Macro

Αννέτα Καββαδία: Ουδείς στο απυρόβλητο

Στην ιστοσελίδα των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα (rsf.org), το μότο προσδιορίζει ξεκάθαρα τη σημασία της δημοσίευσης των ειδήσεων: «Μην περιμένετε να στερηθείτε πρώτα τις ειδήσεις για να υπερασπιστείτε την αλήθεια μετά». Στις μέρες μας, και στον τόπο μας, η αρχή αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία δεδομένου του, σχεδόν, απόλυτου ελέγχου που ασκεί η κυβέρνηση στη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ –μια ματιά στο πιο πρόσφατο παράδειγμα, στον τρόπο που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων διαχειρίστηκαν την τραγωδία στα Τέμπη, την άκριτη αναπαραγωγή της κυβερνητικής προπαγάνδας περί ανθρώπινου λάθους και το «σταύρωμα» του σταθμάρχη, την ώρα που ακόμη ανασύρονταν νεκροί και αγνοούνταν άνθρωποι, την προσπάθεια ξεπλύματος των κυβερνητικών ευθυνών, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
 
 
Έχει, ωστόσο, σημασία το προαναφερόμενο μότο και στον αντίποδα, καθώς συστηματικά η κυβέρνηση της ΝΔ αποδεικνύει την καθεστωτική λογική από την οποία διέπεται, τις αυταρχικές πρακτικές τις οποίες μετέρχεται και τον τρόπο με τον οποίο εργαλειοποιεί τη Δικαιοσύνη, προκειμένου να επιτεθεί στην ελευθεροτυπία και την ερευνητική δημοσιογραφία.
 
Σε συνδυασμό, δε, με τη …μόδα των αγωγών SLAPP –αγωγές εταιρειών-μαμούθ ή υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων εναντίον δημοσιογράφων και ΜΜΕ, με στόχο τον εκφοβισμό τους μέσω της ηθικής και οικονομικής εξόντωσής τους– δημιουργείται ένα περιβάλλον όπου υπονομεύεται όχι μόνο το συνταγματικό δικαίωμα του δημοσιογράφου να ενημερώνει, αλλά και το ίδιο το δικαίωμα έκφρασης όλων των πολιτών.
 
 
Απόφαση σταθμός για την ελευθερία του Τύπου
 
Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο, μία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ekayev v. Russia 10.01.2023 -αριθμός υπόθεσης 29396/15) –που δικαιώνει ρώσο δημοσιογράφο ο οποίος είχε καταδικαστεί αμετάκλητα για άρθρο που χαρακτήριζε δικαστή «μικροπρεπή τύραννο» και έπρεπε να του καταβάλει 1.000.000 ρούβλια για ηθική βλάβη– δημιουργεί ένα δεδικασμένο εξαιρετικής σημασίας για την ελευθερία του Τύπου, καθώς αναγνωρίζει πως η κατάχρηση εξουσίας από τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης είναι ζήτημα δημοσίου συμφέροντος.
 
 
Ποια είναι η ουσία της κρίσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε αυτήν την υπόθεση, τι μας λέει το Στρασβούργο; Ότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, οι δικαστές όχι μόνο δεν είναι υπεράνω κριτικής ως «θεσμός», αλλά μάλιστα ενδέχεται να υπόκεινται ακόμα και σε ευρύτερα όρια αποδεκτής κριτικής από τους απλούς πολίτες.
 
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει με την απόφασή του τις γενικές αρχές σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και την κριτική των δημοσίων λειτουργών, ιδίως των μελών του δικαστικού σώματος. Όσον αφορά τη μορφή έκφρασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι το έργο των δικαστηρίων –που είναι οι εγγυητές της δικαιοσύνης και που έχουν θεμελιώδη ρόλο σε ένα κράτος δικαίου– πρέπει να χαίρει της εμπιστοσύνης του κοινού. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προστατεύεται από αβάσιμες επιθέσεις που υπονομεύουν το κύρος του. Ταυτόχρονα, όμως, εκτός από την περίπτωση σοβαρών επιθέσεων που είναι ουσιαστικά αβάσιμες, οι δικαστές ενδέχεται να υπόκεινται σε προσωπική κριτική εντός των επιτρεπτών ορίων και όχι μόνο με θεωρητικό και γενικό τρόπο.
 
Ως εκ τούτου, όταν ενεργούν υπό την επίσημη ιδιότητά τους, ενδέχεται να υπόκεινται σε ευρύτερα όρια αποδεκτής κριτικής από τους απλούς πολίτες. Κι αυτό είναι συνέπεια ακριβώς της σημασίας του λειτουργήματός τους. Δεν είναι νοητό, δηλαδή, ένας δικαστής ή ένα ολόκληρο σύστημα δικαστικής εξουσίας να επικαλείται την ανάγκη προστασίας του κύρους των αποφάσεών του λόγω της σημασίας της δικαιοσύνης ως πολιτειακού (ανεξάρτητου) θεσμού, όταν από τη συμπεριφορά του προκύπτει ότι είναι το ίδιο που δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά κριτήρια της αποστολής του, σε μεμονωμένες περιπτώσεις ή και ευρύτερα.
 
 
Επιπλέον, ο προσφεύγων σε αυτήν την περίπτωση ήταν δημοσιογράφος και με αυτή την ιδιότητα, καθήκον του ήταν να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ κριτικής και προσβολής, και το Δικαστήριο του Στρασβούργο την έχει εκθέσει επανειλημμένα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών χρησιμοποίησε την έκφραση «τυραννίσκος», η οποία αποτελούσε αξιακή κρίση υπό τις περιστάσεις. Πρόθεσή του ήταν να επιστήσει την προσοχή στην εικαζόμενη κατάχρηση των εξουσιών τους από δικαστές, κάτι που σαφώς συνιστά θέμα δημοσίου συμφέροντος.
 
 
 
Και οι κρίνοντες κρίνονται
 
Πού ξεκινά, λοιπόν, και πού σταματά το δικαίωμα κριτικής της κρατικής εξουσίας; Είναι ή δεν είναι στοιχείο της πολιτικής ελευθερίας των εξουσιαζόμενων και ταυτόχρονα προϋπόθεση της νομιμοποίησης όσων ασκούν εξουσία; Το ότι οι δικαστικές αποφάσεις είναι σεβαστές, δεν σημαίνει και ότι μένουν στο απυρόβλητο. Το ακριβώς αντίθετο: τότε μόνο είναι σεβαστές, όταν υπάρχει η δυνατότητα κριτικής τους. Υπ΄ αυτό το πρίσμα, η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ είναι εξόχως σημαντική, γιατί δημιουργεί μία ελπιδοφόρα προοπτική στην κατεύθυνση του (δυνητικού) φραγμού σε ό,τι αφορά την ασυδοσία και την αίσθηση παντοδυναμίας δικαστικών λειτουργών, την εργαλειοποίηση των θεσμών και τα εμπόδια στην άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
 
 
Από την άλλη, it takes two to tango. Όσο κι αν το ΕΔΔΑ, με αυτή του την απόφαση ανοίγει δρόμους, χρειάζεται και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους.
 
Αν φυσικά πιστεύαμε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η Ελλάδα είναι μια σύγχρονή, δυτική, ευρωπαϊκή, φιλελεύθερη δημοκρατία, όπου δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα με την ελευθερία του Τύπου, ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να γράφει και να λέει ελεύθερα την άποψή του, δεν υφίσταται καμία λογοκρισία και όλα τα θέματα της επικαιρότητας καλύπτονται αντικειμενικά και απ’ όλες τις πλευρές. Η συμβιωτική/παρασιτική σχέση της συντριπτικής πλειονότητας των ΜΜΕ με την πολιτική εξουσία και την οικονομική ολιγαρχία, είναι αποκύημα φαντασίας, και η θέση 108 απλή συκοφαντία.
 
Μόνο που εδώ ζούμε. Και γνωριζόμαστε μεταξύ μας.

Αννέτα Καββαδία