Φαντάζει οξύμωρο. Για τη λογική, όμως, της ΝΔ δεν είναι. Να δηλώνεις υπέρμαχος της ειρήνης και να υπονομεύεις, να λοιδωρείς, να απαξιώνεις μια συναυλία ειρήνης. Να κόπτεσαι για το δίκιο του ουκρανικού λαού και να ακυρώνεις την εισφορά καλλιτεχνών στην υπεράσπιση του ίδιου αυτού δίκιου. Να επικροτείς παραδείγματα άλλων χωρών και να συκοφαντείς τα αντίστοιχα όταν συμβαίνουν στη χώρα σου.
Τα όσα προηγήθηκαν της μεγαλειώδους αντιπολεμικής συναυλίας, που διοργάνωσε η Αλληλεγγύη για Όλους την περασμένη Τρίτη, στα Προπύλαια (αναλυτικά ρεπορτάζ σε επόμενες σελίδες της «Εποχής»), μπορεί –με μια πρώτη ματιά– να μην επιδέχονται απλουστευμένων ερμηνειών. Κι αυτό, γιατί είναι τόσο πρόδηλη η αναντιστοιχία λόγων και έργων, ήταν τόσο προβλέψιμη η αντίδραση που θα προκαλούσε η ωμή προσπάθεια των κυβερνώντων –και των περί αυτών ακροκεντρώων– να αποτύχει η συγκεκριμένη εκδήλωση, που δυσκολεύεται να μείνει κανείς απλώς στο προφανές: ότι δηλαδή όλο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης ΝΔ–ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί, αν μη τι άλλο, η κυβέρνηση της ΝΔ έχει αποδείξει πως ξέρει να μετρά, τουλάχιστον επικοινωνιακά, τις κινήσεις της. Και μπορούσε πολύ εύκολα να φανταστεί τις διαστάσεις που θα έπαιρνε, και τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε, η συντονισμένη επιχείρηση κατασυκοφάντησης μια συναυλίας με ξεκάθαρο αντιπολεμικό στίγμα και σαφέστατη θέση –παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες διάφορων δημοσιολογούντων να τη θολώσουν– ως προς την καταδίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Γιατί, τότε, επέλεξε τη συγκεκριμένη τακτική; Γιατί επιστράτευσε –όχι πρώτη φορά, βέβαια– όλο το μιντιακό και παραμιντιακό σύστημα που τη στηρίζει, προκειμένου να επιτεθεί με τέτοιο μένος εναντίον μιας συναυλίας ειρήνης; Γιατί συκοφαντεί καλλιτέχνες –τους ίδιους (!) που καλούνται στην ΕΡΤ να πουν, επίσης, «ένα τραγούδι για την Ουκρανία»– μόνο και μόνο γιατί ανταποκρίθηκαν στη συγκεκριμένη πρόσκληση;
Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, μιας και δηλώνουν υπέρμαχοι της ειρήνης, η κυβέρνηση και το σύστημα Μητσοτάκη φοβήθηκαν τη συγκεκριμένη συναυλία. Και ο φόβος τους εντοπίζεται σε αυτό που δεν μπορούν να καπελώσουν με την επικοινωνιακή τους παντοδυναμία, δεν μπορούν να βάλουν στα δικά τους καλούπια, δεν μπορούν να ελέγξουν. Νιώθουν μια έντονη δυσφορία, μια δυσανεξία σε οτιδήποτε μαζικό, λαϊκό και αυθόρμητο, ιδίως όταν έχει και ένα ξεκάθαρα αριστερό ιδεολογικό στίγμα. Το είδαμε και στη μεγαλειώδη λαϊκή συγκέντρωση έξω από το Εφετείο, όταν καταδικάστηκε η εγκληματική, νεοναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής. Τη χαρακτήρισαν, τότε, «κορωνοσυγκέντρωση» –κάποιοι μάλιστα έσπευσαν να ισχυριστούν ότι η άνοδος των κρουσμάτων COVID που ακολούθησε, οφειλόταν σε αυτήν.
Τώρα, δεν μπορούν με τίποτα να κρύψουν την απέχθειά τους για τη δεύτερη μεγάλη λαϊκή εκδήλωση που γίνεται στην Αθήνα, από το 2019. Τους ενοχλεί αφάνταστα να βγαίνει ο λαός στους δρόμους και τις πλατείες –ίσως και να θυμούνται νοσταλγικά τις ημέρες των λοκντάουν και των περιορισμών στην κυκλοφορία και στη συνάθροιση, λόγω COVID-19.
Τώρα φοβούνται –και δικαίως. Γιατί αντιλαμβάνονται ότι το διαβόητο «αφήγημά» τους αρχίζει και αποδυναμώνεται. Ο λαός ασφυκτιά και, παρά τη μιντιακή υπεροπλία τους, δυσκολεύονται πια να κάνουν το άσπρο–μαύρο. Γι’ αυτό και ξορκίζουν ενδεχόμενη αναβίωση ενός ισχυρού αντιπολεμικού κινήματος, καθώς οσμίζονται πως τα χαρακτηριστικά που αυτό θα προσλάμβανε, θα είχαν συγκεκριμένη πολιτική χροιά.
Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν είναι τίποτα άλλο από μια κλασική, σκληρά δεξιά κυβέρνηση, βγαλμένη από τα κιτάπια της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης, σε μεταμοντέρνο ωστόσο περιτύλιγμα. Φυσικά, δεν ζητάει πλέον πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης του …επάρατου κομμουνισμού. Δεν εκτοπίζει σε ξερονήσια τους αγωνιστές της ειρήνης, δεν τους εκτελεί, όπως τον Νίκο Νικηφορίδη, ούτε βάζει παρακρατικούς να τους δολοφονήσουν, όπως τον Γρηγόρη Λαμπράκη –αυτόν, για τον οποίον ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε αναρωτηθεί «και τι ενδιαφέρει τον 17χρονο τι έγινε το 1963;».
Να όμως που, όπως αποδείχθηκε από τη συμμετοχή στη συναυλία της Τρίτης, ενδιαφέρει τους νέους ανθρώπους ποιος ήταν ο Λαμπράκης και ποια είναι η κληρονομιά του ελληνικού αντιπολεμικού και φιλειρηνικού κινήματος. Να που τα συγκεκριμένα επίδικα επανέρχονται δυναμικά και διεκδικούν τη θέση τους στη σημερινή συγκυρία ως απολύτως επίκαιρα και επιτακτικά αναγκαία. Κι ακριβώς επειδή οι κυβερνώντες φοβούνται το κλίμα που, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να δημιουργηθεί, προσπαθούν να παγιώσουν μια ατμόσφαιρα στον δημόσιο λόγο τόσο ασφυκτική, τόσο αλλοιωμένη από τις μεθόδους διαστρέβλωσης της πραγματικότητας –τις οποίες παίζουν στα δάχτυλα– τόσο συμβατή με τη σκληρή, ιδεολογική δουλειά στην οποία συστηματικά επιδίδονται, ώστε καμία διαφορετική φωνή να μην μπορεί, ή μάλλον να μην δικαιούται, να ακουστεί. Και όταν ακούγεται, να χαρακτηρίζεται ύποπτη. Εν προκειμένω, το βλακώδες και μονολιθικό –αλλά, δυστυχώς, αρκούντως αποτελεσματικό– αφήγημά τους είναι ότι όποιος μιλάει για ειρήνη στην Ουκρανία, υποστηρίζει τον πόλεμο του Πούτιν. Δεν έχει σημασία πόσο ανόητο ακούγεται κάτι τέτοιο την πρώτη φορά, αυτό που έχει σημασία είναι να ακούγεται συνεχώς και χωρίς αντίλογο.
Είναι σαφές πως επικοινωνιακά, η κυβέρνηση της Δεξιάς έχει επιλέξει μια στρατηγική που στοχεύει αποκλειστικά στο δικό της κοινό. Επειδή νιώθει τη φθορά, επιδιώκει την πόλωση προκειμένου να «μπετονάρει» τους ψηφοφόρους της, και στο πλαίσιο αυτό δεν διστάζει να αναγάγει ακόμα και κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής σε απλά επικοινωνιακά ζητήματα.
Και εδώ αναδύεται η μεγάλη ευκαιρία –που είναι ταυτόχρονα και καθήκον– για την Αριστερά: να πρωτοστατήσει στη δημιουργία ενός αδέσμευτου, ακηδεμόνευτου αντιπολεμικού κινήματος. Εμφορούμενη από τις αρχές και τα ιδεώδη της ειρήνης, ξεπερνώντας διαχωριστικές γραμμές και αναζητώντας ένα μίνιμουμ πλαίσιο δράσης, οφείλει να αναζητήσει τρόπους συμπόρευσης όλων των αριστερών, δημοκρατικών δυνάμεων έτσι ώστε η αλήθεια που φύτρωσε και άνθισε στις 29 Μάρτη στα Προπύλαια, να βρει τον τρόπο και να μπορέσει να καρπίσει.
ΑΝΝΕΤΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ