Η «Εμμονή της μνήμης» ή αλλιώς «τα Εύκαμπτα ρολόγια» του Σαλβαδόρ Νταλί, είναι ίσως το πιο διαδεδομένο έργο του (ελαιογραφία σε καμβά–1931) και για πολλούς το καλύτερο έργο που δημιούργησε στο πλαίσιο του σουρεαλισμού. Το φιλοτέχνησε την εποχή που ο επιστημονικός κόσμος είχε συνταραχθεί από την επαναστατική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν ο οποίος, λίγα χρόνια πριν, πρότεινε μια νέα αντίληψη του χρόνου ως σχετικού και περίπλοκου, που δεν μπορεί να μετρηθεί και να οριοθετηθεί από το ρολόι. Στην Εμμονή της Μνήμης, ο Νταλί δείχνει τα ρολόγια να λιώνουν και να χάνουν τη σταθερότητα και τη δύναμή τους να κυριαρχούν στον κόσμο.
Είναι τώρα η στιγμή;
Η έννοια του χρόνου, λοιπόν. Στις τέχνες, στα γράμματα, στην επιστήμη. Και φυσικά στην πολιτική. Αφορμή για τους συνειρμούς, η…ζωηρή δημόσια συζήτηση που προκάλεσε η αναφορά στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον πολιτικό γάμο. Μια συζήτηση που, αν και εντελώς διαφορετικού περιεχομένου, έρχεται να προστεθεί στην άλλη, την ακανθώδη, που έχει να κάνει με την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα και στο κατά πόσο δικαιούμαστε να μιλάμε γι’ αυτό, υπερασπιζόμενοι όχι φυσικά τις πράξεις του αλλά το κράτος δικαίου. Κοινό τους σημείο: οι εσωκομματικές έριδες που προκαλούν, τόσο επί της ουσίας όσο και επί της διαδικασίας.
«Μα είναι τώρα η στιγμή για τέτοιου είδους συζητήσεις;» το πιο συνηθισμένο ερώτημα που, άλλοτε καλοπροαίρετα άλλοτε κακοπροαίρετα, τίθεται. Με μόνιμη σχεδόν επωδό: «εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσείς βρήκατε θέματα να ασχοληθείτε». «Εσείς». Σαν να μην αφορά το σύνολο του κόμματος, σαν η υπόθεση υπεράσπισης των δικαιωμάτων – των δικαιωμάτων όλων, χωρίς εξαιρέσεις – να μην άπτεται του πυρήνα των αρχών του ως αριστερού, ριζοσπαστικού κόμματος. Σαν η εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του κράτους δικαίου να μην είναι αυτονόητη. Ή σαν η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα να μην είναι αυτοσκοπός που δεν μπορεί να θυσιάζεται για οποιαδήποτε σκοπιμότητα.
Με τι όπλα;
Είναι αλήθεια πως το «μεγάλωμα» του ΣΥΡΙΖΑ τον βρίσκει, έχοντας πια στις αποσκευές και την κυβερνητική εμπειρία, σε μια κοινωνική συνθήκη όπου το νεοφιλελεύθερο δόγμα – έτσι όπως παγίως εκφράζεται από τη σκληρή, ανάλγητη, αυταρχική Δεξιά – επιχειρεί να επιβάλλει ένα θατσερικού τύπου μοντέλο και να δαιμονοποιήσει κάθε μορφή αντίστασης. Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η πανδημία, και η αξιοποίησή της από την κυβέρνηση της ΝΔ προκειμένου να περάσει την αντιλαϊκή της ατζέντα, οξύνει τους πολιτικούς και κοινωνικούς ανταγωνισμούς, ανασυνθέτει οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις ευνοώντας ταυτόχρονα ευρείες συγκλίσεις και συναινέσεις με απώτερο στόχο την απόκρουση αυτής της πολιτικής.
Σε αυτό το πλαίσιο –και με δεδομένη την είσοδο στον ΣΥΡΙΖΑ ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές, άλλες συγγενικές άλλες όχι με το χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς– είναι εμφανής η προσπάθεια ομογενοποίησης και συγκερασμού απόψεων προκειμένου να επιτευχθεί ο κοινός στόχος που δεν μπορεί να είναι άλλος από την προστασία της κοινωνίας και την ανακούφιση των ασθενέστερων. Και εδώ αναδύεται το ερώτημα: με τι όπλα δίνεις αυτή τη μάχη; Με τα όπλα τα δικά σου ή με τα όπλα του αντιπάλου; Πόσο νερό βάζεις στο κρασί σου στο πλαίσιο των απαραίτητων συμβιβασμών; Πόσο απομακρύνεσαι από αρχές, ιδέες, κώδικες στο όνομα της – ευκταίας -εκλογικής επικράτησης; Πόσο «ευέλικτος» και «προσαρμόσιμος» στις απαιτήσεις της συστημικής «κανονικότητας» είσαι διατεθειμένος να εμφανιστείς;
Στοιχειώδης υποχρέωση
Δεν έχουν περάσει παρά λίγα μόνο χρόνια από όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε ένα κύμα σφοδρότατων αντιδράσεων – ποιος δεν θυμάται αλήθεια τις… αλήστου μνήμης σκηνές με τις βρισιές, τις κατάρες, τους προπηλακισμούς – περνούσε από τη Βουλή εμβληματικά νομοσχέδια όπως το σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια, τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου και αργότερα την εμβληματική Συμφωνία των Πρεσπών. Ποιος δεν θυμάται τις ολομέτωπες επιθέσεις με αφορμή το προσφυγικό. Ή τις λοιδορίες στο νομοσχέδιο για την φαρμακευτική κάνναβη..
Και τότε δεν ήταν «κατάλληλη η ώρα», όπως συμβούλευαν πολλοί. Και τότε δεν ήταν «ώριμη η κοινωνία», όπως αρέσκονταν να λένε. Και όμως το τόλμησε (σε αντίθεση με την ατολμία που επέδειξε στο θέμα του διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας). Γιατί στην πολιτική, αν θέλεις να αφήσεις αποτύπωμα, οφείλεις να ανοίγεις δρόμους και όχι να χαϊδεύεις αυτιά. Και ως κόμμα της Αριστεράς οφείλεις, με πλατιά απεύθυνση, να παλεύεις για τη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας αποκρούοντας – με όπλα το δικό σου αξιακό φορτίο, το δικό ολιστικό και σίγουρα ανταγωνιστικό πρόγραμμα – τις «σειρήνες» ενσωμάτωσής σου. Και αυτό το πρόγραμμα δεν δικαιούσαι να το κρύψεις. Η λογική «ας πάρουμε πρώτα την κυβέρνηση και μετά κάνουμε αυτά που θέλουμε» ή το επιχείρημα «μα, με αυτά τρομάζει ο κόσμος (ποιος κόσμος, αλήθεια;), τι θέλετε και τα λέτε;» είναι απλώς εξωφρενική αφού υποσκάπτει αυτό που για την Αριστερά οφείλει να είναι συμβόλαιο τιμής: τη σχέση ειλικρίνειας με τους πολίτες. Και αυτό είναι κάτι που αργά ή γρήγορα πληρώνεται.
Το να μιλάει, λοιπόν, ανοιχτά ο ΣΥΡΙΖΑ για το δικαίωμα και των ομόφυλων ζευγαριών στον πολιτικό γάμο και την τεκνοθεσία, το να διεκδικεί ανοιχτά το δικαίωμα στην ορατότητά τους, είναι στοιχειώδης υποχρέωσή του.
Το να αντιστέκεται σθεναρά στην απόπειρα κατάλυσης του κράτους δικαίου, το να μην κλείνει τα μάτια και να μη σιωπά στο ενδεχόμενο θανάτου ενός απεργού πείνας – όποιος και αν είναι αυτός, το να υπερασπίζεται την ισονομία και να μη δέχεται εκπτώσεις, το να αντιδρά όταν αντιμετωπίζεται ο κρατικός μηχανισμός ως ιδιωτικής χρήσεως εργαλείο βασανισμού και θανάτου ενός κρατουμένου που δικάστηκε και καταδικάστηκε για τις πράξεις του, είναι επίσης υποχρέωσή του.
Το να είναι ξεκάθαρα οριοθετημένος απέναντι σε ξενοφοβικές κραυγές, χωρίς να υπάρχει στο μυαλό κανενός η έννοια του πολιτικού κόστους, δεν θα έπρεπε καν να συζητιέται.
Όπως άλλωστε έλεγε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, παραπέμποντας στον Φερντινάντ Λασσάλ: “η πιο επαναστατική πράξη είναι και θα παραμείνει να λες πάντα δυνατά αυτό που συμβαίνει”.