Η ΝΔ είναι η εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ο εκλεγμένος πρωθυπουργός. Όπως αντίστοιχα, την περίοδο 2015–2019, εκλεγμένη κυβέρνηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ και εκλεγμένος πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας.
Γιατί τα λέμε αυτά; Μα γιατί ο σημερινός ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου φαίνεται πως δεν μπορεί ακόμη να αποδεχθεί την κυβερνητική νομιμοποίηση –δια της ψήφου του ελληνικού λαού και όχι με κάποια …κοπτάτσια– των προκατόχων του. Κι όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, θεωρεί χρέος του να τους συκοφαντήσει. Συκοφαντώντας, με αυτό τον τρόπο, τη λαϊκή ετυμηγορία και προσβάλλοντας βάναυσα τον ελληνικό λαό, ο οποίος δύο φορές ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση.
Το νέο «χτύπημα» ήρθε από το βήμα της Διάσκεψης Ασφάλειας του Μονάχου, όταν επιτέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση μιλώντας για «λαϊκιστικό κόμμα, που ως κυβέρνηση είναι επικίνδυνο για τη δημοκρατία».
Πέραν του προφανούς –της απουσίας ήθους, του πολιτικού αμοραλισμού και της πολιτικής αναξιοπρέπειας που μια τέτοια δήλωση αποπνέει– είναι απορίας άξιο πώς ο εν ενεργεία πρωθυπουργός της χώρας επιλέγει ένα διεθνές ακροατήριο, προκειμένου να βγάλει τα… απωθημένα του σε σχέση με τον πολιτικό του αντίπαλο. Πώς, στο όνομα της μικροκομματικής αντιπαλότητας, και από το βήμα ενός τόσο σημαντικού φόρουμ, μιλά σαν να απευθύνεται σε κομματικό ακροατήριο. Και πώς τελικά δυσφημίζει την ίδια του τη χώρα, παρουσιάζοντάς την σαν ένα κράτος στο οποίο η δημοκρατία είναι ασταθής και λειψή, αφού η αξιωματική αντιπολίτευση έχει, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, αυτά τα χαρακτηριστικά.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης –μικροπρεπής και αναντίστοιχος με τον θεσμικό του ρόλο– βγαίνει στο εξωτερικό, ή μιλά εντός συνόρων, αλλά ενώπιον διεθνούς ακροατηρίου, και αντιπολιτεύεται την αντιπολίτευση. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τον χαιρετισμό του στο συνέδριο του Λαϊκού Κόμματος της Ισπανίας, τον περασμένο Οκτώβρη; «Οι λαϊκιστές της Άκρας Αριστεράς, οι αντίστοιχοι των δικών σας Podemos, ηττήθηκαν στις πρόσφατες εκλογές από το προοδευτικό κεντροδεξιό κόμμα», είπε κατά λέξη. Ή την ομιλία του, πέρυσι τον Μάη, στην εκδήλωση για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες; «Είχαμε μόνο ένα δυσάρεστο διάλειμμα. Το 2015 επεκράτησε ο διχαστικός λαϊκισμός, τότε που η Ελλάδα βρέθηκε ένα βήμα πριν από τον γκρεμό, αλλά οι προοδευτικές δυνάμεις αντιστάθηκαν και συνέτριψαν τις δυνάμεις της δημαγωγίας», τόνισε μιλώντας σαν κομματάρχης της δεκαετίας του ’50. Φυσικά, είχε προϊδεάσει για το πώς θα κινηθεί όταν, ήδη από τον Ιούνιο του 2017 και από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε συνέντευξή του στο Politico, δεν είχε διστάσει να χαϊδέψει ακροδεξιά αυτιά, λέγοντας πως «η Χρυσή Αυγή είναι σαν να μην υπάρχει. Η βία στην Ελλάδα προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από την Αριστερά».
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που, αν και λαλίστατος στα περί λαϊκισμού, επιλέγει να ξεχνά το πώς η ΝΔ εργαλειοποίησε τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των πολιτών την περίοδο της «προδοτικής» Συμφωνίας των Πρεσπών. Προσπερνά με άνεση το ποιος είχε κάνει βασικό του σύνθημα το «ανταλλάξατε τη Μακεδονία με τις συντάξεις», ποιος πριμοδοτούσε τα συλλαλητήρια και τις συγκεντρώσεις τύπου «Γερούν γερά» και «βάστα Σόιμπλε», ποιος έχρισε υπουργό και αντιπρόεδρο του κόμματός του άνθρωπο που ισχυρίζεται πως «αν δεν υπήρχε καθόλου Αριστερά στην Ελλάδα, θα είχαμε φτηνό ρεύμα». Είναι ο ίδιος άνθρωπος που από το βήμα της Βουλής –στη συζήτηση για τα Ραφάλ– ισχυρίστηκε πως «κάθε πολιτική διαφωνία σταματά εκεί που ξεκινά το συμφέρον της πατρίδας», ο άνθρωπος που πλειοδοτεί στις απευθείας αναθέσεις, που θεωρεί κανονικότητα τις διώξεις δημοσιογράφων και τις παρακολουθήσεις πολιτών από την ΕΥΠ, ο άνθρωπος που σφυρίζει αδιάφορα όταν η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βέρα Γιουρόβα παραδέχεται για πρώτη φορά ότι η Ελλάδα θεωρείται «προβληματική χώρα» όσον αφορά τα ΜΜΕ και όταν, πέφτοντας κατά πέντε θέσεις από την προηγούμενη χρονιά, κατατάσσεται, για το 2021, ακόμα πιο κάτω από την Πολωνία στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου.
Το γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει να κινηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο –όταν, μάλιστα, η …φανέλα της «Εθνικής Ελλάδας», είναι η γνωστή καραμέλα στο στόμα των στελεχών της ΝΔ που συμμετέχουν σε διεθνείς Οργανισμούς, προκειμένου να πείσουν για την ανάγκη εθνικής ομοψυχίας, όπως βαφτίζουν την επιθυμία τους για άκριτες συναινέσεις μεταξύ των κομμάτων– επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα, τις καταβολές του, την ιδεολογική του συγκρότηση, το πολιτικό σχέδιο που εξυπηρετεί. Το αν έχει να κάνει και με την αγωνία του ενόψει της διαφαινόμενης κυβερνητικής φθοράς –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το προσωπικό του πολιτικό μέλλον– μένει να αποδειχθεί. Το σίγουρο πάντως είναι πως εν προκειμένω, και παραφράζοντας τον ποιητή, «έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε».
ΥΓ.: Τον Ιούνιο του 2017, την εποχή της συνέντευξης Μητσοτάκη στο Politico, συμμετείχα –ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας– στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο. Σε μία από τις συνεδριάσεις της επιτροπής Πολιτικών Υποθέσεων, ρωτήθηκε ο τότε γενικός γραμματέας του Συμβουλίου, Θόρμπγιορν Γιάγκλαντ, αν κατά τη γνώμη του συνιστά λαϊκισμό, επικίνδυνο για τη δημοκρατία, το ότι ο άνθρωπος που διεκδικεί να κυβερνήσει την Ελλάδα, εξισώνει συστηματικά την Αριστερά με τους ακροδεξιούς φασίστες. Απάντησε κατηγορηματικά: «είναι αλήθεια ότι στην Ευρώπη ο λαϊκισμός έχει συνήθως δεξιά προέλευση, εκφράζεται με ακροδεξιά κόμματα, όπως αυτό της Λεπέν και του Βίλντερς. Σε καμία περίπτωση δεν θα αποκαλούσα την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ λαϊκιστική και τον ΣΥΡΙΖΑ ένα λαϊκιστικό κόμμα. Ουδέποτε υπήρξε επίθεση από την πλευρά της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στους δημοκρατικούς θεσμούς, στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ή στα ΜΜΕ. Το αντίθετο. Όταν ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μίλησε ενώπιον της Συνέλευσης, όλοι το διαπιστώσαμε αυτό».
Αυτά, για την ιστορία…
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή