Να τα λέμε πάντως κι αυτά: μαθαίνουμε τα του ΟΠΕΚΕΠΕ γιατί κάποια ευρωπαία εισαγγελέας αποφάσισε να κάνει απλώς τη δουλειά της. Ναι, η ίδια εισαγγελέας, η Λάουρα Κοβέσι, στην οποία είχε επιτεθεί ο Άδωνις Γεωργιάδης τον περασμένο Μάρτιο –ζητώντας την αποπομπή και την τιμωρία της– όταν αυτή κατήγγειλε την κυβέρνηση της ΝΔ ότι μπλοκάρει τις έρευνες για το έγκλημα στα Τέμπη. Από την ευρωπαϊκή εισαγγελία, λοιπόν, και όχι από την ελληνική δικαιοσύνη η αποκάλυψη του σκανδάλου και τα όσα ακολούθησαν –και ακολουθούν. Πράγμα που απλώς ενισχύει τη γνώμη, μη ρωτήσετε ποια είναι αυτή, των πολιτών για τον τρόπο που ασκούν τα καθήκοντά τους, για τις διασυνδέσεις και τη σχέση διαπλοκής με την κυβερνητική εξουσία, μεγάλη μερίδα δικαστικών λειτουργών στη χώρα.
Αννέτα Καββαδία: Σκάνδαλο ή δεξιά κανονικότητα;
Με τις λέξεις «Φραπές» και «Χασάπης» να επανανοηματοδοτούνται στο συλλογικό ασυνείδητο, μετά τη γνωστοποίηση των εξωφρενικών διαλόγων, είναι να αναρωτιέται πάντως κανείς αν η συγκεκριμένη υπόθεση είναι ακριβές να ονομάζεται σκάνδαλο ή αν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως η κανονικότητα μιας δεξιάς κυβέρνησης, όπως η ΝΔ, που έχει αποδείξει πως οι όροι, το πλαίσιο και οι κανόνες λειτουργίας της διέπονται από αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά: εκβιασμοί, εκφοβισμοί και εξαγορά, τελικά, ψήφων. Και που καλλιεργεί, χωρίς ντροπή, την πεποίθηση ότι αυτή είναι η «συνήθης πρακτική», ότι έτσι «παίζεται το παιγνίδι», ότι χωρίς «εξυπηρετήσεις» τόσο προς τα πάνω όσο και προς τα κάτω, δεν βλέπεις άσπρη μέρα.
Με τους μεν «από κάτω» είτε να προσβλέπουν στο «δώσε και σ΄εμένα μπάρμπα» –σ΄ένα σύστημα εξουσίας που έχει χτιστεί και βασίζεται εν πολλοίς στις πελατειακές σχέσεις– είτε να αδυνατούν, λόγω απογοήτευσης, κούρασης, φόβου αλλά και οφθαλμοφανούς έλλειψης αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης, να αντιδράσουν.
Τους δε «από πάνω», τους κάθε λογής «από πάνω», να συμπεριφέρονται ως οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της χώρας χωρίς να κρατούν καν τα προσχήματα. Να υπενθυμίσουμε, για του λόγου το αληθές, αυτό που έγραφε στις 11/10/2024 η εφημερίδα Εστία – Η Εστία, όχι κάποιο αριστερόστροφο έντυπο. «Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2019», έγραφε, «ήταν η “βιτρίνα” ενός μεγάλου πολιτικού και επιχειρηματικού συνασπισμού συμφερόντων. Συνασπισμού με οριζόντιες διακλαδώσεις στα ΜΜΕ και το βαθύ κράτος που είχε ως δέλεαρ τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ». «Τότε», σημείωνε ο αρθρογράφος, «ήταν ο εγγυητής της δίκαιης μοιρασιάς ανάμεσα στα συμφέροντα, σήμερα όμως έπαψε να είναι, γι’ αυτό υπάρχουν ισχυρές ρωγμές στο σύστημα εξουσίας».
«Στα κάγκελα» λοιπόν η κοινωνία για το χυδαίο, το προκλητικό φαγοπότι. Και ορθώς, ορθότατα. Αν και, μεταξύ μας, αν μια κυβέρνηση έχει δώσει δείγματα γραφής είτε με την ενσωμάτωση του φασιστικού παρακράτους στον προεκλογικό της αγώνα («Μακεδονικό»), είτε με τις μαφιόζικης κοπής υποκλοπές, είτε με το προφανές παραδικαστικό κύκλωμα, είτε με κάποιου είδους σύνδεση με κυκλώματα τράφικινγκ, ε δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς που τα τσέπωναν κιόλας.
Προκύπτει ωστόσο ένα ερώτημα: με εξαίρεση το έγκλημα στα Τέμπη –κι αυτό γιατί οι συγγενείς των θυμάτων έδιναν τον τόνο– γιατί η ίδια κοινωνία, για την πλειονότητα μιλάμε, δεν ανέβηκε με την ίδια αγανάκτηση στα κάγκελα για τις υποκλοπές, για το έγκλημα της Πύλου, για την εναλλαγή ακροδεξιών υπουργών στο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, για την ανεξιχνίαστη δολοφονία Καραϊβάζ, για την ακρίβεια που διαλύει τον κοινωνικό ιστό; Γιατί η ίδια κοινωνία όχι μόνο κλείνει τα μάτια αλλά ενισχύει λογικές παραοικονομίας, γιατί επιβραβεύει «πλυντήρια» μαύρου χρήματος, γιατί αντιμετωπίζει περίπου ως… φυσικό φαινόμενο τις σχέσεις διαπλοκής μεταξύ επιχειρηματιών του αθλητικού ή του μιντιακού χώρου με πολιτικούς, εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, της Δικαιοσύνης, της Αστυνομίας; Έχει να κάνει με μια αντικειμενική αδυναμία αντίδρασης ή υποκρύπτεται και κάποιου είδους συμμετοχή;
Κακά τα ψέματα, είναι ή δεν είναι όλα αξιακά ζητήματα; Ή όταν «μιλάνε» τα ποσά προκύπτει η διαφορά μεταξύ τιμής και αξίας; Μήπως η αίσθηση ότι «με κλέβουν» υποκρύπτει, πέρα από το προφανές, και το «κοίτα πόσο μάγκες είναι οι άλλοι, γιατί όχι κι εγώ;», γι΄αυτό και η τέτοιας έντασης αγανάκτηση; Μήπως, τελικά, αυτή η χρόνια και συστηματική μεθόδευση της καθεστηκυίας τάξης να αποδυναμωθεί η αίσθηση του δικαίου στον λαϊκό παράγοντα, έπιασε τόπο;
Στο βιβλίο του «Μεταδημοκρατία» (εκδόσεις Εκκρεμές, εισαγωγή-μετάφραση Αλέξανδρος Κιουπκιολής) ο βρετανός κοινωνιολόγος Κόλιν Κράουτς, επιχειρεί, χρησιμοποιώντας τον συγκεκριμένο όρο, να αποδομήσει την κυρίαρχη ρητορική που θριαμβολογεί υποστηρίζοντας ότι η δημοκρατία ζει σήμερα μία από τις καλύτερες στιγμές της. Μιλά για τα πολλά και ανησυχητικά συμπτώματα παρακμής: γενική ανυποληψία των πολιτικών, πτώση της συμμετοχής των πολιτών στα κόμματα, στις εκλογές και στις πολιτικές συζητήσεις, ενίσχυση του πολιτικού ρόλου των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, υποχώρηση των εξισωτικών ιδεών, αδυναμία του πολιτικού συστήματος να εκπροσωπεί τους πιο αδύνατους κοινωνικούς τομείς, άνοδος αντιπολιτικών κινημάτων κ.ο.κ. Εντοπίζοντας ως κύρια αιτία της παρακμής της δημοκρατίας τις μεγάλες ανισότητες που διέπουν σήμερα τις σχέσεις ανάμεσα στα επιχειρηματικά συμφέροντα και σχεδόν όλες τις άλλες κοινωνικές ομάδες, στέκεται ιδιαίτερα στην παθητική στάση, στον ρόλο του χειραγωγούμενου θεατή στον οποίο περιορίζεται η πλειονότητα των πολιτών. Και αυτό που προτείνει ως απάντηση στον μεταδημοκρατικό εκφυλισμό, είναι τα κλασικά δημοκρατικά αντίδοτα: εμπιστοσύνη στην κοινωνική σύγκρουση και στα ριζοσπαστικά κινήματα, μεταρρύθμιση και αναζωογόνηση των κομμάτων, αποκατάσταση της δημόσιας δράσης και της δημόσιας υπηρεσίας, επινόηση νέων μορφών δημοκρατικής συμμετοχής στην πολιτική ζωή.
Σωστά. Μόνο που η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου προϋποθέτει βούληση, έμπνευση, σαφές πολιτικό σχέδιο. Εξίσου όμως, προϋποθέτει και ένα κοινωνικό σώμα που στην πλειονότητά του θα διέπεται από αρχές και κώδικες που δεν θα επιτρέπουν, δεν θα ανέχονται –πολύ δε περισσότερο δεν θα συμμετέχουν- σε κάθε είδους δυσώδες αλισβερίσι –όχι μόνο οικονομικής αλλά αξιακής, ιδεολογικής, πολιτισμικής φύσης. Κι αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση.