Η κατά πλειοψηφία απόφαση του Αρείου Πάγου για την «απελευθέρωση» της δυνατότητας των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων (servicers) να διενεργούν πλειστηριασμούς, αποτελεί το πιο πρόσφατο βήμα σε μια πολιτική που αποβλέπει στη μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου – από τα λαϊκά και μεσαία στρώματα προς τα funds του εξωτερικού και τις τράπεζες – που έχει συμβεί ποτέ.
Πρόκειται για μια απόφαση που συνοδεύεται από τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια, αύξηση που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τους δανειολήπτες που προσπαθούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Όλα αυτά σε μια χώρα που σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, είναι πλέον η δεύτερη φτωχότερη στην ΕΕ – με το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης μετά τη Βουλγαρία. Μια χώρα που επί μήνες κρατά σταθερά την πανευρωπαϊκή πρωτιά και στο κόστος ενέργειας αλλά και στον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα ο μέσος μισθός να έχει απωλέσει το 9% της αγοραστικής του δύναμης, και ο κατώτατος το 19%.
Μια χώρα που κατέχει τα πρωτεία στην ΕΕ και ως προς την ανεργία των νέων και των γυναικών. Κι αυτό, σε μια αγορά εργασίας όπου κυριαρχούν οι εξατομικευμένες εργασιακές σχέσεις, τα εξαντλητικά ωράρια και οι απλήρωτες υπερωρίες, ακριβώς εξαιτίας της απουσίας Συλλογικών Συμβάσεων και του παροπλισμού του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας.
Η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται, βεβαίως, να ανασχεθεί ούτε με την προεκλογική αύξηση του κατώτατου μισθού – που μεταφέρθηκε από την 1η Μαΐου στην 1η Απριλίου, ούτε με τις αόριστες υποσχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για αυξήσεις σε μισθούς του Δημοσίου το 2024, ούτε με το κλείσιμο του ματιού για περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών στον ιδιωτικό τομέα – εξαγγελία με άγνωστες συνέπειες στο ασφαλιστικό σύστημα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει δείξει, σχεδόν τέσσερα χρόνια τώρα, πώς αντιλαμβάνεται το εργατικό δυναμικό της χώρας: το θέλει καταδικασμένο σε ελαστική και φθηνή εργασία, χωρίς προοπτική και χωρίς συνδικαλιστικά δικαιώματα, με σχεδόν εξαφανισμένη τη δυνατότητα απεργίας, του ύστατου όπλου των πολιτών ώστε να μπορούν να αντισταθούν στη φτωχοποίησή τους.
Η ΝΔ έχει δείξει τι θέλει, ποιων τα συμφέροντα εξυπηρετεί. Μπορούσε να βάλει πλαφόν στις τιμές των παρόχων ενέργειας και να φορολογήσει τα υπερκέρδη τους. Τι έκανε; Έβαλε πλαφόν – το υψηλότερο πλαφόν στην χονδρική στην Ευρώπη – με καθυστέρηση, οι τιμές στη λιανική είναι εκτός ελέγχου και τα υπερκέρδη – παρά τις εξαγγελίες – παραμένουν αφορολόγητα. Μπορούσε να ελέγξει την κερδοσκοπία της αγοράς από τον παραγωγό, που βλέπει το εισόδημα του να μειώνεται, ως το ράφι του καταναλωτή. Αντ΄ αυτού, θέσπισε το «καλάθι του νοικοκυριού» που τελικά εξελίσσεται σε ανέκδοτο, και θεσμοθετεί την ύπαρξη δύο κατηγοριών τροφίμων ακόμα και στα βασικά αγαθά: άλλο γάλα, άλλα μακαρόνια για το τραπέζι του φτωχού, άλλα για το τραπέζι των…προνομιούχων.
Μπορούσε να προβεί σε τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών, όπως πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της και η ταξική της μεροληψία υπέρ των ισχυρών δεν της επιτρέπουν να προβεί ούτε καν σε αυτήν την πολιτική απόφαση. Αντιθέτως, συνεχίζει ακάθεκτη τις απευθείας αναθέσεις σε ημέτερους, τις προκλητικές αυξήσεις στα γαλάζια golden boys στο δημόσιο, την τραπεζική ασυδοσία, την κυβερνητική μέριμνα για τους «μερισματούχους» με τον χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή στην Ευρώπη. Κι όλα αυτά, την ώρα που ο πλούτος δεν κρύβεται. Ο πλούτος των μεγάλων της αγοράς και ο πλούτος της αδήλωτης εργασίας, της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου. Λεφτά άλλωστε υπάρχουν, αλλά για συγκεκριμένους αποδέκτες.
Η άλλη πρόταση
Συζητώντας τα παραπάνω, με ανθρώπους διαφόρων πολιτικών καταβολών ή με μικρή ενασχόληση με τα κοινά, πολύ σπάνια θα βρεθεί κάποιος, κάποια που να διαφωνεί: μια βόλτα στο σούπερ μάρκετ, ένας λογαριασμός ενέργειας, οι τιμές στο βενζινάδικο, οι άδειες τσέπες στις 20 του μήνα, όλα αυτά είναι ατράνταχτα επιχειρήματα της οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής.
Κι επειδή η καταγγελία δεν αρκεί, το ερώτημα που συνήθως τίθεται και οφείλει να απαντιέται με τον πιο ξεκάθαρο και συγκεκριμένο τρόπο, συνοψίζεται στο «και ο ΣΥΡΙΖΑ τι λέει;».
Είναι σαφές πως για την Αριστερά η αντιμετώπιση της ακρίβειας και η στήριξη των μισθών και των εργαζομένων, είναι πρωτεύον ζήτημα πολιτικής επιλογής. Πέρα λοιπόν από τη δέσμευση για αυτόματη αναπροσαρμογή μισθών και συντάξεων – σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό, πέραν της πρότασης για άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ, η προγραμματική πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης προβλέπει το ξεπάγωμα των τριετιών στον ιδιωτικό τομέα, την πλήρη αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τη διεύρυνση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την επαναφορά του δικαιώματος της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Προβλέπει τη θέσπιση αυστηρού θεσμικού πλαισίου για τις εργολαβίες, με στόχο την κατάργηση της εικονικής εργολαβίας και την ένταξη όλων όσοι εργάζονται – με όποια σχέση σε έναν κλάδο – στις πρόνοιες της οικείας κλαδικής σύμβασης, καθώς και τη μετατροπή σε αορίστου χρόνου των συμβάσεων όλων όσοι εργάζονται με μπλοκάκια και διαρκώς ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Προβλέπει την επαναφορά του βάσιμου λόγου απόλυσης και την αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου περί ομαδικών απολύσεων, την ενίσχυση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή ώστε να υπάρχει πραγματικός έλεγχος στην τήρηση του 8ωρου και να μπει τέρμα στις απλήρωτες υπερωρίες. Προβλέπει την κρατικοποίηση της ΔΕΗ – για να γίνει ξανά Δημόσια και να ηγείται της προσπάθειας να πέσουν οι τιμές στο ρεύμα, την προστασία από τις αποκοπές ρεύματος των ευάλωτων καταναλωτών, την επιβολή λογικού πλαφόν στην τιμή χονδρικής και λιανικής ηλεκτρικής ενέργειας, τη διατίμηση στη λιανική φυσικού αερίου και πετρελαιοειδών. Προβλέπει επίσης, αφορολόγητο στα 10.000 ευρώ για όλους (ελεύθερους επαγγελματίες, μισθωτούς, συνταξιούχους, αγρότες, εργαζόμενους με μπλοκάκι), μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στονχαμηλότερο συντελεστή, μείωση των ΕΦΚ στα καύσιμα στον κατώτερο συντελεστή της ΕΕ, 120 δόσεις και κούρεμα βασικής οφειλής για τα χρέη στο δημόσιο, σύσταση δημόσιου τομέα στο τραπεζικό σύστημα, επιστροφή όλων των αναδρομικών των συνταξιούχων σε 3 ετήσιες δόσεις, αποκατάσταση των αδικιών που δημιουργούνται από την προσωπική διαφορά, δημιουργία τράπεζας στέγης για τους νέους και της νέες, διορισμούς και αύξηση της χρηματοδότησης στην Υγεία, στην Παιδεία κ.ο.κ
Πρόκειται για προτάσεις δημόσια κοστολογημένες – ό,τι κι αν λένε τα γνωστά κέντρα παραπληροφόρησης – εντός των δημοσιονομικών περιθωρίων της χώρας, οι οποίες συνδέονται με την υπόσχεση ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα κατευθυνθούν όντως στην κοινωνία και όχι στα πορτοφόλια δεκατριών μεγάλων εταιρειών, όπως επιδιώκει η πρόταση της ΝΔ για τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Η αναλυτική αναφορά σε προγραμματικές θέσεις καθίσταται αναγκαία καθώς στο τοξικό περιβάλλον μέσα στο οποίο επιδιώκει η κυβέρνηση της ΝΔ να οδηγηθούμε σε εκλογές, και με δεδομένη τη μιντιακή της υπεροπλία, το βέβαιο είναι ότι αντιπαράθεση θέσεων και συγκεκριμένων προτάσεων δεν πρόκειται να γίνει.
Και όμως, οι πολίτες χρειάζεται να ενημερωθούν για να μπορέσουν να συγκρίνουν και να αποφασίσουν. Χρειάζεται να τους υπενθυμίσουμε ότι όλες οι παραπάνω δεν είναι καινούριες ιδέες. Ότι σε εξαιρετικά δύσκολες μνημονιακές συνθήκες ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας παραλάβει ένα χρεοκοπημένο κράτος, προσπάθησε να υλοποιήσει πολλές από αυτές. Πως χωρίς τους μνημονιακούς εκβιασμούς, από την άνοιξη του 2023 και μετά, δεσμεύεται για την πραγμάτωσή τους, με μοναδικό αξιακό μέλημα την κοινωνική δικαιοσύνη. Και πως, τελικά, η επόμενη εκλογική αναμέτρηση δεν αφορά μόνο την εναλλαγή στον κυβερνητικό θώκο αλλά τη σύγκρουση δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων.
*Η Αννέτα Καββαδία είναι δημοσιογράφος, μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πρώην βουλεύτρια