Υπάρχουν κάποιοι τίτλοι βιβλίων που χτυπάνε ακριβώς στον στόχο. Είναι τόσο προκλητικοί ώστε να σταθεί το βλέμμα, τόσο πρωτότυποι ώστε να εντυπωθούν στη μνήμη, και υπηρετούν με τέτοια χειρουργική ακρίβεια το αφήγημα, που γίνονται εν τέλει κλασικοί. Όταν ο αξέχαστος Ηλίας Νικολακόπουλος εισήγαγε στον δημόσιο λόγο τον όρο «καχεκτική δημοκρατία» –όπως ονόμασε το βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Πατάκη– ενδεχομένως ούτε και ο ίδιος να μην μπορούσε να φανταστεί τη διαχρονικότητα του εμπνευσμένου, πράγματι, αυτού τίτλου.
Γιατί μπορεί τα χρονικά όρια της ιστορικής περιόδου που ο τίτλος του βιβλίου χαρακτηρίζει ως καχεκτική δημοκρατία, να προσδιορίζονται από το τέλος του εμφυλίου πολέμου μέχρι την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, τα χαρακτηριστικά ωστόσο που τη συνθέτουν θα μπορούσαν κάλλιστα να περιγράψουν το σήμερα: μια ιδιότυπη σύζευξη αυταρχισμού και δημοκρατίας, αποκλεισμού και ευημερίας, ιδεολογικής οπισθοδρόμησης και λανθάνοντος φιλελευθερισμού.
Καχεκτική δημοκρατία, λοιπόν. Αλλά και «δύσκολη», «δυσανεκτική», «περιορισμένη», «επισφαλής», «ελεγχόμενη», «πειθαρχημένη», «επιλεκτική», «κηδεμονευόμενη». Επιθετικοί προσδιορισμοί που αν και συναντώνται σε μια μελέτη που αναφέρεται στην πολιτική ιστορία της μετεμφυλιοπολεμικής/προδικτατορικής Ελλάδας, εντούτοις μπορούν –τηρουμένων των αναλογιών– να συμπυκνώσουν και να αποτυπώσουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ακραία διαφθορά και διαπλοκή, καθεστωτισμός, έλεγχος του Τύπου και της ενημέρωσης, βία, αστυνομοκρατία, δικαιοσύνη α λα καρτ, πληθωρισμός, ακρίβεια, στερήσεις, φτώχεια, ξεπούλημα δημόσιων αγαθών, υποβάθμιση υγείας και παιδείας, παρακολουθήσεις, ξέπλυμα αρχαιοκάπηλων, συνθέτουν ένα μωσαϊκό που αιτιολογεί πλήρως την –και σήμερα– χρήση του πιο πάνω όρου: καχεκτική δημοκρατία. Με ένα πρωθυπουργό που αποποιείται κάθε προσωπικής ευθύνης και ένα πλέγμα εξουσίας που παίζει τα ρέστα του, τζογάροντας τη ζωή και τις προοπτικές ενός ολόκληρου λαού.
«Έχουμε έναν δύσκολο χειμώνα μπροστά μας. Θα σταθούμε δίπλα σε κάθε Ελληνίδα και σε κάθε Έλληνα που δοκιμάζεται. Η κρίση αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα δικών μας επιλογών, πρέπει να τη διαχειριστούμε όμως, και όπως διαχειριστήκαμε την κρίση του κορονοϊού και βγήκαμε πιο ισχυροί από αυτήν, έτσι θα αντιμετωπίσουμε και την ενεργειακή κρίση», δήλωνε προ ημερών από τις Σέρρες ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προκαλώντας για μια φορά ακόμη το κοινό αίσθημα και ισχυροποιώντας τα επιχειρήματα για το είδος της δημοκρατίας στις μέρες μας. Γιατί πώς μπορεί να σταθεί στην κοινή λογική, αυτή η αλαζονική διαστρέβλωση της πραγματικότητας;
Όταν η Ελλάδα, σύμφωνα με το ECDC, παραμένει ακόμα πρώτη σε θανάτους από covid-19 στην Ευρώπη και όταν το Εθνικό Σύστημα Υγείας καταρρέει.
Όταν η τιμή της κιλοβατώρας εκτοξεύεται καθημερινά στα ύψη, σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, κατατάσσοντας τη χώρα μας στις πρώτες θέσεις στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.
Όταν επιχειρηματίες της ενέργειας βλέπουν τα κέρδη τους να υπερπολλαπλασιάζονται, την ώρα που οι πολίτες στενάζουν. Όταν οι συνεχείς αυξήσεις και οι ανεξέλεγκτες τιμές στα σούπερ μάρκετ καθιστούν εξόχως προβληματική τη διαβίωση εκατομμυρίων νοικοκυριών.
Για ποια επιτυχημένη διαχείριση μιλά, λοιπόν, ο πρωθυπουργός;
Ο οποίος σπεύδει, φυσικά, να μας προϊδεάσει για έναν δύσκολο χειμώνα, «τον χειρότερο μετά από αυτόν του 1942», όπως μας απείλησε ο υπουργός του της Ανάπτυξης –για τους λάτρεις της Ιστορίας να θυμίσουμε απλώς πως τον χειμώνα του ’42, την ώρα που χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα, κάποιοι άλλοι, μαυραγορίτες τους έλεγαν, αγόραζαν ακίνητα με ένα ντενεκέ λάδι κι έγιναν οι μεταπολεμικοί ολιγάρχες, ενώ ο πατέρας γνωστού πολιτικού έτρωγε, κατά δήλωσή του, σε τρία συσσίτια τη μέρα, αφού εκμεταλλευόταν και τις τρεις ιδιότητές του: φοιτητής, δικηγόρος και κρητικός.
Εμφορούμενος, λοιπόν, από τα ιδανικά της δεξιάς παράταξης, με ανοιχτά ακόμα συγκεκριμένα οικονομικά deals και ελλείψει έτοιμου εναλλακτικού σχεδίου από την πλευρά των χορηγών του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προσπαθήσει να μείνει γαντζωμένος στην εξουσία όσο περισσότερο μπορεί. Το πότε, άρα, θα γίνουν εκλογές στη χώρα, δεν το ξέρει ακόμα κανείς. Ενδεχομένως ούτε και αυτοί που θα πάρουν την απόφαση.
Η υπόθεση των παρακολουθήσεων τον έχει προφανώς πλήξει ανεπανόρθωτα, γι’ αυτό και θα επιχειρηθεί ρελάνς –από την πλευρά της ΝΔ– με την έναρξη των δικών στο Ειδικό Δικαστήριο για τους Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και Νίκο Παππά. Αυτό στο οποίο προσβλέπει η κυβέρνηση, είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από μία ξεκάθαρη υπόθεση παρακρατικών μεθοδεύσεων, όπως είναι οι υποκλοπές, και η καλλιέργεια ενός κλίματος πως «όλοι ίδιοι είναι». Μόνο που η προσωπική εμπλοκή του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν είναι δυνατόν να αποσοβηθεί. Τα ονόματα του Γρηγόρη Δημητριάδη και του Παναγιώτη Κοντολέοντα θα παραπέμπουν ευθέως στον πολιτικό τους προϊστάμενο, που δεν είναι άλλος από τον ίδιον τον πρωθυπουργό. Ο διεθνής αντίκτυπος είναι τόσο ισχυρός που δεν μπορεί να υπερσκελιστεί. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταγραφεί πια ως ο πρωθυπουργός των υποκλοπών και όσους αντιπερισπασμούς κι αν επιχειρήσει, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να επιβεβαιώνει την καχεκτική δημοκρατία στην οποία μας ξαναγύρισε.
Αρκεί, ωστόσο, η υπόθεση αυτή για να κρίνει την ψήφο των πολιτών; Κατηγορηματικά όχι. Το δείχνουν οι μετρήσεις, το αφουγκράζεται κανείς συνομιλώντας στον δρόμο, στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς. Η υπόθεση της ποιότητας της δημοκρατίας δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από τη βελτίωση της πολύ δύσκολης καθημερινότητας όλων όσοι παλεύουν για να τα βγάλουν πέρα. Χρέος όλων των αριστερών και δημοκρατικών δυνάμεων είναι να εμφυσήσουν το χαμένο αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες και να συμβάλλουν, από κοινού, στην ανατροπή μιας από τις πιο ανάλγητες κυβερνήσεις που γνώρισε ποτέ ο τόπος. Όπως χρέος τους, επίσης, είναι να μην αφήσουν τίποτα να ξεχαστεί. Γιατί η απαλοιφή του επιθετικού προσδιορισμού «καχεκτική» πριν από τον όρο δημοκρατία, προϋποθέτει –μεταξύ άλλων– και ισχυρή μνήμη.
Αννέτα Καββαδία