Η σκηνή με τον εναερίτη της ΔΕΗ να ιδροκοπάει, στους 39 βαθμούς, προσπαθώντας να διορθώσει τη βλάβη στην κολώνα της γειτονιάς μας, ήταν μια ακόμα αφορμή για μια σειρά από σκέψεις που τα (πολλά) τελευταία χρόνια, έρχονται και επανέρχονται.
Είχε προηγηθεί η, προ ημερών, είδηση ότι εργοδότρια σε επιχείρηση εστίασης στην Πάρο απαίτησε από εργαζόμενή της (μονογονεϊκή οικογένεια που δούλευε σεζόν) να συναινέσει στο να δουλέψει η 14χρονη κόρη της σε αλυσίδα καθαριστηρίων που η εργοδότρια διαθέτει, προκειμένου να καλύψει το κόστος τής διαμονής στο ίδιο κατάλυμα με τη μητέρα της!
Ζει και βασιλεύει
Θα έπρεπε να είναι ρητορικό το ερώτημα για το αν υπάρχει στις μέρες μας εργατική τάξη. Κι αυτό, γιατί η απάντηση είναι πασιφανής: ζει και βασιλεύει. Και όμως, είναι ένα ερώτημα που ανά διαστήματα ανακύπτει στη δημόσια σφαίρα κυρίως μέσα από την εμμονή πολιτικών δυνάμεων να πλειοδοτούν υπέρ κάποιας «μεσαίας τάξης», τα χαρακτηριστικά ωστόσο της οποίας δύσκολα αποσαφηνίζουν.
Τι εννοούμε, όμως, ως «εργατική τάξη»; Σε συνέντευξή του στο ιταλικό περιοδικό Micromega τον Ιούλιο του 2017, ο αμερικανός μαρξιστής κοινωνιολόγος Έρικ Όλιν Ράιτ (πέθανε στις 23/1/2019, στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ρεαλιστικές ουτοπίες»- εκδόσεις Ασίνη 2018) έλεγε πως «υπάρχουν τρόποι για να ορίσουμε την εργατική τάξη, σύμφωνα με τους οποίους είναι πράγματι σε παρακμή ως ποσοστό του πληθυσμού. Αν την ορίσουμε με βάση μόνο τους χειρώνακτες βιομηχανικούς εργάτες, τότε η εργατική τάξη είναι αναμφίβολα σε αριθμητική πτώση. Αυτός όμως είναι ένας ιδιότυπος ορισμός της εργατικής τάξης σε μια καπιταλιστική οικονομία. Εφόσον, ωστόσο, δεν είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχθούμε ότι ο καπιταλισμός δεν υπάρχει πλέον –και φαντάζομαι ότι πολλοί εδώ προτιμούν να εξυμνούν τον καπιταλισμό, παρά να πουν ότι έπαψε να υπάρχει–, τότε, όσο αυτός υπάρχει, είναι ανακόλουθο να λέμε ότι δεν υπάρχει πλέον η εργατική τάξη».
Αν θέλουμε πάντως να είμαστε ακριβείς, θα πρέπει σήμερα, δίπλα στον όρο «εργατική τάξη», να προσθέσουμε τον επιθετικό προσδιορισμό «σύγχρονη». Ετερογενής και κατακερματισμένη, γι’ αυτό και πιο δυσκίνητη στη συλλογική δράση και διεκδίκηση, εντούτοις η σημερινή εργατική τάξη –ιδιαίτερα η νέα της φουρνιά– έχει μια άλλη ποιότητα, μορφωτική, πολιτισμική, κοινωνική. Κατέχει τα μυστικά της έρευνας και των σύγχρονων επικοινωνιών, του προγραμματισμού και της ρύθμισης των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, της κοινωνικά συνδυασμένης εργασίας και της διεύθυνσης πολύπλοκων παραγωγικών διαδικασιών, της διεθνικής συνεργασίας και της ισόρροπης σχέσης ανθρώπου-φύσης. Κι όλα αυτά, με δυναμικό κι όχι στατικό τρόπο. Είναι, με άλλα λόγια, μια εργατική τάξη η οποία ανταποκρίνεται –πολύ περισσότερο από κάθε άλλη εποχή– στον χαρακτηρισμό των μαρξιστών του 19ου και 20ου αιώνα: «κύρια παραγωγική δύναμη», «φλόγα της παραγωγής».
Θα ήταν λάθος, λοιπόν, να την κοιτάει κανείς με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω, προς την καπιταλιστική παραγωγή άλλων εποχών. Γιατί έτσι θα κατέτασσε σε αυτήν μόνο τα τμήματα που εργάζονται χειρωνακτικά –αν υποθέσουμε ότι υπάρχει αμιγώς χειρωνακτική εργασία. Η έννοια, όμως, της εργατικής δύναμης δεν είναι ταυτισμένη μόνο με τη χειρωνακτική εργασία, όπως, άλλωστε, και η έννοια του εμπορεύματος δεν είναι ταυτισμένη μόνο με τα εμπορεύματα που έχουν υλική υπόσταση. Περιλαμβάνει και τα εμπορεύματα που είναι άυλα, ικανοποιούν πολιτισμικές ή πνευματικές ανάγκες –όπως ξεκαθαρίζει ο Μαρξ ήδη από τον 1ο τόμο του Κεφαλαίου–, αλλά και τα εμπορεύματα που δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από την πράξη του παράγειν, δεν μπορούν να αποχωριστούν από τον παραγωγό τους, όπως συμπληρώνει στις Θεωρίες για την υπεραξία. Με άλλα λόγια, η εργατική δύναμη συναπαρτίζεται από ένα πλέγμα χεριού και μυαλού, χειρωνακτικών και πνευματικών ικανοτήτων, τυποποίησης και δημιουργικότητας.
Να ακουστεί από αυτούς που πρέπει
Η σύγχρονη, λοιπόν, εργατική τάξη –που, ενδεικτικά, καθρεφτίζεται σήμερα στο πρόσωπο του ντελιβερά, της σερβιτόρας, του νοσηλευτή, της πωλήτριας, στους εργαζόμενους της ΛΑΡΚΟ και των σούπερ μάρκετ, στον οικοδόμο, στην καθαρίστρια, στη μετανάστρια φροντίστρια ηλικιωμένων, στον εργάτη και την εργάτρια γης, στις νέες και τους νέους της αδήλωτης εργασίας, στους πάσης φύσεως επισφαλώς εργαζόμενους (σε σχολεία, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, νοσοκομεία, ΜΜΕ, καλλιτεχνικό χώρο)– είναι εδώ. Και έχει ανάγκη από προσοχή, μέριμνα και φροντίδα. Έχει ανάγκη από πολιτικά υποκείμενα που, ασχέτως κόστους, θα δώσουν τη μάχη υπεράσπισης των δικών της συμφερόντων, αναγνωρίζοντας την αυθυπαρξία της και διεκδικώντας την απομάκρυνσή της από την κουλτούρα των μειωμένων προσδοκιών που τεχνηέντως καλλιεργεί γι’ αυτήν η Δεξιά.
Γιατί ας μην υπάρχουν αμφιβολίες: η λογική πχ του… δημοφιλούς staycation –σύντμηση των όρων stay (μένω) και vacation (διακοπές)– που πάνε να μας λανσάρουν ως τη νέα τάση της εποχής, δεν είναι τίποτα άλλο από την …trendy εκδοχή τής διαχείρισης της οικονομικής ανέχειας στην οποία έχουν καταδικάσει εκατομμύρια ανθρώπους, συγκεκριμένες κυβερνητικές πολιτικές. Δεν έχεις λεφτά ούτε καν για ολιγοήμερες διακοπές; Πισωγύρισες στην 6ήμερη εργασία; Τρέμεις να ανοίξεις τον κλιματισμό; Τρομοκρατείσαι στην ιδέα να χρειαστείς νοσηλεία εσύ ή οι δικοί σου άνθρωποι; Μην ανησυχείς. Μπορείς να χαλαρώσεις μετατρέποντας τον χώρο σου σε ιδανικό προορισμό ξεκούρασης, δεν είσαι άλλωστε για κάτι παραπάνω, δεν σου αξίζει κάτι παραπάνω. Staycation και είσαι cool…
Και κάπως έτσι, ευρήματα όπως αυτά στην τελευταία μέτρηση της MRB που δείχνουν πως οι λέξεις που εκφράζουν περισσότερο τους πολίτες για το παρόν και το μέλλον της χώρας είναι «φόβος», «οργή» και «παραίτηση», με σημαντικότερα προβλήματα να είναι η ακρίβεια, η υγεία και η ανεργία, τείνουν να γίνουν κανονικότητα. Με την εργατική τάξη –ιδανικό θήραμα των ακροδεξιών αρπακτικών– να πασχίζει να ακουστεί. Να ακουστεί από αυτούς που, θεωρητικά, έχουν ταυτίσει την ύπαρξή τους με την προστασία των συμφερόντων της. Και που όσο καθυστερούν, τόσο περισσότερο υπόλογοι γίνονται απέναντί της.
Αννέτα Καββαδία