγιση εκλαμβάνει το πεδίο των ΜΜΕ ως το μέσο διά του οποίου οι πολιτικοί θα χειραγωγούν την κοινή γνώμη.
-Η οικουμενική προσέγγιση αφορά μια διαδικασία-αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτικών και πολιτών ως προς τη μετάδοση και ανταλλαγή πληροφοριών.
– Η ανταγωνιστική προσέγγιση όπου οι δρώντες επιδίδονται σε έναν ανταγωνισμό με στόχο την επιρροή και την ποδηγέτηση της κοινής γνώμης μέσω των κυρίαρχων μέσων επικοινωνίας.
– Η διαλογική προσέγγιση η οποία αποσκοπεί στην ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση των πολιτών στη δημόσια σφαίρα, στο πλαίσιο της διαβούλευσης και του δημοκρατικού διαλόγου.
Σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες εμπίπτουν τα social media, τα οποία δίνουν (;) περιθώρια για την ένταξη του κοινού στην πολιτική επικοινωνία. Είναι όμως έτσι; Υπάρχει πράγματι η δυνατότητα καθοριστικής παρέμβασης στα τεκταινόμενα; Η απάντηση δεν είναι ούτε απλή, ούτε εύκολη.
Ναι, είναι αλήθεια πως μέσα από το μαζικό κάλεσμα στο διαδίκτυο οργανώθηκαν τα κινήματα των Αγανακτισμένων στην Ελλάδα και την Ισπανία, αλλά και το κίνημα της Occupy Wall Street.
Ναι, είναι αλήθεια πως η κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει πίσω σειρά ειλημμένων αποφάσεων –επιδότηση προγραμμάτων επιμόρφωσης, κάμερες στις τάξεις, παρουσία Στεφανή στις εκδηλώσεις στον Γράμμο, παροχή δωρεάν μασκών στα σχολεία κλπ– ή να προχωρήσει σε άλλες, όπως πχ η «εκπαραθύρωση» υπουργών λόγω ψευδών τίτλων σπουδών, μετά τη θύελλα αντιδράσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ναι, είναι αλήθεια πως σε περιβάλλον απόλυτα ελεγχόμενης πληροφόρησης -με τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αδρά επιδοτούμενα από τον κρατικό κορβανά, να αποτελούν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, το μακρύ χέρι της κυβέρνησης– η παρουσία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης υποκαθιστά, εν πολλοίς, το ρόλο των παραδοσιακών ΜΜΕ δημιουργώντας μια νέα «ισορροπία δύναμης».
Ναι, είναι αλήθεια πως η εξοικείωση των νέων ανθρώπων με τις νέες τεχνολογίες και η επιλογή του διαδικτύου ως μοναδικής, σχεδόν, πηγής πληροφόρησής τους, δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Πώς θα ξεπεραστούν οι κίνδυνοι;
Ανακύπτουν, ωστόσο, συγκεκριμένα ερωτήματα:
Είναι δυνατόν το διαδίκτυο να καλύψει την ανάγκη διαλόγου και ζώσας παρέμβασης;
Μπορούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να υποκαταστήσουν τις συλλογικές λειτουργίες ενός δρώντος κομματικού σχηματισμού;
Πώς θα διασφαλιστεί η παραγωγική, δημιουργική και εν τέλει, συνθετική ανταλλαγή απόψεων χωρίς… κραυγές, κατάρες και αναθέματα;
Πώς θα τιθασευτεί η εγωπάθεια, ο ναρκισσισμός, η εξάρτηση από τα like, η ψευδαίσθηση του διαμορφωτή εξελίξεων που δημιουργεί η τυφλή αποδοχή από έναν κύκλο ομοϊδεατών χειροκροτητών;
Πώς θα αποφευχθεί η ανθρωποφαγία, ο ξεπεσμός σε λεξιλόγιο και συμπεριφορές που κάθε άλλο παρά προάγουν τον πολιτικό πολιτισμό;
Πώς θα αναιρεθεί η, ευρέως διαδεδομένη, αντίληψη της «εδώ και τώρα» αντίδρασης που (θεωρείται ότι) απαιτεί το ίδιο το μέσο κοινωνικής δικτύωσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την αξία και τη συμβολή της στο δημόσιο διάλογο;
Είναι σαφές πως η συνάντηση κοινωνίας-πολιτικής στο τεχνοδικτυακό περιβάλλον συντελείται ήδη. Η ένταξη της κοινωνίας των πολιτών στο πολιτικό σύστημα οφείλει να παραμένει ζητούμενο και υπ’ αυτή την έννοια τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να είναι τα εργαλεία συνάντησης της κοινωνίας με την πολιτική. Υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι απλώς τα εργαλεία και δεν θα υποκαταστήσουν, επ’ ουδενί, την ανάγκη δια ζώσης παρουσίας και επεξεργασίας πολιτικών θέσεων και προτάσεων. Γιατί η πολιτική –και οι πολιτικοί- οφείλουν να αξιοποιούν όλα τα μέσα, αλλά η μεν να μην υπαγορεύεται και οι δε να μην γίνονται έρμαια των μέσων αυτών.
Η Αννέτα Καββαδία είναι μέλος ΚΕ ΣΥΡΙΖΑ, π. βουλεύτρια, δημοσιογράφος
Πηγή: Η Εποχή