Η καλή, πολύ καλή, είδηση των ημερών: η επανέκθεση των βανδαλισμένων έργων του Χριστόφορου Κατσαδιώτη στην Εθνική Πινακοθήκη. Η αδιάφορη είδηση των ίδιων ημερών: η διαγραφή από τη «Νίκη» του βουλευτή Νίκου Παπαδόπουλου, του αυτουργού των βανδαλισμών των συγκεκριμένων έργων.
Ξεκινώντας από τα θετικά, να επισημανθεί ότι τίποτα δεν θεωρείται αυτονόητο. Σε περιόδους μάλιστα επέλασης του μαύρου μετώπου –στην Ελλάδα και διεθνώς– οτιδήποτε σηματοδοτεί νίκη της ελευθερίας και της έκφρασης, δεν πρέπει να υποτιμάται. Και η απόφαση για την επανέκθεση των βανδαλισμένων έργων, μόνο ως μια τέτοια νίκη μπορεί να νοηθεί. Η επαναφορά τους στον δημόσιο χώρο δεν είναι απλώς μια συμβολική αντίδραση απέναντι σε κατάπτυστες, επικίνδυνες πρακτικές λογοκρισίας αλλά συνιστά και σηματοδοτεί κάτι πολύ βαθύτερο: την υπεράσπιση της ίδιας της δημοκρατίας και τη βιωμένη αντίσταση απέναντι στην ακροδεξιά.
Έχει σημασία να αναγνωριστεί η ορθή, τελικά, στάση της διεύθυνσης της Πινακοθήκης –μετά την απολύτως θεμιτή κριτική που είχε δεχθεί τις μέρες του συμβάντος– κι αυτό γιατί, όπως προαναφέρθηκε, τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο. Όπως έχει σημασία να αναγνωριστεί και ο καθοριστικός για τις εξελίξεις ρόλος όλων όσοι από την πρώτη στιγμή αντέδρασαν σθεναρά. Από καλλιτέχνες και κληρονόμους καλλιτεχνών οι οποίοι δήλωσαν ότι θα αποσύρουν τα έργα τους όσο συνεχίζεται η λογοκρισία, τη σχετική Πρωτοβουλία με συμμετοχή δημοσιογράφων, εκπαιδευτικών, ανθρώπων της Τέχνης και του Πολιτισμού, μέχρι τον κόσμο που πλαισίωσε τις διαμαρτυρίες που πραγματοποιήθηκαν. Μια συντονισμένη αντίδραση, δείγμα υγιών ανακλαστικών, που δείχνει ότι χαμένες είναι τελικά μόνο οι μάχες που δεν δίνονται. Που δείχνει όμως και κάτι άλλο: πως ο αγώνας εναντίον της ακροδεξιάς και του σκοταδισμού οφείλει να είναι καθημερινός, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα, χωρίς εκπτώσεις και πισωγυρίσματα. Γιατί η δημοκρατία και η προάσπισή της, δεν είναι κάποιες αφηρημένες έννοιες αλλά συνίστανται στα καθημερινά βιώματα και δοκιμάζονται στην καθημερινή πρακτική σε κάθε είδους πεδίο.
Κι αν οι εξελίξεις στην Εθνική Πινακοθήκη μάς έκαναν να χαμογελάσουμε, η είδηση της διαγραφής Παπαδόπουλου από το κόμμα του –με αφορμή την άρνησή του να υπογράψει πρόταση σχετικά με τον Προσωπικό Αριθμό Πολίτη, με τη θέσπιση του οποίου διαφωνεί κάθετα η «Νίκη»– αν και αδιάφορη ως γεγονός, ήρθε να μας υπενθυμίσει τον χώρο και τον χρόνο που απολαμβάνει αυτή τη στιγμή στην ελληνική Βουλή, ο σκοταδιστικός, αντιδραστικός λόγος –που δεν είναι, φυσικά, «προνόμιο» μόνο του συγκεκριμένου κόμματος. Ήρθε να μας υπενθυμίσει το πώς τα ιδεολογικά μοτίβα στα οποία στηρίζονται ακροδεξιά μορφώματα παραμένουν ενεργά και μάλιστα σε κάποιους θεσμούς ίσως ακόμα και κυρίαρχα. Μην ξεχνάμε τα «ναι μεν αλλά» που ακολούθησαν τους βανδαλισμούς στην Πινακοθήκη. «Δεν δικαιολογώ αλλά κατανοώ την πράξη» είχε πει τότε ο πρόεδρος της «Νίκης», τη λύπη της για το περιεχόμενο των συγκεκριμένων έργων, και όχι για την πράξη, είχε εκφράσει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος η οποία μάλιστα είχε αποφασίσει «να ενεργήσει τα δέοντα προς την Ελληνική Κυβέρνηση» ενώ για «καταδικαστέα, έκνομη» πράξη αλλά όχι για βανδαλισμό είχε μιλήσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ο οποίος μάλιστα είχε χαρακτηρίσει «θεμιτότατη» την παρέμβαση της εκκλησίας προτρέποντας «να μην «πυροβολούμε» ούτε τη μία ούτε την άλλη άποψη».
Έχουμε αναφέρει και παλιότερα σχετική μελέτη που επιμελούνται η Ρόζα Βασιλάκη και ο Γιώργος Σουβλής (παρέχεται δωρεάν μέσα από το ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ), η οποία επιχειρεί να ψηλαφίσει απαντήσεις στο πώς στοιχεία της ακροδεξιάς ιδεολογίας σιγά-σιγά «νομιμοποιούνται» και πώς σταδιακά χτίζεται μια «κανονικότητα» που, αν μη τι άλλο, δεν τρομάζει όπως στο παρελθόν. Μελετώντας θέματα όπως η «δεξιοποίηση των έμφυλων πολιτικών ταυτότητας», ο ρόλος των εγχώριων ΜΜΕ στη «δημιουργία ηθικού πανικού και κανονικοποίησης της ακροδεξιάς ρητορικής», η ακροδεξιά ρητορική στις ένοπλες δυνάμεις και στην ορθόδοξη εκκλησία, αυτό που επί της ουσίας πραγματεύονται είναι η διείσδυση και οι μεταμορφώσεις του ακροδεξιού τρόπου σκέψης στην ελληνική κοινωνία. Γιατί περί αυτού ακριβώς μιλάμε: για την κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Η οποία δεν προήλθε, φυσικά, από κάποιον κενό χώρο, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας πολυδιάστατης διαδικασίας που ξεκίνησε με την είσοδο του ΛΑ.Ο.Σ στη Βουλή και τη μετέπειτα συμμετοχή του στην τρικομματική κυβέρνηση, παίζοντας τον ρόλο του «σταθεροποιητικού παράγοντα», συνεχίστηκε με τα λάιφ στάιλ αφιερώματα σε υψηλής τηλεθέασης εκπομπές και με συνεντεύξεις των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής σε «σοβαρούς» συστημικούς δημοσιογράφους και κορυφώθηκε με τη θεωρία της «σοβαρής Χρυσής Αυγής» και του «αυθεντικού κινήματος».
Κακά τα ψέματα, αν δεν θέλουμε να εθελοτυφλούμε, η Ακροδεξιά είναι ήδη μέρος του mainstream πολιτικού σκηνικού και της κυβέρνησης αφού κόμματα που προσπάθησαν να ενσωματώσουν την ακροδεξιά ρητορική τελικά βρέθηκαν επί της ουσίας να την υπηρετούν. Η ΝΔ, εδώ και χρόνια, έχει αποδεχθεί την πολιτική αναγκαιότητα να έχει μια ισχυρή ακροδεξιά πτέρυγα με σταθερή κυβερνητική παρουσία εξ ου και η επένδυση στην καταστολή και στον αυταρχισμό ως απάντηση σε υπαρκτά προβλήματα. Η νεανική παραβατικότητα, για παράδειγμα, επιλέγεται να αντιμετωπιστεί με περαιτέρω αυστηροποίηση του πλαισίου, μεγαλύτερες ποινές και ακόμη περισσότερες αποβολές.
Καμία μέριμνα για τα αίτια του φαινομένου και για τις πολιτικές που το πριμοδοτούν.
Η μετατόπιση της κυβέρνησης όλο και δεξιότερα, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό στο όνομα του πολιτικού ρεαλισμού να αναιρεί προηγούμενες θέσεις του, δεν μπορεί να αγνοηθεί. Όπως δεν μπορεί να αγνοηθεί το έδαφος που φαίνεται να κερδίζουν φωνές που είτε προτάσσουν ως λύση τη λογική «όλοι ίδιοι είναι», απορρίπτοντας συλλήβδην το πολιτικό σύστημα, είτε φωνές που με μότο «ούτε αριστερά ούτε δεξιά, μόνο μπροστά» πλασάρονται ως αντισυστημικές αλλά κάθε άλλο παρά τέτοιες είναι. Γιατί αν αγνοηθούν, μόνο ζοφερότερο προβλέπεται το μέλλον.