Θα βόλευε πολύ την κυβέρνηση μια βουβή, πένθιμη συγκέντρωση. Ένα μνημόσυνο και όχι μια πάνδημη διαδήλωση. Θα τη βόλευε αν απλώς ψάχναμε μια αφορμή να θρηνήσουμε νεκρούς, αν σιωπηλά ανάβαμε κεράκια και διαλυόμασταν χωρίς να πούμε λέξη.
Γι’ αυτό και οι κραυγές τις προηγούμενες ημέρες, γι’ αυτό οι χυδαιότητες και οι συντονισμένες, απαξιωτικές επιθέσεις προς όλους όσοι εκδήλωναν την πρόθεση να συμμετάσχουν στα συλλαλητήρια, γι’ αυτό και η απελπισμένη προσπάθεια να εμφανιστούν οι κυβερνώντες ως θεματοφύλακες των θεσμών και δη της δικαιοσύνης(!).
Το επιχείρησαν, αλλά δεν τους βγήκε. Και δεν τους βγήκε γιατί αυτό που υποτίμησαν είναι ότι ο κόσμος αντιλήφθηκε πως, εκ των πραγμάτων, κανένα κόμμα δεν μπορεί να «καπελώσει» μια τέτοια –πρωτοφανή ως προς τη διαστρωμάτωσή της− κινητοποίηση και ως εκ τούτου κανένας κίνδυνος να «στιγματιστούν» κομματικά δεν υπήρχε. Πως χιλιάδες λαού κατέβηκαν στον δρόμο όχι γιατί το υπαγόρευσε κάποιος κομματικός σχηματισμός –ποιος θα μπορούσε, άλλωστε, να κινητοποιήσει τη χώρα από άκρη σε άκρη;− αλλά γιατί πια το ποτήρι ξεχείλισε. Πως τα δύο χρόνια συγκάλυψης, κωλυσιεργιών, ειρωνειών και προσβολών –σε συνδυασμό με τις άοκνες προσπάθειες των συγγενών των θυμάτων να μην ξεχαστεί το έγκλημα− επέδρασαν καταλυτικά και επανέφεραν στη μνήμη, σωρευτικά, τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης.
Και ξαναμέτρησε ο κόσμος την καθημερινότητά του. Και ξαναθυμήθηκε τις υποκλοπές, τη διάλυση του ΕΣΥ και της Παιδείας, την ακρίβεια, τον νεποτισμό, την αλαζονεία, τις ανύπαρκτες υποδομές, τους 700 πνιγμένους μετανάστες στην Πύλο, τον αυταρχισμό, την αστυνομοκρατία. Τον έπνιξε το αίσθημα ανασφάλειας και ατιμωρησίας και απαίτησε δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη που συνιστά θεμελιώδες δημοκρατικό αντίβαρο σε μια αστική δημοκρατία.
Υποτίμησε το Μέγαρο Μαξίμου τα Τέμπη. Επενδύοντας στην προκλητική ασυλία –μιντιακή και όχι μόνο− που για χρόνια απολάμβανε, αλλά και στην εμφανή αδυναμία της αντιπολίτευσης να αποτελέσει την ισχυρή εναλλακτική πρόταση −με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τη συνεχή τόνωση του υπερτροφικού κυβερνητικού «εγώ»− υποτίμησε τη δυναμική τους και πίστεψε πως θα είναι άλλη μία «διαχειρίσιμη» περίπτωση, άλλη μια συνθήκη business as usual. Πίστεψε πως, και αυτή τη φορά, η λάσπη, η προπαγάνδα και ο τσαμπουκάς θα έφερναν αποτέλεσμα. Και δεν προέβλεψε αυτό που τελικά συνέβη: πως σχεδόν σύσσωμη η κοινωνία, με αφορμή 57 νεκρούς, ένωσε τη φωνή της και στάθηκε απέναντι σε μια κυβέρνηση που το 2019 ανέβηκε στην εξουσία επενδύοντας στο αφήγημα της «κανονικότητας», της ασφάλειας και της κοινωνικής ειρήνης και σήμερα, σχεδόν έξι χρόνια μετά, επανερχόμενη στις …εργοστασιακές ρυθμίσεις μιας ακραιφνούς δεξιάς κυβέρνησης, έχει πλέον καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο ως η κυβέρνηση της συγκάλυψης, της παρακμής των θεσμών, του αυταρχισμού, της ευνοιοκρατίας.
Δεν υπολόγισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του πως −είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα− αντιλήφθηκε ο κόσμος πως πριν το κομματικό, υπάρχει το πολιτικό. Πως τα πάντα είναι πολιτικά, πως τα αιτήματα είναι πολιτικά. Από την ασφάλεια και το συμφέρον των πολλών που μπαίνει κάτω από τα κέρδη μέχρι την ταξική, μεροληπτική δικαιοσύνη. Από τη διάχυση του παρακράτους στο κράτος και τα δυσνόητα, επί ΝΔ, όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας μέχρι τα χειραγωγημένα –με υπαρκτές εξαιρέσεις− ΜΜΕ. Και από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μέχρι την προκλητική εύνοια σε «ημέτερους».
Αιτήματα που αφορούν τη δύσκολη καθημερινότητα των πολλών και που ανασύρθηκαν πάλι ως ζητούμενα: να μην πνιγόμαστε όταν βρέχει, να μην καιγόμαστε όταν κάνει ζέστη, να μην τρέμουμε μήπως αρρωστήσουμε, να μην μπαίνουμε στο τρένο και πεθαίνουμε, να μην πηγαίνουμε στη δουλειά και σκοτωνόμαστε, να μην πέφτουν τα ταβάνια στα σχολεία ούτε τα ασανσέρ στα νοσοκομεία, να μην ιδρώνουμε μπροστά στο ταμείο του σούπερ μάρκετ.
Και είναι αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση, ο πολιτικός δηλαδή χαρακτήρας των αιτημάτων, που τρομάζει την κυβέρνηση.
Είναι το πολιτικό πρόσημο των συγκεντρώσεων που θέλει πάση θυσία να αποφύγει. Γιατί ξέρει πως ο βασιλιάς είναι γυμνός.
Και κρύβει σκοπίμως τη βασική αρχή: πως τα πολιτικά αιτήματα χρειάζονται οργάνωση για να εκφραστούν. Στους χώρους δουλειάς, στα πανεπιστήμια, στις γειτονιές, στον δρόμο, στα σχολεία. Και πως τα κόμματα, τα συνδικάτα, οι κάθε λογής ενώσεις, οι συλλογικότητες είναι ακριβώς αυτό: οι φορείς οργάνωσης του «μαζί». Αυτό τρέμει. Το οξυγόνο που μόνο μια κοινότητα ανθρώπων χαρίζει. Γι’ αυτό επενδύει στο «όλοι ίδιοι είναι». Γι’ αυτό προσβλέπει σε δυνάμεις που ενδύονται τον αντισυστημικό μανδύα, αλλά κάθε άλλο παρά αντισυστημικές είναι (και η Χρυσή Αυγή, άλλωστε, ως αντισυστημική πλασαριζόταν). Γι’ αυτό και πριμοδοτεί το «έξω τα κόμματα από τις συγκεντρώσεις». Μόνο που εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή.
Γιατί είναι ένα πράγμα να μην «καπελώνονται» οι συγκεντρώσεις από τα κόμματα και άλλο, εντελώς διαφορετικό, το «όχι στα κόμματα, όλοι ίδιοι είναι». Το πρώτο είναι θεμιτό, το δεύτερο άκρως επικίνδυνο. Η Ιστορία, άλλωστε, (πρέπει να) διδάσκει…
Το λέμε διαρκώς: το έγκλημα στα Τέμπη, και όχι η «τραγωδία» όπως το αποκαλούν οι κυβερνώντες –έγκλημα γιατί προκλήθηκε από θεσμικές και πολιτικές παραλείψεις και όχι από τυχαίους παράγοντες− λειτουργεί ως καταλύτης. Και οι ογκώδεις διαδηλώσεις με κυρίαρχο αίτημα την απόδοση δικαιοσύνης και τον τερματισμό της συγκάλυψης, μόνο υπονομευτικά δεν λειτουργούν για το κράτος Δικαίου. Αντιθέτως. Το έλεγε, άλλωστε, και ο αμερικανός ιστορικός και πολιτικός ακτιβιστής Χάουαρντ Ζιν, τον Μάιο του 2009 στην Αθήνα: «Μόνο σε δύο περιπτώσεις είχαμε στις ΗΠΑ στιγμές πραγματικής δημοκρατίας: η πρώτη, τη δεκαετία του 1930 μετά το κραχ, όταν είχαμε ένα τεράστιο εργατικό κίνημα. Και η δεύτερη, τη δεκαετία του 1960, τότε που αναπτύχθηκε το μεγάλο κίνημα των νέων κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Μόνο τότε ψηφίστηκαν νόμοι υπέρ των προνομιούχων.