Macro

Αννέτα Καββαδία: Ο παρακολουθήσας, του παρακολουθήσαντος

Θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν τόσο σοβαρό. Και τόσο εξοργιστικό. Ο λόγος για την είδηση που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή», σύμφωνα με την οποία η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών έστειλε την περασμένη εβδομάδα έγγραφο σε υπουργούς της κυβέρνησης, με το οποίο τους προειδοποιούσε πως οι τηλεφωνικές τους συνομιλίες μέσω των ήδη γνωστών εφαρμογών επικοινωνίας, δεν είναι ασφαλείς.
 
 
Κοιτάξτε, η Ελληνική Δημοκρατία είναι ένα κράτος, ας πούμε ευρωπαϊκό –δεδομένου ότι τυγχάνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης– όπου η ΕΥΠ στέλνει προειδοποίηση στους υπουργούς να προσέχουν τι λένε στο κινητό τους, γιατί ενδέχεται να παρακολουθούνται.
 
Αυτό θα μπορούσε, όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι –υποψήφια θύματα υποκλοπών– να είναι τμήμα της «κανονικής» δουλειάς που κάνει μια υπηρεσία πληροφοριών, προστατεύοντας τα μέλη της κυβέρνησης. Όταν, όμως, μιλάμε για την ίδια υπηρεσία πληροφοριών, η οποία ήταν μέρος ενός δικτύου παράνομων παρακολουθήσεων με κέντρο το Μέγαρο Μαξίμου –αποδεδειγμένα– ο ισχυρισμός γίνεται πολιτικά σουρεαλιστικός.
 
Θα μπορούσε να τους είχε στείλει και μήνυμα «προσοχή, σας ακούμε», καλώντας τους συγχρόνως να πατήσουν το link με μια ψηφιακή ευχετήρια κάρτα, με τη διαβεβαίωση ότι είναι απολύτως αθώο και, προς Θεού, δεν παγιδεύει το κινητό τού αποδέκτη με το παράνομο λογισμικό Predator!
 
 
Η Ελληνική Δημοκρατία είναι ένα κράτος όπου κορυφαίοι υπουργοί έχουν παραδεχτεί ότι υπήρξαν –και ίσως είναι ακόμα– θύματα αυτού του δικτύου παρακολουθήσεων, αλλά δεν προσφεύγουν στη δικαιοσύνη, ούτε παραιτούνται για λόγους ευθιξίας. Αντιθέτως, φαίνονται ιδιαιτέρως πρόθυμοι να εξαργυρώσουν πολιτικά τη σιωπή τους –και την αποδοχή του γεγονότος ότι κάπου στο ψηφιακό σύμπαν είναι «φακελωμένοι»– με υψηλές θέσεις στην πυραμίδα της εξουσίας. Μάλλον είναι κι αυτός ένας τρόπος να κάνει κανείς πολιτική…
 
 
Θα πει κανείς, σε ποια δικαιοσύνη να προσφύγουν;
 
Γιατί, από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχάσουμε το πολύ πρόσφατο και αποκαρδιωτικό θέαμα ενός διακεκριμένου δικαστικού –του προέδρου της ΑΔΑΕ, Χρήστου Ράμμου– να λυγίζει δημόσια συνειδητοποιώντας πόσο έχει καταρρακωθεί το δικό του κύρος προσωπικά, κυρίως όμως το κύρος του θεσμού που εκπροσωπεί και υπηρέτησε επί 40 χρόνια. Ιδίως όταν ο ίδιος έχει, επί της ουσίας, παροπλιστεί σε μια συνταγματικά κατοχυρωμένη, υποτίθεται, Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία επιχείρησε να ρίξει φως στην υπόθεση των υποκλοπών και η σύνθεσή της άλλαξε, με φιλικότερα στην κυβέρνηση πρόσωπα, μέσω ούτε καν τυπικά έγκυρων διαδικασιών, μέσα σε μια Βουλή που επίσης έχει απαξιωθεί.
 
 
Εξοργιστική αδράνεια, εκκωφαντική σιωπή
 
 
Και το χειρότερο: για όλα αυτά δεν κουνιέται φύλλο.
 
Γιατί παρά τις φιλότιμες προσπάθειες από όσους –μετρημένους στα δάχτυλα– θαρραλέους δημοσιογράφους τιμούν ακόμα το λειτούργημά τους, να ερευνήσουν και να αποκαλύψουν πώς οι ψηφιακοί κοριοί του Predator παγίδευαν τα θύματά του, είναι συντριπτική η υπεροπλία του μιντιακού στρατοπέδου που έχει ως δουλειά να περνάει το αφήγημα πως «ο κόσμος έχει άλλα, αληθινά προβλήματα» και επομένως δεν τον απασχολεί και τόσο το γεγονός ότι ζει σε μια ανελεύθερη, τύποις δημοκρατία με ξεφτισμένο ευρωπαϊκό λούστρο, όπου όλοι θεσμοί του κράτους δικαίου έχουν ευτελιστεί. Αποσιωπώντας, σκοπίμως, πως το ότι ο κόσμος έχει «άλλα, αληθινά προβλήματα», δηλαδή προβλήματα οικονομικής επιβίωσης, συνδέεται άμεσα με το ότι ζει σε μια τέτοια χώρα.
 
 
Είναι αληθινά αξιοθρήνητη –και θα έπρεπε να είναι εξοργιστική– η εικόνα ενός ανεξέλεγκτου συστήματος νομής της εξουσίας εντός του οποίου οι παρακολουθούντες παρακολουθούνται από άλλους παρακολουθούντες, μέχρι κανείς να μη γνωρίζει ακριβώς ποιος παρακολουθεί ποιον. Την ώρα που η Βουλή και η ανεξάρτητη, υποτίθεται, Δικαιοσύνη ασχολούνται περισσότερο με το να «ερευνούν» αυτούς που αποκάλυψαν το κύκλωμα των παρακολουθήσεων και των (πολιτικών) εκβιασμών, όσους προσπάθησαν να κάνουν κάτι θεσμικά για να το φέρουν ενώπιον μιας κάποιας λογοδοσίας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους αυτουργούς των παρακολουθήσεων και τους εγκεφάλους του κυκλώματος.
 
 
Έχει ξαναγραφτεί, έχει ξαναειπωθεί: η υπόθεση των υποκλοπών δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμα μία είδηση, όπως σωστά τεκμηριώνεται στην (όποια) δημόσια συζήτηση. Θίγει στον πυρήνα του το κράτος δικαίου και τελικά την ίδια τη δημοκρατία.
 
Ακυρώνει και προσβάλει τον πυρήνα του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, καθώς και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και φυσικά, δεν μπορεί επ’ ουδενί να τίθεται αντιπαραθετικά ως πολιτική προτεραιότητα με τα υπόλοιπα ζητήματα, όσο σημαντικά κι αν είναι αυτά, όσο πιο άμεσα κι αν επηρεάζουν με υλικό τρόπο την καθημερινότητα όλων μας.
 
Γιατί η ύπαρξη κανόνων και πλαισίου, η αντίσταση στο «δίκαιο του πιο ισχυρού», δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει τους πάντες, καθώς επηρεάζει άμεσα αυτή την καθημερινότητα.
 
Η, δε, καταστρατήγησή τους –όπως συμβαίνει στην περίπτωση των παρακολουθήσεων– είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την απομάκρυνση από τους ίσους όρους που, θεωρητικά, πρέπει να διέπουν την όποια συζήτηση αφορά τη ζωή και την ευημερία των πολιτών.
 
 
Έστω, λοιπόν, διά της πλαγίας, έστω με αυτόν τον γκροτέσκο και προσβλητικό, για τη νοημοσύνη των πολλών, τρόπο –δηλαδή η ΕΥΠ, που αποδεδειγμένα παρακολουθούσε, να προειδοποιεί υπουργούς ότι μπορεί να παρακολουθούνται (!)– ας ανοίξει, επιτέλους, η συζήτηση που αφορά το μείζον θέμα της λειτουργίας του κράτους δικαίου. Γιατί καλές οι διακηρύξεις περί ευρωπαϊκού προσανατολισμού, καλό να ομνύει κανείς στις ευρωπαϊκές αξίες και τα ευρωπαϊκά ιδεώδη, κάλλιστη ωστόσο η αλήθεια.
 
Και η αλήθεια είναι πως με αποκλειστική ευθύνη της ΝΔ και της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η Ελλάδα έχει μπει στον μαύρο κατάλογο των χωρών που παραβιάζουν στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Κι αυτό, δεν τιμά κανέναν. Ούτε αυτούς που το προκαλούν, ούτε αυτούς που σιωπούν δεχόμενοι ότι «ο κόσμος έχει άλλα, σοβαρότερα προβλήματα».

Αννέτα Καββαδία