Μια φράση του Κώστα Καλλίτση, στην Καθημερινή της προηγούμενης Κυριακής, έδωσε το ερέθισμα: «Η ανεργία μειώνεται, αλλά η φτώχεια γίνεται πιο σκληρή και (εν μέσω χλιδής και ανισοτήτων) ταπεινωτική», έγραψε. Και πράγματι, η ετήσια έκθεση «Η φτώχεια στην Ελλάδα το 2025» του Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών και ως προς το εύρος και ως προς το προφίλ των σύγχρονων φτωχών. Το βλέπουμε, το ζούμε γύρω μας, τα στερεότυπα-καρικατούρες που έχουμε συνήθως στο μυαλό μας ως προς τους οικονομικά ενδεείς, δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα αφού οι σχεδόν τρεις στους δέκα (26,9%) που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ανήκουν στη λεγόμενη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας.
Πρόκειται για 2,74 εκατομμύρια ανθρώπους, ένας πληθυσμός δυόμισι φορές όσο η Θεσσαλονίκη ή όσο τα τρία τέταρτα των κατοίκων της Αθήνας ενώ ακόμα περισσότεροι –σχεδόν επτά στους δέκα– είναι οι «υποκειμενικά φτωχοί», εκείνοι δηλαδή που τα βγάζουν πέρα με δυσκολία ή μεγάλη δυσκολία. Για να είμαστε ακριβείς, οι φτωχοί που πρωταγωνιστούν στις αναπαραστάσεις των ΜΜΕ, συχνά είναι εκείνοι που δεν καταγράφονται καν στις επίσημες στατιστικές. Η ΕΛΣΤΑΤ, για παράδειγμα, στις έρευνες συνθηκών διαβίωσης, μετράει μόνο τους ανθρώπους με σταθερή κατοικία. Εκ των πραγμάτων, αποκλείονται από τους δείκτες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού άτομα που ζουν σε κατάσταση αστεγίας ή ημιαστεγίας, σε ξενώνες, ιδρύματα, φυλακές, νοσοκομεία, πληθυσμοί που μετακινούνται, Ρομά, πρόσφυγες ή μετανάστριες χωρίς χαρτιά. Συγχρόνως, μη μας διαφεύγει πως –όπως έχουν δείξει και πρόσφατες έρευνες του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)– η στέρηση δεν είναι αποκλειστικά οικονομική, αλλά έχει και άλλες διαστάσεις αφού πια αναφερόμαστε και σε φτώχεια υγειονομική, στεγαστική, ενεργειακή, πολιτισμική. Καθόλου υποδεέστερες, καθόλου δευτερεύουσες.
Η ταπείνωση ως διαδικασία ελέγχου
Μπορεί, λοιπόν, η δημόσια σφαίρα να κατακλύζεται από κυβερνητικές δηλώσεις περί ανάκαμψης και σταθερότητας, μπορεί στο επίπεδο των αριθμών η εικόνα να μοιάζει καθησυχαστική, στο επίπεδο όμως της κοινωνικής εμπειρίας, η πραγματικότητα είναι λιγότερο ευοίωνη αφού η φτώχεια –που δεν συνιστά μόνο οικονομική συνθήκη αλλά βιωματική εμπειρία– όχι μόνο δεν υποχωρεί, αντιθέτως, αποκτά πιο σκληρά, πιο πειθαρχικά και, κυρίως, πιο ταπεινωτικά χαρακτηριστικά. Γιατί ακριβώς αυτή η συνύπαρξη ακραίων ανισοτήτων με την κανονικοποίηση της στέρησης, παράγει κάτι περισσότερο από κοινωνική αδικία: παράγει ταπείνωση. Και από ιδεολογική σκοπιά, αυτή η, επιδιωκόμενη, ταπείνωση δεν είναι τυχαία ούτε ουδέτερη. Συνιστά οργανικό στοιχείο ενός σύγχρονου μηχανισμού πολιτικού ελέγχου. Η ταπείνωση εσωτερικεύεται, παράγει πειθαρχία και υποταγή. Όταν η κοινωνική προστασία παρέχεται υπό όρους, όταν η επιβίωση εξαρτάται από αξιολογήσεις και ελέγχους, το υποκείμενο μαθαίνει να προσαρμόζεται, όχι να διεκδικεί, να φοβάται την απώλεια του ελάχιστου περισσότερο απ’ ό,τι την αδικία.
Η Δεξιά, ως πολιτική και ιδεολογική παράδοση, έχει επενδύσει διαχρονικά σε αυτή τη λογική. Η φτώχεια ερμηνεύεται ως ατομική αποτυχία και μετατρέπεται σε ηθικό στίγμα, η κοινωνική ανασφάλεια ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς προσπάθειας, η ανισότητα ως φυσικό επακόλουθο της «αριστείας». Στο πλαίσιο αυτό, η ταπείνωση δεν είναι ανεπιθύμητη συνέπεια της πολιτικής, είναι συνειδητή, συχνά αυτάρεσκη επιλογή. Λειτουργεί ως υπενθύμιση ορίων: μέχρι εδώ μπορείς, όχι παραπέρα. Η κοινωνική πολιτική μετασχηματίζεται έτσι σε φιλανθρωπία, η εργασία σε προνόμιο, τα δικαιώματα σε υπό αίρεση παροχές. Κάθε συλλογική κατάκτηση παρουσιάζεται ως εμπόδιο στην ανάπτυξη, κάθε διεκδίκηση ως απειλή για την «κανονικότητα». Παράλληλα, η δημόσια ρητορική καλλιεργεί έναν ηθικό δυϊσμό ανάμεσα σε «παραγωγικούς» και «βαρίδια», σε «άξιους» και «ανάξιους», με τους δεύτερους να καλούνται να σιωπούν και να ευγνωμονούν.
Η ταπείνωση, ωστόσο, δεν λειτουργεί μόνο πειθαρχικά, λειτουργεί και αποτρεπτικά. Ο φόβος της κοινωνικής πτώσης –όχι μόνο ως υλικής στέρησης αλλά και ως δημόσιου εξευτελισμού– υπονομεύει τη συλλογική δράση και διαρρηγνύει τους δεσμούς αλληλεγγύης. Ο καθένας καλείται να σωθεί μόνος του, σε ένα περιβάλλον γενικευμένου ανταγωνισμού, όπου η ανασφάλεια γίνεται μόνιμη κατάσταση. Παράλληλα, αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτή η πολιτική της ταπείνωσης αποκτά πολιτισμική κανονικότητα. Δεν επιβάλλεται μόνο μέσω νόμων και διοικητικών πρακτικών, αλλά διαχέεται στον δημόσιο λόγο, στα ΜΜΕ, ακόμη και στην καθημερινή γλώσσα. Ο φτωχός παρουσιάζεται ως «κόστος», η άνεργη ως «βάρος», ο επισφαλής ως «εκκρεμότητα». Η κοινωνική ανισότητα μεταφράζεται σε τεχνικό πρόβλημα, απογυμνωμένο από τις πολιτικές και ταξικές του διαστάσεις. Έτσι, η ταπείνωση παύει να σοκάρει, γίνεται αυτονόητη.
Επιστροφή στο συλλογικό
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η χρονική διάσταση αυτής της διαδικασίας. Η ταπείνωση δεν είναι στιγμιαία, είναι διαρκής. Αναπαράγεται καθημερινά μέσα από την αναμονή, τη γραφειοκρατία, την αβεβαιότητα. Ο πολίτης μαθαίνει να περιμένει, ο χρόνος του απαξιώνεται, όπως απαξιώνεται και η ζωή του, λειτουργώντας, αυτή η αναμονή, ως μορφή εξουσίας, ως υπενθύμιση ότι ο έλεγχος δεν βρίσκεται στα χέρια του. Σε αυτό το πλαίσιο, η μείωση της ανεργίας δεν αναιρεί αλλά συγκαλύπτει το πρόβλημα. Η εργασία, απογυμνωμένη από συλλογικές εγγυήσεις και σταθερότητα, μετατρέπεται σε μηχανισμό αναπαραγωγής της φτώχειας αφού η «ένταξη» στην αγορά εργασίας δεν ισοδυναμεί με κοινωνική ένταξη, αντιθέτως, συχνά συνεπάγεται αποδοχή όρων που κανονικοποιούν την εξάρτηση και την υποταγή, με την υπόσχεση της κοινωνικής ανόδου να αντικαθίσταται από τη διαχείριση της μόνιμης επισφάλειας.
Και η ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς εδράζεται ακριβώς σε αυτή τη μετάθεση: από το συλλογικό στο ατομικό, από το δικαίωμα στην ευθύνη, από την πολιτική στην ηθικολογία. Όσο η φτώχεια εμφανίζεται ως προσωπικό πρόβλημα, τόσο η πολιτική απαλλάσσεται από τις ευθύνες της. Και όσο η ταπείνωση βιώνεται ιδιωτικά, τόσο αποδυναμώνεται η δυνατότητα συλλογικής αντίστασης.
Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως, δεν είναι αν οι δείκτες βελτιώνονται, αλλά τι είδους κοινωνία συγκροτείται πίσω από αυτούς. Μια κοινωνία όπου η εργασία δεν προστατεύει από τη φτώχεια, όπου η φτώχεια βιώνεται ως προσωπική ντροπή και όπου η ανισότητα επιδεικνύεται χωρίς καμία ηθική αμηχανία –η απάντηση, προφανώς, δεν μπορεί να δοθεί με τεχνικές προσαρμογές ή επικοινωνιακές αφηγήσεις επιτυχίας.
Η Ιστορία ωστόσο δείχνει ότι η ταπείνωση δεν είναι ποτέ απόλυτα αποτελεσματική. Εκεί όπου η αδικία γίνεται καθολική εμπειρία, μπορεί να μετατραπεί σε επίγνωση. Και με δεδομένο ότι η ανάκτηση της αξιοπρέπειας περνά μέσα από την επαναπολιτικοποίηση της φτώχειας, από την αναγνώρισή της ως κοινωνικής σχέσης και όχι ως ατομικής αποτυχίας, ας (ξανα)θυμηθούμε πως το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι μόνο η αναδιανομή του πλούτου, αλλά η αναδιανομή της φωνής, του χρόνου και της αξιοπρέπειάς μας.