Αν έμενε κανείς στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων, αλλά και στις κλισέ προσεγγίσεις (πχ «άρωμα γυναίκας») των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων, εκείνες τις, σπάνιες, φορές που μια γυναίκα κατακτά την πρωτιά σε κάποια πολιτική/κομματική αναμέτρηση, θα πίστευε πως έχουν έρθει τα πάνω–κάτω και πως, πράγματι, οι γυναίκες κατάφεραν να κατακτήσουν τελικά την ισότιμη θέση που δικαιούνται στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Είναι όμως έτσι; Έπαψε η ισότιμη εκπροσώπηση των φύλων –όλων των φύλων– να αποτελεί ζητούμενο;
Δεν έχουν περάσει παρά λίγες μέρες από τις εσωκομματικές εκλογές και την ανάδειξη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, από το συνέδριο και την εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, αλλά και από την ανάδειξη της Πολιτικής Επιτροπής της ΝΔ. Και παρά τις πρωτιές τόσο της Έφης Αχτσιόγλου (ΣΥΡΙΖΑ), όσο και της Όλγας Μαγγανά (ΝΔ), μια προσεκτικότερη ματιά στα συνολικά αποτελέσματα και των τριών κομμάτων, αρκεί για να καταδειχθεί ο σημαντικός βαθμός υστέρησης σε ό,τι αφορά την υπερψήφιση γυναικών.
Στη ΝΔ, από τα 210 άτομα της νέας Πολιτικής της Γραμματείας, 53 είναι οι γυναίκες εκ των οποίων 13 στην πρώτη 50άδα και 23 στην 100άδα. Ένα αποτέλεσμα που αντανακλά τη συνολικότερη αντιμετώπιση των γυναικών από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αφού και το κυβερνητικό σχήμα διαπνέεται από την ίδια ακριβώς λογική: μόλις δύο υπουργοί και πέντε γυναίκες συνολικά στην 51μελή κυβέρνηση τον Ιούλιο του 2019, οι οποίες (γυναίκες) αυξήθηκαν σε 10 στο σημερινό 59μελές σχήμα. Αναμενόμενο, αν θυμηθούμε το πώς είχε αντιμετωπίσει ο πρωθυπουργός σχετική ερώτηση δημοσιογράφου του BBC, την επαύριο της ορκωμοσίας της κυβέρνησής του : «δυστυχώς δεν υπάρχουν τόσες γυναίκες που θα ενδιαφέρονταν να ασχοληθούν με την πολιτική. Ζήτησα από πολλές γυναίκες να μπουν στην κυβέρνηση, αλλά ήταν πολύ πιο διστακτικές να το κάνουν από τους άνδρες», είπε. Ο ίδιος άνθρωπος που λίγο καιρό πριν, τον Μάϊο του 2019, μιλώντας σε τηλεοπτική life style εκπομπή, είχε δηλώσει πως «έχω πλήρη αίσθηση ότι οι βασικές δουλειές στο σπίτι γίνονται από τη νοικοκυρά». Αναπαράγοντας –συνειδητά ή ασυνείδητα, κανείς δεν ξέρει– την πιο στερεοτυπική πατριαρχική αντίληψη των εποχών του ‘60, ότι δηλαδή ο φυσικός χώρος της γυναίκας είναι η κουζίνα!
Προχωρώντας στον ΣΥΡΙΖΑ –που είναι και το πρώτο κόμμα που θεσμοθέτησε την αυτονόητη, όπως θα έπρεπε να είναι άλλωστε, ισότιμη (50–50) εκπροσώπηση των φύλων στη σύνθεση του 300μελούς ανώτατου καθοδηγητικού του οργάνου– και μελετώντας την τελική κατάταξη των γυναικών υποψηφίων, διαπιστώνει κανείς πως μόλις 7 γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη 50άδα και 29 στην 100άδα. Κάτι που καταδεικνύει πως υπολείπονται κατά πολύ στη σταυροδοσία έναντι των ανδρών συνυποψηφίων τους. Μια παράδοση που δεν έσπασε, δυστυχώς, ούτε κατά την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, αφού στην πρώτη 40μελή κυβέρνηση του 2015, άξιες για τον υπουργικό θώκο κρίθηκαν μόλις 6 γυναίκες, οι οποίες αυξήθηκαν σε 13 κατά τον ανασχηματισμό του 2018.
Για «άρωμα γυναίκας» μιλάνε και στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Μόνο που μπορεί –λόγω ποσόστωσης– το 1/3 του σώματος να αποτελείται από γυναίκες, το γεγονός ωστόσο ότι η πρώτη από αυτές συναντάται στην 29η θέση κατάταξης, η δεύτερη στην 77η θέση, ενώ η συντριπτική πλειονότητα βρίσκεται κάτω από τη θέση 200, είναι αρκετό για να φανεί το μέγεθος του προβλήματος.
Μα αρκεί, θα αναρωτηθεί κανείς, η γυναικεία ιδιότητα για να προκριθεί μια υποψηφιότητα έναντι κάποιας άλλης (αντρικής); Προφανώς και όχι. Η Μάργκαρετ Θάτσερ γυναίκα ήταν άλλωστε, και η πολιτική που ακολούθησε ταυτίστηκε με την πιο σκληρή, ανάλγητη, νεοφιλελεύθερη εκδοχή της. Σε γυναίκες είχε εμπιστευθεί τα μισά υπουργεία της κυβέρνησής του ο Ματέο Ρέντσι, και μόνο ως υπόδειγμα ευαίσθητης, λαϊκής κυβέρνησης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Γυναίκες καταλαμβάνουν ανώτατους πολιτειακούς και πολιτικούς θώκους και υπηρετούν μέχρι κεραίας νεοφιλελεύθερα αφηγήματα.
Προφανώς, λοιπόν, δεν είναι θέμα φύλου, αλλά θέμα πολιτικού σχεδίου, ποιες δηλαδή πολιτικές υπηρετεί κάθε γυναίκα σε θέση εξουσίας. Το επίδικο, ωστόσο, το οποίο αποτελεί και το διακύβευμα αγώνων χρόνων του φεμινιστικού –και όχι μόνο– κινήματος, έχει να κάνει με τις ίσες ευκαιρίες. Κατά πόσο, δηλαδή, εκκινούν όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου, από την ίδια αφετηρία. Κι επειδή το φεμινιστικό κίνημα δεν προσδοκά την ανάδειξη γυναικών σε ανώτατα αξιώματα επειδή απλώς είναι γυναίκες, γι’ αυτό και τα ερωτήματα περί ποσόστωσης –κατά πόσο αυτή είναι θεμιτή και αν προσβάλλει τελικά τις ίδιες τις γυναίκες, όπως από διάφορες πλευρές ακούγεται– απαντώνται, εν πολλοίς, από τα αριθμητικά στοιχεία που παρατέθηκαν παραπάνω. Έρευνες, άλλωστε, τόσο στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όσο και σε κοινοβούλια και κοινοβουλευτικές ομάδες άλλων χωρών, έχουν δείξει ότι η ποσόστωση πράγματι επιτυγχάνει συγκεκριμένες μετατοπίσεις προς όφελος των γυναικών, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι ανατρέπονται βαθιά εδραιωμένες αντιλήψεις για τη θέση τους στον δημόσιο βίο. Αντιλήψεις που βασίζονται, εν πολλοίς, και σε έναν διάχυτο σεξισμό, ο οποίος δεν γνωρίζει από κομματικά στεγανά. Πρόσφατο παράδειγμα, η αντιμετώπιση της Έφης Αχτσιόγλου από σάιτ, που απηχεί μάλιστα τις απόψεις ενός μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο μίλησε για πρωτιά (σ.σ στις εκλογές για την ΚΕ) της «συζύγου του γραμματέα του κόμματος». Η γυναίκα, λοιπόν, σαν παρακολούθημα του άντρα, ανεξαρτήτως προσωπικών επιτευγμάτων. Η γυναίκα υποδεέστερη του άντρα, ασχέτως προσωπικής σφραγίδας στα δημόσια πράγματα. Μάλιστα…
Δεν αρκεί, λοιπόν, να διακηρύσσεται σε όλους τους τόνους, η ανάγκη ισάριθμης αντιπροσώπευσης των φύλων –εκπροσώπων και της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας συμπεριλαμβανομένων– στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Οφείλουν όλοι οι διαπρύσιοι κήρυκες της ισότητας και των ίσων ευκαιριών, να διαμορφώσουν το κατάλληλο πλαίσιο για τη συμμετοχή τους. Ξεκινώντας, για αρχή, από τα του οίκου τους.
Αννέτα Καββαδία