Έπεσε κανείς από τα σύννεφα; Φυσικά και όχι. Γιατί τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον μήνα Απρίλιο, ήρθαν απλώς να επιβεβαιώσουν τις συνθήκες οικονομικής ασφυξίας που η πλειονότητα τουλάχιστον των κατοίκων της χώρας, βιώνουμε. Ήρθαν να αποτυπώσουν και επιστημονικά, αυτό που μία απλή επίσκεψη σε ένα σούπερ μάρκετ, και όχι μόνο, προκαλεί.
Στο 3,1%, λοιπόν, ο πληθωρισμός, με τις τιμές στα είδη πρώτης διατροφικής ανάγκης, να εξακολουθούν την εξωφρενική, και αδικαιολόγητη, ανοδική τους πορεία: ελαιόλαδο 63,7% (!) αύξηση σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρυσι, κρέας, ψάρια, φρούτα, λαχανικά στα ύψη. Και από κοντά τα ενοίκια, η ένδυση/υπόδηση, το πετρέλαιο, η βενζίνη. Με την Ελλάδα, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat για το 2023, να κατατάσσεται στην προτελευταία θέση (-33%) σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των κατοίκων της –ακολουθείται μόνο από τη Βουλγαρία– διαμορφώνοντας έτσι το βιοτικό μας επίπεδο ως το δεύτερο χαμηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Ανεύθυνοι» υπεύθυνοι
Και όσο κι αν η κυβέρνηση της ΝΔ κομπάζει για την «οικονομική ανάκαμψη» της χώρας, έρχεται η καθημερινότητα των πολλών –και όχι των λίγων και εκλεκτών, για αυτούς «λεφτά υπάρχουν»– να αποδομήσει αυτό το αφήγημα. Ένα αφήγημα όμως το οποίο βρίσκει τον τρόπο και περνάει. Με προκλητικότητα μάλιστα. Παρακολουθώντας κανείς τα περισσότερα δελτία ειδήσεων και τον τρόπο που παρουσιάζεται η είδηση της συνεχιζόμενης, και ακατέβατης, ακρίβειας, θα διαπιστώσει πως πλασάρεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, σαν… φυσικό φαινόμενο. Ως κάτι που απλώς συμβαίνει. Λες και δεν υπάρχουν ευθύνες, λες και η απουσία οποιουδήποτε ελέγχου –πραγματικού και όχι για το τηλεοπτικό θεαθήναι– συνιστά κανονικότητα, λες και η κυβέρνηση δεν υποχρεώνεται να ελεγχθεί για την αδυναμία της να παρέμβει, λες και δεν αφήνει χώρο –με αυτά που κάνει, αλλά και με αυτά που δεν κάνει– στην καλλιέργεια αισχροκέρδειας. Και όμως… Με έναν αριστοτεχνικό τρόπο μένει εκτός του κάδρου των ευθυνών, μετακυλίοντας –επίσης αριστοτεχνικά– την ευθύνη των όποιων επιλογών στους ίδιους τους καταναλωτές. Αυτοί να τρέξουν να βρουν τις καλύτερες προσφορές, έχουν δεν έχουν πρακτικά τη δυνατότητα, αυτοί να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα –εεε, τι να κάνουμε, δεν είναι για όλους η ποικιλία και οι υγιεινές επιλογές στη διατροφή, ας περιοριστούμε στο τι αντέχει η τσέπη μας– αυτοί να συμφιλιωθούν με τη συνεχή υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου.
Καταναλωτικό κίνημα στο …ψάξιμο
Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως η αυταπόδεικτη αυτή συνθήκη, σε συνδυασμό με την εντελώς δυσοίωνη διαπίστωση πως η επόμενη γενιά θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη, θα ήταν ικανή να εγείρει ανακλαστικά τέτοια που, ενδεχομένως, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έντονες κοινωνικές διεργασίες –ακριβώς επειδή το θέμα της ακρίβειας πλήττει οριζόντια τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων– κάτι τέτοιο, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν βλέπουμε να συμβαίνει. Τι κι αν ο «πληθωρισμός της απληστίας» χτυπάει κόκκινο, τι κι αν οι εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν προβλέπουν ακρίβεια διαρκείας για την Ελλάδα, τι κι αν έρχονται, μετά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, να καταρρίψουν τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη περί μηδενικού πληθωρισμού, τι κι αν το 61% των καταναλωτών μόλις τα βγάζει πέρα, τι κι αν το 83% των νοικοκυριών αποχαιρετά την αποταμίευση…
Έχοντας πλήρως αφομοιωθεί από τους πολίτες τα περί προσωπικής ευθύνης, που τεχνηέντως καλλιεργεί η κυβέρνηση με τη βοήθεια του προπαγανδιστικού της μηχανισμού, με την κούραση, την απογοήτευση και την απαισιοδοξία να καταγράφονται ψηλά σε κάθε μέτρηση της κοινής γνώμης, και με την αξιόπιστη, εναλλακτική, πειστική πολιτική πρόταση να παραμένει ζητούμενο, η δημιουργία ενός ισχυρού καταναλωτικού κινήματος φαντάζει, δυστυχώς, κάτι μακρινό. Και όμως, αυτό θα έπρεπε να είναι από τις βασικές προτεραιότητες αριστερών, προοδευτικών δυνάμεων. Σε συνδυασμό με ένα μείγμα πολιτικών προτάσεων που στόχο θα έχουν τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, με ένα κράτος που θα παρεμβαίνει στην αγορά, θα έχει ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και θα μπορεί –κάτι που η νυν κυβέρνηση δεν θέλει– να αντιμετωπίζει την αισχροκέρδεια.
Κι αν η εικόνα δρόμων πλημμυρισμένων από διαδηλωτές και διαδηλώτριες που θα διαμαρτύρονται για τις εξωφρενικές τιμές σε αγαθά και προϊόντα φαντάζει κάτι δύσκολο, να θυμηθούμε απλώς το «τσουνάμι» διαδηλώσεων κατά της ακρίβειας –πάνω από 12.500 μέσα σε ένα χρόνο– που έγιναν το 2022 σε όλο τον κόσμο: από τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία μέχρι τον Παναμά, το Εκουαδόρ, την Αργεντινή αλλά και τη Σρι Λάνκα –όπου και η μοναδική, μέχρι στιγμής, κυβέρνηση η οποία αναγκάστηκε να παραιτηθεί εξαιτίας των ογκωδέστατων διαδηλώσεων με αυτό ακριβώς το επίδικο, την κατακόρυφη δηλαδή αύξηση του κόστους ζωής.
Ιδού η πρόκληση
Είναι σαφές πως η κυβέρνηση της ΝΔ έχει αποτύχει παταγωδώς στο θέμα της ακρίβειας και του κόστους ζωής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συν αυτώ, λειτουργούν ως τροχονόμοι ισχυρών οικονομικών συμφερόντων που συσσωρεύουν υπερκέρδη εις βάρος της προοπτικής των ασθενέστερων –εργαζόμενων, άνεργων, μικρομεσαίων, συνταξιούχων– για μια καλύτερη ζωή. Το αν και πώς και θα μπορέσει να εκφραστεί, και να εκπροσωπηθεί, ένας κόσμος που πλήττεται δυσανάλογα από την ακρίβεια σε σχέση με τους υπόλοιπους ευρωπαίους, το αν και πώς θα μπορέσει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του –όχι αναθέτοντας, αλλά συμμετέχοντας– το αν και πώς θα μπορέσει να συγκροτηθεί ένα στιβαρό κίνημα καταναλωτών–πολιτών που να μπορεί να παρεμβαίνει αποτελεσματικά, είναι κάτι που θα έπρεπε να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα και στην επεξεργασία των αριστερών, προοδευτικών δυνάμεων. Πόσο μάλλον σήμερα, με τις ευρωεκλογές προ των πυλών.
Αννέτα Καββαδία