Γιατί ενοχλήθηκαν σε τέτοιο βαθμό οι ένοικοι του Μεγάρου Μαξίμου από την επιτυχία του Μιθριδάτη;
Είναι μόνο το γεγονός ότι το επιθετικό, προς τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, ύφος του συγκεκριμένου τραγουδιού διαπερνά, εκτός των νεανικών κοινών, και τις τάξεις ενός απολίτικου ή φαινομενικά αδιάφορου, ως προς τα κοινά, ακροατηρίου;
Είναι το ότι σε λίγες μόλις μέρες από την εμφάνισή του στο διαδίκτυο ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο θεάσεις (views), κάτι που θα μπορούσε να… ανοίξει την όρεξη και σε άλλες αντίστοιχες φωνές (ανησυχώντας τους κυβερνώντες για το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί ένα συντονισμένο τσουνάμι ευθείας αμφισβήτησης της ασκούμενης πολιτικής);
Είναι μόνο ότι ένα 12λεπτο βίντεο απέδειξε ότι μπορεί να δημιουργήσει ρωγμές στο ασφυκτικά μεροληπτικό μιντιακό αφήγημα, που θέλει την κυβέρνηση των «άριστων» να έχει να επιδείξει επιτυχίες και μόνο;
Δυσφορία στη δημοκρατία
Είναι όλα αυτά μαζί. Αλλά και κάτι παραπάνω.
Χωρίς αμφιβολία, η δυσφορία στην κριτική είναι ο κανόνας για όλους ή, έστω, για τους συντριπτικά περισσότερους. Και είναι σαφές ότι καμιά κυβέρνηση δεν αγαπάει την κριτική και δεν συμπαθεί τους κριτικούς της. Με τη διαφορά, όμως, πως η κριτική –η αυθεντική κριτική και όχι η δολοφονία χαρακτήρων ή η εκτέλεση συμβολαίων (προσφιλής τακτική της ΝΔ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, σε αγαστή πάντα συνεργασία με την πλειονότητα των ΜΜΕ)– είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δημοκρατίας και των αστικών κοινωνικών σχέσεων. Όπως έλεγε ο βέλγος συγγραφέας και φιλόσοφος Ραούλ Βανεγκέμ, «δεν υπάρχει κάτι ιερό, όλα μπορούν να λεχθούν». Και υπ’ αυτή την έννοια, καμιά κυβέρνηση δεν είναι υπεράνω κριτικής, πολλώ δε μάλλον που σε μια δημοκρατία, οι κυβερνήσεις είναι υπόλογες και πάντοτε υπό προθεσμία. Θα είναι πάντα στόχος, θα τους ασκείται πάντα έλεγχος. Ή, τουλάχιστον, αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει…
Είναι αλήθεια πως η κυβέρνηση της ΝΔ, από την αρχή της θητείας της, απολαμβάνει μια πρωτοφανή μιντιακή ασυλία. Ιδεοληπτικές αποφάσεις, νομοσχέδια–οδοστρωτήρες, τραγικά διαχειριστικά λάθη, ολιγωρίες, παραλείψεις, εξώφθαλμα μεροληπτικές –υπέρ ημετέρων– κινήσεις, εσωκομματικές έριδες, απλώς δεν υπάρχουν. Δεν φτάνουν ποτέ να γίνουν αντικείμενο συζήτησης στη δημόσια σφαίρα στην οποία αποτυπώνεται –ειδησεογραφικά, τουλάχιστον– μια πλήρως αντεστραμμένη πραγματικότητα. Η κυριαρχία της φτιαχτής πρωθυπουργικής εικόνας, η υποταγή της κυβέρνησης στο δόγμα «η επικοινωνία πάνω απ’ όλα», η προκλητική εξαφάνιση από το δημόσιο λόγο κάθε δείγματος αντιπολίτευσης σε συνδυασμό με τη μέχρι κεραίας εφαρμογή μιας σκληρής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής –που είχε ωστόσο προαναγγελθεί προεκλογικά– αλλά και την απουσία ενός ισχυρού, πειστικού αντιπολιτευτικού λόγου, δημιουργούν για τους, χτυπημένους και από την καταλυτική συνθήκη της πανδημίας, πολίτες, ένα ασφυκτικά διαστρεβλωμένο πλαίσιο.
Πολλά εσωκομματικά αγκάθια
Την ίδια ώρα, όσο και αν αυτό επιμελώς αποκρύπτεται, το εσωκομματικό τοπίο της ΝΔ θυμίζει καζάνι που βράζει.
Δεν είναι μόνο η ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των τεχνοκρατών του Μαξίμου και των βουλευτών (ενδεικτική η οργή που προκάλεσε στο κυβερνών κόμμα η δήλωση Πατέλη για τα «τεμπέλικα» διδακτορικά).
Είναι και η καταψήφιση του νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια από την Μαριέττα Γιαννάκου και την Όλγα Κεφαλογιάννη.
Ή η δημόσια οργή του Κώστα Τζαβάρα (με αφορμή την κατάργηση πανεπιστημιακών τμημάτων στην Ηλεία), η προειδοποίησή του ότι δεν θα είναι εκ νέου υποψήφιος, αλλά και οι απαξιωτικές, φωτογραφικές προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού, εκφράσεις («Τι να το κάνω το πτυχίο από το Χάρβαρντ, όταν το αντίστοιχο μορφωτικό επίπεδο είναι μηδέν;», διερωτήθηκε σκωπτικά).
Είναι η σαφής, με αφορμή την έξαρση της εγκληματικότητας, δημόσια δυσφορία προς το πρόσωπο του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, στελεχών όπως οι Γιώργος Κουμουτσάκος και Γιώργος Κύρτσος (με τον τελευταίο να ασκεί συχνότατα σκληρή κριτική στη διαχείριση της πανδημίας).
Είναι οι σοβαρές, δημόσιες ενστάσεις για το εργασιακό νομοσχέδιο όπως αυτές της εργατολόγου, βουλεύτριας της ΝΔ, Άννας Ευθυμίου.
Και φυσικά, είναι το εσωκομματικό «αγκάθι» που ακούει στο όνομα Βόρεια Μακεδονία. Με τον Αντώνη Σαμαρά να καραδοκεί. Ήταν ενδεικτικό το, προ ημερών, πρωτοσέλιδο της «καραμανλικής» «Εστίας» που μιλούσε για απειλή περιθωριοποίησης όποιων βουλευτών διαφοροποιηθούν στην ψηφοφορία για τα μνημόνια που συνδέονται με τη συμφωνία των Πρεσπών.
Σε αυτό, λοιπόν, το περιβάλλον, εμφανίστηκε ένα τραγούδι που τάραξε τα νερά. Και υπενθύμισε πως παρά τις φτιασιδωμένες εικόνες, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη και δεν μπορεί να κρυφτεί για πολύ.
Θα ήταν, ωστόσο, ολέθριο σφάλμα να υποθέσει κανείς πως η έντονη δυσαρέσκεια απέναντι στη ΝΔ, νομοτελειακά ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα είναι λάθος να επιχειρηθεί μια ερμηνεία που βλέπει αυτόματη πριμοδότηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τη διαφαινόμενη πια φθορά της κυβέρνησης. Οι όροι του παλιού δικομματισμού δεν υφίστανται πλέον και η απόσταση που πρέπει να διανυθεί μέχρι την επανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών, περνά αναμφίβολα μέσα από διαδικασίες που ουδόλως απαιτούν συνταγές άλλων εποχών. Η ασάφεια ως προς το εκπεμπόμενο στίγμα, η ανακύκλωση φθαρμένων προσώπων (φορέων μιας καταδικασμένης στη συνείδηση των πολιτών πολιτικής), η έλλειψη εμπιστοσύνης σε εκείνα τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που εκτόξευσαν τη δυναμική του κόμματος, ο δισταγμός στην αναθεώρηση υποχρεωτικών –λόγω της μνημονιακής συγκυρίας– αποφάσεων την εποχή της διακυβέρνησης, η συνεχής υποτίμηση του αντιπάλου, στέλνουν το λάθος μήνυμα. Ναι, η πολιτική της ΝΔ είναι καταστροφική. Μόνο που η αναγκαία ανατροπή της δεν θα έρθει μέσα από τη λογική του «ώριμου φρούτου» ή ομνύοντας στο «μη χείρον βέλτιστον». Το 2021 δεν είναι 1981 και το «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», δεν αρκεί…
Αννέτα Καββαδία