Macro

Αννέτα Καββαδία: Μια «ταράτσα» όλο το Σύνταγμα

Συναυλία ήταν και πέρασε(;). Το αποτύπωμά της, ωστόσο, θα εξακολουθεί να πυροδοτεί συζητήσεις έστω κι αν η, με δημοσιογραφικούς όρους, επικαιρότητα την έχει προσπεράσει. Ο λόγος για την πρωτοχρονιάτικη συναυλία στο Σύνταγμα. Μια συναυλία που πέραν των –ούτως ή άλλως υποκειμενικών− εκτιμήσεων ως προς την επιλογή των καλλιτεχνών, την αρτιότητα ή το περιεχόμενό της, έγινε πολιτικό γεγονός υπό την έννοια των αντιδράσεων που προκάλεσε και του δημόσιου διαλόγου που αναπτύχθηκε.
 
Και τι δεν ακούστηκε! Από το ότι ο Χάρης Δούκας θα έπρεπε να πει «κάνω πρωτοχρονιά για το ΠΑΣΟΚ ή κάνω γιορτή για να υποδεχθεί η Χαμάς τον καινούριο χρόνο»(!) (Άρης Πορτοσάλτε), μέχρι το ότι η πλειονότητα όσων βρέθηκαν στο Σύνταγμα ήταν άντρες μεταναστευτικού προφίλ, «περιθωριακοί» και λούμπεν στοιχεία. Ότι μια επιθεωρησιακού τύπου μουσική παράσταση που ξεκινούσε το 1945 κι έφτανε μέχρι το 2025, «ντυμένη» με τις μουσικές δημιουργίες των Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, Πλέσσα, Λοΐζου, Κηλαηδόνη, Χατζή και τη φωνή του Δεληβοριά, της Φριντζήλα, της Μποφίλιου, του Αλευρά, λειτούργησε επί της ουσίας σαν …προπαγανδιστικό βήμα υπέρ «παλαιστίνιων τρομοκρατών» μόνο και μόνο γιατί οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν έχουν πάρει ευθέως θέση για τη συνεχιζόμενη σφαγή στη Γάζα, κάτι που φρόντισαν να υπενθυμίσουν –εμφανιζόμενες με την παλαιστινιακή μαντίλα− οι δύο γυναίκες της συντροφιάς τραγουδώντας το «Τίποτα δεν πάει χαμένο» των Ρασούλη – Λοΐζου.
 
Και να οι χαρακτηρισμοί –«τοξικό»,«διχαστικό»,«μειοψηφικό» το γεγονός− και να να ζητιέται η κεφαλή του δημάρχου Αθηναίων επί πίνακι, και να να επιχειρείται η απαξίωση των καλλιτεχνών. «Τόλμησε» η δημοτική αρχή να ξεφύγει από την πεπατημένη; «Τόλμησε» να επενδύσει σε ένα πολιτικοποιημένο πολιτιστικό δρώμενο; «Τόλμησε» να εμφανιστεί συμπεριληπτική; Στην πυρά!
 
Το αν αρέσει ή δεν αρέσει το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό «προϊόν» είναι, προφανώς, κάτι εντελώς υποκειμενικό. Όπως είναι εντελώς θεμιτό να υπόκειται σε κριτική οτιδήποτε γίνεται με δημόσιο χρήμα. Άλλο, όμως, αυτό και άλλο να εξαπολύεται ένα κυνήγι μαγισσών, να επιχειρείται δολοφονία χαρακτήρων μόνο και μόνο γιατί οι πρωταγωνιστές της βραδιάς δεν ανήκουν στο «γαλάζιο» στρατόπεδο (το ότι για πρώτη φορά στήθηκε «αντι-φιέστα» στο Πεδίον του Άρεως από τον «γαλάζιο» περιφερειάρχη, είναι ενδεικτικό της ενόχλησης).
 
Θα ήταν, ωστόσο, όχι λάθος, αλλά ελλιπές να πιστέψει κανείς πως ο θόρυβος που προκλήθηκε έχει να κάνει μόνο με στενές κομματικές έριδες. Το θέμα πάει πολύ βαθύτερα, καθώς αυτό που πραγματικά ενόχλησε είναι το ότι δόθηκε βήμα και χρόνος σε μια συγκεκριμένη οπτική πάνω στα ιστορικά γεγονότα και στις ιστορικές διαδρομές. Το ότι φέτος η γιορτή δεν έμεινε μόνο στη λάμψη, στα φώτα, στην επιφάνεια, αλλά υπενθύμισε πως η Τέχνη οφείλει να αφυπνίζει συνειδήσεις. Κι αυτό, σε μια περίοδο που από τα δεξιά επιχειρείται συστηματικά η αναθεώρηση της Ιστορίας, ενοχλεί. Και ενοχλεί πολύ.
 
Γιατί ας μη γελιόμαστε, ο δεξιός αναθεωρητισμός καλά κρατεί. Ιδιαιτέρως όταν βρίσκει ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον που τον ενθαρρύνει και τον υποθάλπει. Περιβάλλον σαν και αυτό που επέτρεψε την ατιμωρησία των συνεργατών των κατακτητών, την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σαν και αυτό που με πρόσχημα τον αντικομμουνισμό, επέτρεψε την ενσωμάτωση των δωσίλογων στον κρατικό μηχανισμό στο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κράτος. Σαν και αυτό που επέτρεψε σε υπουργούς των κατοχικών κυβερνήσεων να πολιτεύονται ως υποψήφιοι δήμαρχοι και βουλευτές. Σαν και αυτό που έχρισε εθνικόφρονες πατριώτες όσους συνεργάστηκαν με τους ναζί σε εγκλήματα πολέμου ενάντια στον ελληνικό λαό. Σαν και αυτό που κατά τη διάρκεια της χούντας, έφτασε να χορηγήσει συντάξεις στους ταγματασφαλίτες. Σαν και αυτό που, στις σχετικές δίκες, έριξε στα μαλακά βασανιστές της χούντας.
 
Μέσα σε αυτό το γενικότερο κλίμα της αναθεώρησης της Ιστορίας, και δη της Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την επιχειρούμενη εξίσωση ναζισμού και κομμουνισμού, με την απόπειρα συμψηφισμού θυτών και θυμάτων, ταγμάτων ασφαλείας και αντιστασιακών και ενοχοποίησης της Αντίστασης για τις εκατόμβες της ναζιστικής θηριωδίας, το πολιτικό περιβάλλον μοιάζει ξανά ευνοϊκό. Ιδιαιτέρως όταν έχουν αναδυθεί, για άλλη μια φορά, στην πολιτική σκηνή πολιτικοί εγνωσμένων ακροδεξιών φρονημάτων.
 
Σε αυτή, λοιπόν, τη συνθήκη, το να μη συντάσσεται κανείς σήμερα με το αφήγημα που θέλει «δολοφόνους Παλαιστίνιους να βιώνουν τα δικαιολογημένα αντίποινα των Ισραηλινών», το να παίρνει θέση από συγκεκριμένη σκοπιά και να …θολώνει τη λάμψη των γιορτινών του ρούχων ρίχνοντας την καφίγια στους ώμους του, το να κάνει σάτιρα που ενοχλεί την κυβέρνηση και να μη σιωπά μπροστά στα εγκλήματα –είτε αφορούν τη Γάζα, είτε τα Τέμπη− θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως. Που εντάσσεται στην ιδεολογική μάχη την οποία η Δεξιά με συνέπεια δίνει. Γιατί, ας μη γελιόμαστε: η αναθεώρηση της Ιστορίας στην ιδεολογική ηγεμονία στοχεύει.
 
Πώς το είπε ο Μάκης Βορίδης στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό πριν έναν περίπου μήνα στη Βουλή; «Έχει σπάσει επιτέλους η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, βρισκόμαστε σε ένα άλλο ιδεολογικό και κοινωνικό περιβάλλον και αυτή είναι η πρώτη, κύρια και μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη». Οτιδήποτε, λοιπόν, μπαίνει εμπόδιο σε αυτή τη μάχη, πρέπει να εξοστρακίζεται. Γιατί όπως πολύ καλά ξέρουν οι «νόμιμοι ιδιοκτήτες της χώρας», αυτό που χαρακτηρίζουν αριστερή ιδεολογία είναι το πραγματικό πεδίο της μάχης: οι ιδέες πίσω από τους όρους της ζωής των ανθρώπων –πίσω από την εργασιακή αγριότητα, τις ατομικές συμβάσεις, την ιδιωτική υγεία και παιδεία, πίσω από ένα κίνημα ειρήνης. Και αυτές τις ιδέες θέλουν να πολεμήσουν. Το θέμα είναι η Αριστερά πώς αντιδρά. Τι λέει. Και, κυρίως, τι κάνει.
 
Αννέτα Καββαδία