Δεν το λέμε εμείς, το δήλωσε η Ανιές Καλαμάρ, γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας: «Η εκεχειρία κινδυνεύει να δημιουργήσει μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση ότι η ζωή στη Γάζα επιστρέφει στην κανονικότητα […] Ο κόσμος δεν πρέπει να ξεγελιέται, η γενοκτονία δεν έχει τελειώσει». Και πώς να θεωρήσει κανείς ότι έχει τελειώσει όταν από την έναρξη της «εκεχειρίας» στις 10 Οκτωβρίου, περισσότεροι από 356 Παλαιστίνιοι –μεταξύ αυτών τουλάχιστον 67 παιδιά και έφηβοι– έχουν σκοτωθεί, όταν ακόμα και τις ημέρες της «ηρεμίας», οι δολοφονίες συνεχίζονται;
Και όμως, για τα περισσότερα ΜΜΕ –κυρίως τα τηλεοπτικά– η είδηση έχει πάψει να υπάρχει. Λες και πράγματι, με την υπογραφή αυτής της «εκεχειρίας», όλα επέστρεψαν στους κανονικούς τους ρυθμούς. Τα ισραηλινά εγκλήματα πολέμου έπαψαν να αντιμετωπίζονται ως τέτοια και όσο για τις εικόνες της φρίκης, απλώς εξαφανίστηκαν.
Η επισήμανση γίνεται παρακολουθώντας συστηματικά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Και αυθόρμητα, έρχεται στο μυαλό το όνομα του Γκαμπριέλε Νουντσιάτι, ιταλού ανταποκριτή στις Βρυξέλλες ο οποίος απολύθηκε από το πρακτορείο Nova όπου εργαζόταν επειδή «τόλμησε» να ρωτήσει εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αν το Ισραήλ –το κράτος που έχει μετατρέψει τη Γάζα σε κρανίου τόπο– θα κληθεί να πληρώσει την ανοικοδόμηση της Γάζας, όπως η Ρωσία καλείται να πληρώσει την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Η εκπρόσωπος της Επιτροπής έκρινε την ερώτηση «ενδιαφέρουσα», αλλά πρόσθεσε ότι δεν διαθέτει απάντηση. Ο δημοσιογράφος ειδοποιήθηκε ότι η συνεργασία του με το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων διακόπτεται και το ίδιο το πρακτορείο δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι «η ερώτηση ήταν λανθασμένη» και ότι «τους έφερε σε δύσκολη θέση».
Αντικειμενικά ωστόσο μιλώντας, η ερώτηση αυτήδεν ήταν «πολιτικά φορτισμένη», ήταν λογικά αναπόφευκτη και απολύτως στοιχειώδης. Και όμως, η στοιχειώδης λογική, όταν αγγίζει τα τυφλά σημεία της δυτικής πολιτικής ορθότητας, αντιμετωπίζεται ως ριζοσπαστική καταγγελία.
Η ποινικοποίηση της αλληλεγγύης
Ας μην κοροϊδευόμαστε, η απόλυση του Νουντσιάτι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύστημα πειθάρχησης, αφού στη Δύση σήμερα η οποιαδήποτε ένδειξη αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό δεν αντιμετωπίζεται ως αξιέπαινη ευαισθησία αλλά ως επικίνδυνη παρέκκλιση. Αποκαλύπτει δε κάτι που σιγοβράζει εδώ και χρόνια: πως η έννοια της αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους έχει μετατραπεί σε πράξη πολιτικά επισφαλή. Δεν αρκεί να είσαι αμερόληπτος, πρέπει να φαίνεσαι αμερόληπτος με τον τρόπο που υπαγορεύει ο «ισορροπημένος δυτικός κανόνας» –ο οποίος συχνά λειτουργεί ως γλωσσικό μαξιλάρι σε εγκλήματα.
Ας θυμηθούμε πως επί σειρά μηνών η πλειονότητα των διεθνών ΜΜΕ –των ελληνικών συμπεριλαμβανομένων– υποβάθμιζαν τη σημασία των όσων συνέβαιναν στη Λωρίδα της Γάζας. Η κάλυψη των γεγονότων γινόταν, φυσικά, από την Ιερουσαλήμ, με κύριο βάρος στις θέσεις της ισραηλινής πλευράς. Οι ειδήσεις για την τραγική έλλειψη φαγητού, για τη σχεδόν ισοπεδωμένη Λωρίδα και για την ανθρωπιστική καταστροφή που επιτελέστηκε, άρχισαν να μεταδίδονται λεπτομερώς μόνον τους τελευταίους μήνες, όταν σχεδόν κανείς πλέον δεν μπορούσε να συνεχίσει να προσποιείται ότι «δεν γνώριζε».
Όποιος τολμά να θέσει ερωτήματα λογοδοσίας για τις καταστροφές στη Γάζα αντιμετωπίζεται όχι ως δημοσιογράφος, αλλά ως πιθανός φορέας μιας επικίνδυνης οπτικής. Το ότι αυτή η οπτική συνδέεται απλώς με την ιδέα της αξίας της ανθρώπινης ζωής, δεν φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα. Η ευαισθησία για τους άμαχους στη Γάζα θεωρείται συχνά «πολιτικά φορτισμένη» ενώ η –απολύτως θεμιτή- ευαισθησία για τους άμαχους στην Ουκρανία θεωρείται αυτονόητη. Τι είναι αυτό, αν όχι υπονοούμενη ιεράρχηση της ανθρώπινης οδύνης; Μια μορφή επιλεκτικής ανθρωπιάς που διαπερνά τον λόγο μας πιο βαθιά απ’ όσο θέλουμε να παραδεχτούμε;Η γλώσσα ως εργαλείο εξουσίας
Αυτό που ενοχλεί στην ερώτηση του Νουντσιάτι δεν είναι μόνο το περιεχόμενο, είναι ότι ταυτόχρονα σπάει τη γλωσσική πειθαρχία. Κάνει αυτό που η εξουσία δεν αντέχει: αποκαλύπτει την ασυνέπεια. Στον δημόσιο λόγο της Δύσης, η Γάζα έχει γίνει χώρος ελεγχόμενης ορολογίας. Οι ειδήσεις πρέπει να εκφέρονται με μια κατευνασμένη, σχεδόν αποστειρωμένη γλώσσα και ό,τι αμφισβητεί αυτή την αποστείρωση θεωρείται «μη επαγγελματικό». Κι εδώ, βρίσκεται το αποτελεσματικότερο όπλο της σύγχρονης εξουσίας: όχι η φίμωση των γεγονότων αλλά η φίμωση του λεξιλογίου. Αν καταφέρεις να ελέγξεις τη γλώσσα, έχεις ήδη ελέγξει τη σκέψη. Και η απόλυση του Νουντσιάτι είναι ακριβώς αυτό: μια πράξη γλωσσικού ελέγχου, μια απαγόρευση όχι μόνο του να λες κάτι, αλλά ακόμη κι ενός συγκεκριμένου τρόπου να σκέφτεσαι το κάτι.
Η Ευρώπη λοιπόν, που επαναλαμβάνει καθημερινά τον ηθικό της αυτοέπαινο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποδεικνύει ότι η ανθρωπιά της είναι επιλεκτική. Απλώνεται με άνεση προς την Ουκρανία, όπως και οφείλει, αλλά συρρικνώνεται και παγώνει όταν πρόκειται για τη Γάζα. Η αξία της ανθρώπινης ζωής μετριέται διαφορετικά, ανάλογα με το ποιος σκοτώνεται και από ποιον. Αυτό δεν είναι απλώς διπλό μέτρο, είναι μια βαθιά νεοαποικιακή αντίληψη για τον κόσμο: οι «δικοί μας» νεκροί είναι άξιοι μνήμης, οι «άλλοι» νεκροί είναι στατιστικές ανοχής. Η δημοσιογραφία που τολμά να καταδείξει αυτή την κυνική ιεράρχηση θεωρείται επικίνδυνη. Κι έτσι, σιωπάται.
Η υπόθεση Νουντσιάτι δεν πρέπει να εκληφθεί ως μεμονωμένη παραφωνία αλλά ως σύμπτωμα. Ως υπενθύμιση ότι ο δυτικός Τύπος βρίσκεται σε κρίση –όχι κρίση οικονομική, αλλά κρίση ευθυκρισίας. Η ελευθερία του Τύπου δεν απειλείται από καταπιεστικά καθεστώτα «εκεί έξω» αλλά από την πρόθυμη συμμόρφωση των ίδιων των Μέσων «εδώ μέσα». Και γι’ αυτό, η απόλυση ενός δημοσιογράφου επειδή έκανε μια λογική ερώτηση, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Διότι δεν απολύεται μόνο ο ίδιος, απολύεται μια δυνατότητα: η δυνατότητα να αρθρώσουμε δημόσια έναν λόγο μη προσκυνημένο. Το διακύβευμα, λοιπόν, δεν είναι ένα συμβόλαιο που δεν ανανεώθηκε, είναι η αντοχή της δημοσιογραφίας στην εποχή της συστημικής ευθυγράμμισης.