Έχουν μείνει στην Ιστορία οι πέντε περίφημες ερωτήσεις του Τόνι Μπεν, του ιστορικού στελέχους των Εργατικών της Βρετανίας –την εποχή που οι Εργατικοί ήταν όντως ένα δημοκρατικό κόμμα της εργατικής τάξης– προς τους ισχυρούς: «τι δύναμη έχετε, από πού την αντλείτε, για λογαριασμό ποιων την ασκείτε, σε ποιον λογοδοτείτε και, κυρίως, πώς μπορούμε να σας ξεφορτωθούμε;». Ανάλογα με τις απαντήσεις που δίνει ένα σύστημα διακυβέρνησης σε αυτές τις ερωτήσεις, κατατάσσεται ψηλά ή χαμηλά στην κλίμακα της δημοκρατικής ή της αυταρχικής διακυβέρνησης.
Τουλάχιστον σε κάποιες από τις ερωτήσεις αυτές, μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι το επιτελικό κράτος του Κυριάκου Μητσοτάκη απαντάει με τρόπο που το κατατάσσει στη χορεία των διεφθαρμένων και αυταρχικών καθεστώτων. Την ίδια ώρα που δημόσια διακηρύσσει ότι αντλεί την εξουσία του από τον λαό, έχει γίνει ξεκάθαρο ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των λεγόμενων «εκλογικών δημοκρατιών». Χωρών, δηλαδή, όπου διεξάγονται μεν ελεύθερες εκλογές, πλην όμως παρατηρείται μια ραγδαία αύξηση αυταρχικών πρακτικών και χειραγώγησης των άλλων εξουσιών –του Τύπου συμπεριλαμβανομένου– από την εκτελεστική εξουσία. Τα συνήθη θεσμικά αντίβαρα εξακολουθούν τυπικά να υπάρχουν, αλλά είναι τόσο αποδυναμωμένα, ώστε αδυνατούν να αντεπεξέλθουν επαρκώς στην αποστολή τους. Το αμέσως επόμενο στάδιο, εάν συνεχιστεί αυτή η διολίσθηση, είναι αυτό του αυταρχικού καθεστώτος.
Το όραμα στον αντίποδα
Και όμως, υπάρχει μια ερώτηση που είναι η πιο κρίσιμη απ’ όλες: Πώς, αλήθεια, ξεφορτώνεται κανείς ένα καθεστώς σαν αυτό του Κυριάκου Μητσοτάκη; Όπως το φορτώθηκε, θα ήταν η προφανής απάντηση. Δηλαδή, μέσα από εκλογές. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, παρά τα αυταρχικά της χαρακτηριστικά, η κυβέρνηση της ΝΔ είναι μια εκλεγμένη –και μάλιστα με άνετη αυτοδυναμία– κυβέρνηση. Και είναι υποτιμητικά συγκαταβατικό να υιοθετούμε το επιχείρημα ότι ο λαός «ξεγελάστηκε». Πολύ περισσότερο όταν το 2019 η ηγετική ομάδα της ΝΔ δεν εμφανίστηκε ουρανοκατέβατη, ήταν όλοι τους γνωστοί και μη εξαιρετέοι, με γνωστό βίο και πολιτεία, γνωστό ύφος και ήθος, γνωστή ατζέντα.
Επομένως, αυτό που πρέπει να αναζητηθεί είναι το πώς ο λαός, το εκλογικό σώμα θα οδηγηθεί σε μια άλλη επιλογή, ξεφεύγοντας από την παγίδα του «όλα είναι μάταια, δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει τίποτα» και, κυρίως, «όλοι είναι ίδιοι». Με άλλα λόγια, πώς θα επιτευχθεί ο πρώτος και κύριος στόχος της Αριστεράς, η ανάσχεση της αποχής.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που θα εξηγούσαν την απάθεια, τη δυσπιστία, την καχυποψία, ακόμα και την παραίτηση των πολιτών. Μια κοινωνία που έχει περάσει από διαδοχικές και αλλεπάλληλες κρίσεις για πάνω από μια δεκαετία, είναι μια κοινωνία βαθιά τραυματισμένη. Κάτι που εύκολα διαπιστώνει ο οποιοσδήποτε στην καθημερινότητά του.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και ιδίως μετά την καταστροφική τετραετία της διακυβέρνησης της ΝΔ –που θα μπορούσε άνετα να περιγραφεί ως η εκδίκηση της φαυλοκρατίας– δεν είναι να απορεί κανείς που όλο και περισσότεροι πολίτες, κυρίως νεώτερης ηλικίας, νιώθουν απόγνωση, απογοήτευση, οργή και φλερτάρουν με την παραίτηση.
Το στοίχημα της συμμετοχής
Μπορεί, ωστόσο, αυτοί οι παράγοντες να εξηγούν το φαινόμενο, όμως δεν το δικαιολογούν απαραίτητα.
Κι εκεί εντοπίζεται η ευθύνη όχι μόνο του κάθε πολίτη ατομικά ή του κοινωνικού συνόλου ή των επιμέρους υποσυνόλων. Αλλά και η ευθύνη της Αριστεράς. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και αυτό το βλέπουμε ανάγλυφα στη Γαλλία, η Αριστερά δεν έχει κατορθώσει –και είναι μέγα ιστορικό ατύχημα αυτό– να εγκολπωθεί τη λαϊκή οργή, την απόγνωση και την απελπισία, να την εκφράσει και να τη μετουσιώσει πολιτικά σε κάτι γόνιμο και ελπιδοφόρο.
Στην Ελλάδα αυτό έγινε την περίοδο του 2012, και κορυφώθηκε με τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Δεν είναι, όμως, κάτι που συνέβη άπαξ και έκτοτε πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Πρόκειται για έναν συνεχή αγώνα, για μια αποστολή πολύ πιο δύσκολη από αυτή που έχει αναλάβει η Δεξιά, η οποία άλλωστε μια χαρά βολεύεται με τη στρεβλή λογική «εμείς μπορεί να είμαστε χάλια, αλλά και οι άλλοι δεν είναι καλύτεροι».
Η Αριστερά, και πιο συγκεκριμένα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πρέπει λοιπόν να απευθυνθεί στα κοινωνικά στρώματα που θέλει να εκπροσωπήσει πολιτικά. Στους εργαζόμενους, στους αγρότες, στους ελεύθερους επαγγελματίες, στους δημιουργούς – επιστήμονες και ανθρώπους του πολιτισμού. Στους μικρομεσαίους, στην επισφάλεια, στους νέους που βιώνουν το άγχος για το μέλλον λόγω της ανεργίας, των χαμηλών μισθών και των συνθηκών εργασιακής αυθαιρεσίας, στις γυναίκες. Στους δημοκράτες πολίτες αυτή της χώρας που βλέπουν τους θεσμικούς πυλώνες του πολιτεύματος να υπονομεύονται συστηματικά από μια κυβέρνηση με καθεστωτική και ανελεύθερη νοοτροπία.
Με δυο λόγια, στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που είναι η μόνη που μπορεί να φέρει την ανατροπή και την πολιτική αλλαγή. Επιβάλλεται να αφουγκραστεί τα υπόγεια ρεύματα της κοινωνίας –ιδίως αυτά μεταξύ της νεολαίας και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων που δεν έχουν δυνατή φωνή– τα οποία οι ίδιοι οι δημοσκόποι, τουλάχιστον όσοι σέβονται την επιστήμη τους και δεν την αντιμετωπίζουν ως παράρτημα του προεκλογικού αγώνα της ΝΔ, παραδέχονται ότι τα τελευταία χρόνια είναι όλο και δυσκολότερο να ανιχνευθούν.
Ακούγεται αντιφατικό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι: ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθούμε το καθεστώς Μητσοτάκη είναι να μην εστιάσουμε μόνο στην –υπαρκτή και επείγουσα– ανάγκη να το ξεφορτωθούμε, αλλά στο τι θα συμβεί την επόμενη ημέρα. Στο στοιχείο δηλαδή της προσδοκίας ενός καλύτερου μέλλοντος, μιας αλλαγής πολιτικής, μιας ανανέωσης.
Η οργή από μόνη της δεν αρκεί. Η ελπίδα είναι που πρέπει να ξανάρθει. Αυτό είναι που θα παίξει τον πρώτο ρόλο στην επιλογή των πολιτών και κυρίως στην ενεργοποίηση των δυναμικών στρωμάτων της κοινωνίας.
Αννέτα Καββαδία