Macro

Αννέτα Καββαδία: Οι εκβιασμοί, ενίοτε, επιστρέφονται

Ασφαλώς, είναι δύσκολο να νιώσει κανείς συμπάθεια, σε πολιτικό επίπεδο τουλάχιστον, για κάποιον του (πολιτικού) ήθους, της ιδιοσυγκρασίας και των απόψεων του Άδωνι Γεωργιάδη.

Όμως, θα έπρεπε να είναι κανείς πολύ σκληρός την περασμένη Κυριακή το βράδυ –στο τέλος του β’ γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών– για να μη νιώσει μια κάποια… συμπάθεια για τον αντιπρόεδρο της ΝΔ, βλέποντας το ύφος και την έκφρασή του στις εμφανίσεις του στα κανάλια, καθώς και την αντίδρασή του σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα, που δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως μια καθαρή ήττα για τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Την πρώτη εδώ και πολλά χρόνια, σίγουρα από τον Σεπτέμβριο του 2015 και μετά.

Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για όλα τα προβεβλημένα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, με πρώτον τον ίδιο τον πρωθυπουργό, τα οποία με μεγάλη δυσκολία προσπαθούσαν –μάταια– να κρύψουν την απογοήτευση και την ανησυχία τους για την πρώτη μεγάλη ρωγμή στο καθεστωτικό προσωπείο που ήθελε τη ΝΔ αήττητη και χωρίς αντίπαλο. Ένα προσωπείο φιλοτεχνημένο εδώ και πέντε χρόνια με προσοχή και επιμέλεια από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της κυβέρνησης, στα περισσότερα από τα συστημικά ΜΜΕ.

Κακός σύμβουλος η αλαζονεία

Έχουν, πράγματι, βάσιμους λόγους να ανησυχούν και να προβληματίζονται οι ιθύνοντες της ΝΔ μετά από τα αποτελέσματα του β’ γύρου των εκλογών στην αυτοδιοίκηση. Όχι τόσο για αυτά καθ’ αυτά τα αποτελέσματα –στο κάτω-κάτω, πανελλαδικά η ΝΔ δείχνει μεν μια κάμψη, αλλά σαφέστατα διατηρεί το προβάδισμα, και μάλιστα άνετο. Αλλά, κυρίως, γιατί είναι ίσως η πρώτη φορά στο πρόσφατο παρελθόν που οι τακτικές εκβιασμού–φιλοδωρήματος των πολιτών όχι μόνο δεν απέδωσαν, αλλά είχαν τα αντίθετα αποτελέσματα.

Ας θυμηθούμε: ο Άδωνις Γεωργιάδης εκβίασε πολιτικά τους πολίτες του Χαλανδρίου με δήθεν «δυσκολίες» στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων από έναν «ακροαριστερό» δήμαρχο, όπως ο Σίμος Ρούσσος. Λες και τα ευρωπαϊκά κονδύλια είναι της κυβέρνησης και μπορεί να τα μοιράσει στους δικούς της κατά το δοκούν. Ή λες και ο δήμος Χαλανδρίου, με δήμαρχο τον «επαναστάτη» Σίμο Ρούσσο, δεν έχει από τις καλύτερες επιδόσεις στην απορρόφηση αυτών των κονδυλίων, σε αντίθεση με πολλούς δήμους της «καλής» Δεξιάς, όπου τα κονδύλια χάνονται σε μαύρες τρύπες.

Από κοντά, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Λευτέρης Αυγενάκης, που επιχείρησε έναν ανάλογο εκβιασμό εναντίον των πολιτών της Θεσσαλίας, στην περίπτωση που δεν επέλεγαν τον εκλεκτό της ΝΔ κ. Αγοραστό. Μάλιστα, σε αυτήν την περίπτωση, με ακόμα πιο χυδαίο τρόπο, καθώς οι πληγές από την καταστροφή των πλημμυρών είναι ακόμα ορθάνοιχτες και η ανάγκη για αρωγή άμεση και επείγουσα.

Μην ξεχάσουμε και τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη, ο οποίος όχι μόνο δεν αποδοκίμασε αυτές τις πρακτικές, αλλά προχώρησε κι ένα βήμα παραπέρα, αναρωτώμενος, δήθεν, αν είναι άξιοι να διαχειριστούν τα σχετικά κονδύλια δήμαρχοι που στηρίζουν την Παλαιστίνη κι έχουν υψώσει τη σημαία της στο δημαρχιακό μέγαρο –κάτι που, σύμφωνα με τα ανωτέρω, μόνο η κυβέρνηση μπορεί να κρίνει, καθότι τα χρήματα τής ανήκουν να τα μοιράσει όπου θέλει.

Και κάτι ακόμα που δεν απέδωσε: η πολιτικά ανήθικη απόπειρα να «μαζευτεί» η ακραία ψήφος –είτε μιλάμε για την άκρα Δεξιά, είτε για το ακραίο Κέντρο– μέσω της ταύτισης των υποψηφιοτήτων που στηρίχτηκαν από την Αριστερά, και δη την εξωκοινοβουλευτική, με την τρομοκρατία και τα διαβόητα «δύο άκρα».

Πράγματι, λοιπόν, στο Χαλάνδρι, στη Θεσσαλία, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, η κάλπη είχε και τη λογική δημοψηφίσματος. Για τη δημοκρατία, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια. Και η κυβέρνηση πήρε την απάντηση της κοινωνίας, με τη μορφή ραπίσματος.

Ρήγμα στην παντοδυναμία

Αυτά, σε συνδυασμό με το πολιτικό μήνυμα που έστειλαν οι δημοκρατικοί, αριστεροί, προοδευτικοί πολίτες αυτής της χώρας ότι δεν έχουν παραιτηθεί στη μοίρα τους, ούτε δέχονται την πολιτική ηγεμονία της Δεξιάς ως κάτι δεδομένο και αναπόδραστο, αλλά θα στηρίξουν σχήματα που θα μπορούσαν –δυνητικά και υπό προϋποθέσεις– να την ανατρέψουν, συνθέτουν την εικόνα του πώς μπορεί να υποστεί καθοριστικά ρήγματα η ΝΔ, η οποία πολύ γρήγορα απέκτησε καθεστωτικά χαρακτηριστικά.

Κι αν δεν είναι αυτός λόγος να ανησυχεί ο Μάκης Βορίδης, ο οποίος έχει πει τη παροιμιώδη φράση περί «θεσμικής αποτροπής» επιστροφής της Αριστεράς (δηλαδή, οποιασδήποτε παράταξης πλην της ΝΔ) στην εξουσία, τότε ποιος είναι;

Κλείνοντας, είναι ίσως σκόπιμο να γίνει μια ειδική αναφορά στη Φωτεινή Πιπιλή, η οποία, μόνη μεταξύ των τεθλιμμένων στελεχών της ΝΔ, ήταν εν τούτοις αυτή που –ασυνείδητα ίσως– περιέγραψε με τον πλέον ειλικρινή και αυθόρμητο τρόπο το πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται η κυβερνώσα παράταξη τη σχέση της με τους πολίτες: να μην την «ζαλίσουν» ξανά για να λύσει τα προβλήματα στις γειτονιές, κάλεσε –μέσω ανάρτησης στο facebook– η κ. Πιπιλή τους δημότες της Αθήνας, παραπέμποντάς τους στους «συντρόφους του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ».

Πελατειακή λογική και νοοτροπία «ρουσφέτι – αλισβερίσι – ψήφος», βγαλμένη κατευθείαν από τα κιτάπια της παλαιοκομματικής Δεξιάς των Μαυρογιαλούρων. Την οποία, όμως, προφανώς δεν έχει πάψει να εφαρμόζει η… κατά τα άλλα σύγχρονη, μεταρρυθμιστική και φιλελεύθερη ΝΔ του 2023. Εκτιμώντας ότι για ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού της κοινού, είναι αυτή που περνάει και έχει αποτέλεσμα.

Ας κάνουμε λοιπόν ό,τι μπορούμε, ώστε τέτοιες πρακτικές και νοοτροπίες τύπου «μαστίγιο και καρότο» να μην αργήσουν να βρεθούν στη θέση που τους ταιριάζει: όχι στον κάδο της ανακύκλωσης, αλλά στο καλάθι των αχρήστων. Κι αυτό προϋποθέτει ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, κάτι που θα επιτευχθεί όμως μέσω της πολιτικής και όχι μέσω των likes και του lifestyle.

Αννέτα Καββαδία

Η ΕΠΟΧΗ