Παραδοχή πρώτη: η κυβέρνηση της ΝΔ βρίσκεται στη δυσκολότερη, ενδεχομένως, καμπή της μέχρι σήμερα θητείας της.
Παραδοχή δεύτερη: παρά το προστατευτικό δίχτυ μιντιακής προστασίας, έχουν αρχίσει να ακούγονται φωνές αμφισβήτησης του διαβόητου «επιτελικού» κράτους (η διαχείριση της «Ελπίδας» εξόργισε ακόμη και ένθερμους υποστηρικτές της κυβερνητικής πολιτικής).
Παραδοχή τρίτη: η, αντικειμενικά, σκληρή καθημερινότητα των πολιτών (με την ακρίβεια και την ενεργειακή φτώχεια να δίνουν τον τόνο), δεν αφήνει περιθώρια βερμπαλισμών και ανέξοδων ρητορειών.
Παραδοχή τέταρτη: ο τριψήφιος αριθμός νεκρών καθημερινά, το αποδυναμωμένο ΕΣΥ και το αλαλούμ στα μέτρα, αφήνουν βαθύ αποτύπωμα στο κυβερνητικό προφίλ –παρά τη συστηματική προσπάθεια αποποίησης ευθυνών.
Με αυτά τα δεδομένα, ενισχυμένα και από την αποκάλυψη προνομιακών σχέσεων του υπόδικου Φουρθιώτη με μέλη της κυβέρνησης, μόνο εντύπωση δεν προκαλεί η οφθαλμοφανής προσπάθεια του Μεγάρου Μαξίμου να αλλάξει την ατζέντα. Και το κάνει αυτό, αφενός, επενδύοντας σε μια στρατηγική έντασης, αφετέρου, καλλιεργώντας στο συλλογικό υποσυνείδητο πως «όλοι ίδιοι είναι». Βασικό, και γι’ αυτό πολύ βολικό, στερεότυπο της κυρίαρχης κυβερνητικής προπαγάνδας, είναι ο απόλυτος συμψηφισμός, το να φαίνονται όλοι ίδιοι.
Έτσι, η κυβέρνηση των απευθείας αναθέσεων και των σκόιλ ελικικού, του λαδώματος των ΜΜΕ με το κρεσέντο αδιαφάνειας και διασπάθισης των δεκάδων εκατομμυρίων της λίστας Πέτσα, του άγριου ξυλοδαρμού πολιτών από την αστυνομία μέσα στα σπίτια τους, του χουντικής έμπνευσης νομοσχεδίου για κατάργηση των διαδηλώσεων, της ποινικοποίησης της διάσωσης προσφύγων στα νερά του Αιγαίου κλπ, προσπαθεί –αντί να απολογείται– να ενσταλάζει στους πολίτες την εντύπωση ότι «όλοι είναι ίδιοι».Υποδαυλίζει και ενισχύει την υπόνοια γενικευμένης σήψης του κομματικού συστήματος και την ανάγει σε κεντρικό όχημα της πολιτικής της, προκειμένου να μπορέσει να ξεφύγει από το ασφυκτικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται. Επιχειρώντας, την ίδια ώρα, να απαξιώσει τον κύριο αντίπαλό της, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ, και να τον εμποδίσει από το να εγγραφεί στη συνείδηση των πολιτών, ως η άλλη εναλλακτική.
Ανατρέχοντας, βεβαίως, κανείς στην πολιτική ιστορία του τόπου, διαπιστώνει ότι αυτή η τακτική των «συμψηφισμών του βούρκου», υπήρξε ανέκαθεν κεντρικό εφόδιο στο πολιτικό οπλοστάσιο της εγχώριας συντηρητικής παράταξης. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, εστιάζεται στο πόσο γρήγορα –σε σχέση με προηγούμενες δεξιές κυβερνήσεις– κατάφερε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να προκαλέσει τέτοια ζημιά –αναστρέψιμη ή μη, μένει να φανεί– σε μια σειρά από ζωτικούς τομείς της δημόσιας ζωής, όπως οι δημοκρατικοί θεσμοί, η ελευθερία του Τύπου, το κράτος Δικαίου, ο πολιτισμός. Και το πετυχαίνει αυτό, την ώρα που υποθέσεις διαφθοράς στελεχών της «σκάνε» με καταιγιστικούς ρυθμούς η μία μετά την άλλη, καθιστώντας την ηθικά ευάλωτη και σε δικά της ακροατήρια.
Το τριήμερο της συζήτησης στη Βουλή, με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το στημένο σκηνικό έντασης τις ημέρες που ακολούθησαν –με την καταστρατήγηση κάθε έννοιας κοινοβουλευτικής πρακτικής και το κλείσιμο μικροφώνων σε βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης– είναι ενδεικτικά των επιλογών της κυβέρνησης. Στο σφυροκόπημα σύσσωμης της αντιπολίτευσης για τους τραγικούς χειρισμούς στην κακοκαιρία «Ελπίδα», η μόνιμη επωδός των βουλευτών της συμπολίτευσης ήταν το Μάτι και η Μάνδρα. Και στις αιτιάσεις των πρώτων για την πανδημία και την ακρίβεια, οι απαντήσεις των δεύτερων εξαντλούνταν στα περί εσωκομματικών προστριβών στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Τι κάνεις Γιάννη, κουκιά σπέρνω…
Έχει κάθε λόγο η κυβέρνηση της ΝΔ να θέλει να τους βάλει όλους στο κάδρο της συν-ευθύνης. Και παρά τις περί του αντιθέτου πρωθυπουργικές κορόνες, είναι σαφές πως στόχος της είναι να τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης η ένταση, η όξυνση και η λάσπη. Έτσι ώστε να αποπροσανατολιστεί η συζήτηση από τα φλέγοντα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, από το σύστημα διαφθοράς και διαπλοκής –που θεμελίωσε και γιγάντωσε επί δεκαετίες η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ– και να δημιουργηθεί η εικόνα ότι «όλοι ίδιοι είναι». Η πολιτική δύναμη που έχει υποβαθμίσει και απαξιώσει το κοινοβούλιο, που επί ημερών της δημοσιογράφοι σέρνονται στα δικαστήρια, που το «άριστο» επιτελικό της κράτος λάμπει δια της απουσίας και της ανικανότητάς του σε κάθε φυσική καταστροφή, και που η δική της φτιαχτή πραγματικότητα παίζει με τη νοημοσύνη και την αξιοπρέπεια των πολιτών, έχει κάθε λόγο να αναζητά συνυπεύθυνους στην κατηφόρα. Στήνει, λοιπόν, σκηνικά έντασης. Και τα μεγεθύνει, με τη βοήθεια της συντριπτικής πλειονότητας των ΜΜΕ τα οποία, να σημειωθεί, δεν είναι απλά φορείς μετάδοσης και αναμετάδοσης των πολιτικών μηνυμάτων, όπως άλλωστε είναι η δουλειά τους, αλλά συνιστούν ένα μπλοκ εξουσίας και αδίστακτης προαγωγής συμφερόντων, στο πλαίσιο ενός σκληρού νεποτισμού περί τον κ. Μητσοτάκη.
Σε αυτή ακριβώς τη συνθήκη, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός. Να επενδύει στην πολύ σκληρή, επιδραστική, δημιουργική αντιπολίτευση, αλλά να απορρίπτει τη στρατηγική της έντασης. Να μπορεί να διακρίνει τις στημένες παγίδες, να τις καταγγέλλει και να τις αποφεύγει επιδέξια. Να καταθέτει τις δικές του προτάσεις, με σαφές αριστερό πρόσημο, και να μην αφήνει περιθώρια να θεωρείται «μία από τα ίδια». Από τη συνέχιση της κομματικής αντιπαράθεσης σε ηθικολογική βάση και με υπόστρωμα χυδαιότητας, θα ενισχυθεί το υπάρχον ρεύμα πολιτικού κυνισμού, η διαδεδομένη αντίληψη ότι όλοι ίδιοι είναι και θα ενταθεί η απογοήτευση του κόσμου. Κάτι τέτοιο θα είναι πλήγμα για τη δημοκρατία και ήττα για την Αριστερά. Γιατί αυτό δεν είναι το δικό της γήπεδο. Και δεν το αντέχει.
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή