Είχε ενδιαφέρον η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη να ανακοινώνει κάποια μέτρα για τον έλεγχο των τιμών, όπως πχ το πλαφόν στο περιθώριο μεικτού κέρδους στο βρεφικό γάλα. Ή να στέλνει… μήνυμα προς τις πολυεθνικές πως «η Ελλάδα δεν είναι μπανανία». Ή, με προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, να λέει πως «ο πληθωρισμός της απληστίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτός». Και είχε ενδιαφέρον γιατί βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας 4,5 χρόνια τώρα. Διάστημα κατά το οποίο οι τιμές εκτοξεύθηκαν, η αισχροκέρδεια είναι κοινό μυστικό, οι έλεγχοι πρακτική προς εξαφάνιση και η ακρίβεια βόμβα στα θεμέλια της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών.
Μόνο που ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι απλός παρατηρητής ή σχολιαστής των γεγονότων, είναι ο πρωθυπουργός της χώρας. Τώρα θυμήθηκε πως πρέπει να μπει ένα φρένο στην ασυδοσία; Κι όλα αυτά περί «εισαγόμενης» ακρίβειας που διαλαλούσαν ο ίδιος και οι υπουργοί του; Φυσικά, η μέχρι σήμερα αδράνεια, αλλά και η ατολμία η οποία χαρακτηρίζει τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν, δεν πρέπει να μας ξενίζει. Δεξιά κυβέρνηση έχει η χώρα, τη λογική του νεοφιλελεύθερου συστήματος υπηρετεί, στις αγορές υποκλίνεται.
Καύσιμο για την ακροδεξιά
Το πρόβλημα έγκειται αλλού: στο ότι σε συνθήκες τεράστιας οικονομικής δυσπραγίας, φτώχειας, διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, ο νεοφιλελευθερισμός –που είναι ο βασικός υπαίτιος της κοινωνικής αυτής αποδιάρθρωσης– δεν επιτρέπεται να παίζει χωρίς αντίπαλο. Ποια είναι η βασική του αρχή, αξία, αλλά και προϋπόθεση; Ο λαός να ζει με επιδόματα και να λέει κι ευχαριστώ. Βασικό του εργαλείο, ο πλήρης έλεγχος των ΜΜΕ για να καλλιεργείται ο λαϊκισμός και ο φόβος. Κι εκεί ακριβώς εμφιλοχωρεί ο ακροδεξιός μύθος, που οδηγεί σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, μισαλλοδοξία, καλλιέργεια κάθε είδους φόβου –ξενοφοβία, ρατσισμό, ομοφοβία, τρανσφοβία– και κυρίως σε πλήρη έλεγχο των διεκδικήσεων των εργαζομένων, αφού η σύγκρουση δεν αφορά πια τις σχέσεις με τα μέσα παραγωγής, αλλά τις θρησκευτικές και φυλετικές διαφορές, ενώ ο κοινωνικός αυτοματισμός γίνεται βασικό πολιτικό κριτήριο της κοινής γνώμης και η βία αποδεκτή λύση.
Κυρίαρχη ταυτότητα αναδεικνύεται η εθνική/πολιτισμική, αυτή χωρίζει «εμάς» και τους «άλλους». Γι’ αυτό η ακροδεξιά λέει «πρώτα οι Έλληνες, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί» και κατηγορεί την Αριστερά «εσείς νοιάζεστε μόνο για τους πρόσφυγες». Γι’ αυτό απαντά στον φόβο του κόσμου για τις ανισότητες, για τις περικοπές στην υγεία και την πρόνοια, με τον φόβο του «άλλου» και την απειλή πολιτισμικής αλλοίωσης. Η ακροδεξιά ξέρει καλά πώς να ντριπλάρει: εκμεταλλεύεται τη φτώχεια και τις ανισότητες, αλλά το οικονομικό θέμα δεν το αγγίζει γιατί δεν διαφωνεί με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που γεννά ακραία φτώχεια. Ξέρει πως ο άνεργος και ο συνταξιούχος πιο δύσκολα θα βγουν στον δρόμο για την κομμένη τους σύνταξη, την ανεργία, τις λίγες ΜΕΘ. Θυμώνουν όμως για το μεταναστευτικό, για τα θρησκευτικά στο σχολείο ή για τον γάμο και την παιδοθεσία για όλ@.
Να γιατί σε συνθήκες μεγάλων οικονομικών αλλά και υγειονομικών κρίσεων, με δουλειές να χάνονται, με ένα ασθενικό κράτος πρόνοιας, με την ελαστική και μαύρη εργασία να τείνει να γίνει ο κανόνας, με την ανασφάλεια και τον θυμό να κυριαρχούν, η καύσιμη ύλη για ακροδεξιά μορφώματα πολλαπλασιάζεται. Το απέδειξαν, άλλωστε, οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές: σχεδόν ένας στους δέκα (9,2%) ψηφοφόρους ηλικίας 17-34 ετών ψήφισε το κόμμα που υπαγόρευσε ένας καταδικασμένος ναζί εγκληματίας, στις λαϊκές περιφέρειες της Δυτικής Αττικής και της Β’ Πειραιά οι «Σπαρτιάτες» είχαν μεγαλύτερα ποσοστά από το εθνικό τους ποσοστό και στην υποβαθμισμένη Β’ Θεσσαλονίκης και τα τρία ακροδεξιά κόμματα πέτυχαν υψηλά ποσοστά.
Η Αριστερά προ των ευθυνών της
Κι εδώ αναδύεται επιτακτικό το ερώτημα: πώς (ξανα)παίρνει μπροστά μια «ταξική κοινωνία σε ακινησία»; (όρος του Κλάους Ντέρε, καθηγητή κοινωνιολογίας της εργασίας και της βιομηχανίας στην Ιένα). Ποιες είναι οι αριστερές προτάσεις που θα ξεπερνάνε τη λογική του κυρίαρχου συστήματος και θα καταφέρουν να γίνουν ελκυστικές σε στρώματα καταπιεσμένων, οι οποίοι αντί να διεκδικούν την αναδιανομή και την κοινωνική δικαιοσύνη, στρέφονται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση;
Στο βαρυσήμαντο βιβλίο του «Επιστροφή στη Ρενς», ο Ντιντιέ Εριμπόν, προσπαθεί μεταξύ άλλων να εξηγήσει πώς η οικογένεια του, μια εργατική οικογένεια που ψήφιζε Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας κατέληξε να ψηφίζει Εθνικό Μέτωπο, πώς η μητέρα του, μια γυναίκα που είχε κάνει εκτρώσεις στη Γαλλία όταν ήταν παράνομες, ψήφισε ένα κόμμα που ευαγγελίζεται την εκ νέου απονομιμοποίηση των εκτρώσεων. «Αυτοί οι δύο τρόποι συγκρότησης του εαυτού ως πολιτικού υποκειμένου, εδράζονται σε διαφορετικές κατηγορίες πρόσληψης και διαίρεσης του κοινωνικού κόσμου που μπορούν μάλιστα να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο, σε διαφορετικές χρονικότητες ασφαλώς και σε διαφορετικούς τόπους, σε συνάρτηση με τις διαφορετικές δομές της καθημερινής ζωής στις οποίες μπορεί να είναι ενταγμένο: εξαρτάται αν υπερισχύει η έμπρακτη αλληλεγγύη στο εργοστάσιο ή ο ανταγωνισμός για τη διατήρηση μιας θέσης εργασίας, αν νιώθει ότι ανήκει σ’ ένα άτυπο δίκτυο γονέων που περιμένουν τα παιδιά τους στο σχολείο ή αν είναι απελπισμένο με τις δυσκολίες της ζωής στη γειτονιά», γράφει.
Εύκολες απαντήσεις σίγουρα δεν υπάρχουν. Το σίγουρο, ωστόσο, είναι πως όσο η Αριστερά καθυστερεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών, όσο εμφανίζεται άτολμη να κινηθεί με μια λογική πέραν της πεπατημένης και του κυρίαρχου συστήματος, όσο αποδέχεται ως κανονικότητα τη μοιρολατρία των παραδομένων στις δυσκολίες τους πολιτών, τόσο δυσκολότερα θα μπορέσει να εμπνεύσει, να συμπαρασύρει, να πείσει ως η αξιόπιστη εναλλακτική. Και ελαφρυντικά για αυτή την ολιγωρία, δεν μπορεί να επικαλεστεί κανείς. Δεν θα ακούγονταν πειστικά, άλλωστε.
Αννέτα Καββαδία