Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Συγχωρέστε τη συναισθηματική φόρτιση που νιώθω. Αλλιώς σκόπευα να ξεκινήσω την ολιγόλεπτη παρέμβασή μου, αλλιώς ξεκινώ τελικά. Κι αυτό όχι γιατί εκλείπουν φυσικά οι λόγοι που θα επέβαλλαν να πιάσω το νήμα από την καταγγελία της ανάλγητης, καταστροφικής, επικίνδυνης κυβέρνησης που έχουμε στο τιμόνι της χώρας και η οποία επιβάλλεται να φύγει αν είναι δυνατόν και αύριο. Αλλά γιατί παίρνω το λόγο αμέσως μετά το απαράδεκτο συμβάν με τον σύντροφο Θοδωρή Δρίτσα.
Αν επιλέγω λοιπόν να ξεκινήσω με κάτι άλλο, είναι γιατί χθες, σε αυτήν εδώ την αίθουσα, γίναμε μάρτυρες σκηνών που πρέπει όχι απλά να μας προβληματίσουν αλλά να μας ταρακουνήσουν. Αποδοκιμασίες ομιλητών την ώρα που διατύπωναν τις σκέψεις τους. Φωνές και τραμπουκισμοί τη στιγμή που μια άλλη – από αυτήν του προέδρου – άποψη ακουγόταν. Λυπάμαι πολύ που θα το πω, αλλά τα όσα ανατριχιαστικά – αν και μεμονωμένα – συνέβησαν χθες, θυμίζουν άλλους χώρους, άλλες εποχές και πάντως καμία σχέση δεν έχουν με την παράδοση της ριζοσπαστικής Αριστεράς – για να μην ξεχνάμε ποιο είναι και το βασικό συνθετικό του ονόματος του κόμματός μας.
Αν κάτι είχε καταφέρει να διασφαλίσει – μέχρι σήμερα τουλάχιστον – ο χώρος αυτός, είναι ο σεβασμός και η ανεκτικότητα στην άλλη άποψη, η συμπερίληψη, η συνύπαρξη μέσα στη διαφορετικότητά μας, το δικαίωμα στη συμφωνία, τη διαφωνία και τελικά στη σύνθεση.
Όλα αυτά τα χρόνια – ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές μας – πορευόμαστε χωρίς κυνήγι μαγισσών και αναζήτηση εσωτερικού εχθρού. Και ποτέ δεν νιώσαμε ότι θα κινδυνεύαμε να ακουστεί μεταξύ μας κάτι αντίστοιχο με το ντροπιαστικό και χυδαίο «κάτσε κάτω κουλοχέρη» που είχε ακουστεί για τον Σάκη Καράγιωργα στο ΠΑΣΟΚ, πίσω στο 1975, από τους ακραιφνείς παπανδρεϊκούς που δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους για τον αρχηγό τους.
Άκουσα με πολλή μεγάλη προσοχή την Πέμπτη το βράδυ τον πρόεδρό μας. Μένω στο σημείο που μίλησε για την ανάγκη να διατηρήσουμε ως κόρη οφθαλμού τους ηθικούς κώδικες της ανιδιοτέλειας και της συντροφικότητας. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο!
Και αναρωτιέμαι: πόσο συμβατοί με τη συγκεκριμένη έκκληση του σύντροφου προέδρου είναι χαρακτηρισμοί όπως «κομματικοί μπράβοι» και «βαρίδια»; Πόσο συντροφικές είναι οι ύβρεις με ηλικιακά ή σωματοτυπικά χαρακτηριστικά, οι οποίες δυστυχώς είχαν την τιμητική τους καθ΄όλη τη διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου; Πότε – και με την ανοχή ποιων – παρείσφρυσε η ανθρωποφαγία στις τάξεις μας; Πόσο προσελκύουν προνομιακά μας ακροατήρια – που στις τελευταίες εκλογές είτε δεν πήγαν να ψηφίσουν, είτε έκαναν κάποια άλλη επιλογή – το βαρύ και ασήκωτο ύφος και οι αγοραίες εκφράσεις; Όταν αντί για αντιπαράθεση επιχειρημάτων, επιστρατεύεται ο τσαμπουκάς και η μαγκιά και όταν η πολιτική συζήτηση διεξάγεται με όρους ξεκαθαρίσματος λογαριασμών;
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πολιτικό εκείνο σχήμα που φτιάχτηκε ακριβώς γιατί οι άνθρωποι που τον δημιούργησαν είχαν μάτια, αυτιά και ψυχές ανοιχτές. Πολύ πριν η διεύρυνση γίνει της μόδας, ο ΣΥΡΙΖΑ την είχε κάνει πράξη. Έτσι φτιάχτηκε. Οφείλει την ύπαρξή του στην ευτυχή συνάντηση αριστερών ανθρώπων με διαφορετικές μεν αφετηρίες αλλά με ένα κοινό όραμα : να εκφράσουν τους πολλούς και αδύναμους, χωρίς ωστόσο να υιοθετούν πρακτικές απεχθείς στην παράδοση της Αριστεράς. Και είναι αυτός, ο διαφορετικός ΣΥΡΙΖΑ, ο μη «κανονικός» όπως τον θέλει το σύστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ που πίστευε στη δύναμη της συλλογικότητας, που δεν φοβήθηκε τον δρόμο και τα κινήματα ίσα ίσα γιγαντώθηκε μέσα από αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ που αντιστάθηκε στις σειρήνες της ενσωμάτωσης, που εκατομμύρια δημοκρατικοί πολίτες αναγνώρισαν σε αυτόν τον εαυτό τους, ο ΣΥΡΙΖΑ που παρά τα υπαρκτά και δεδομένα οργανωτικά προβλήματά του, κατάφερε τελικά να γίνει κυβέρνηση.
Και γίναμε κυβέρνηση σε καιρούς δύσκολους. Είχαμε να παλέψουμε με τα θηρία. Είχαμε μια θηλιά στο λαιμό και αναγκαστήκαμε να κάνουμε πράγματα και να πάρουμε αποφάσεις που ήταν οδυνηρές για μας. Και το κάναμε γιατί βλέπαμε τη μεγάλη εικόνα. Γιατί ξέραμε, όπως το ξέρουμε και τώρα, πως η Αριστερά είναι για τα δύσκολα και πως η θέση μας είναι δίπλα στο λαό που δοκιμάζεται.
Ναι, έχουμε πολλά για τα οποία είμαστε περήφανες και περήφανοι. Αφήσαμε αποτύπωμα, παρά το όποιο κόστος. Υπήρξαν όμως και άλλα που δεν τα μπορέσαμε. Και άλλα που δεν τα τολμήσαμε. Είναι κακό να μιλήσουμε γι’αυτά; Συνιστά κάποιου είδους υπονόμευση το να συζητηθούν έτσι ώστε να προετοιμαστούμε καλύτερα για την επόμενη φορά που θα είμαστε κυβέρνηση;
Κι επειδή ακούγεται συχνά-πυκνά πως «η δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς», ας συμφωνήσουμε λοιπόν: πως τη δεύτερη φορά δεν θα φοβηθούμε να μιλήσουμε – και να προχωρήσουμε – στον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας – και πως δεν θα θυσιάζουμε υπουργούς στο όνομα του εξευμενισμού της ιεραρχίας. Πως θα βάλουμε στο τραπέζι την εθνικοποίηση δημόσιων οδών. Πως δεν θα έχουμε δεύτερες σκέψεις για τον γάμο και την παιδοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια. Πως θα τολμήσουμε να μιλήσουμε ανοιχτά – και να αντιμετωπίσουμε – φαινόμενα σεξισμού, ομοφοβίας, τρανσφοβίας, ακόμα και μέσα στο ίδιο μας το κόμμα. Πως δεν θα υιοθετήσουμε – και πάλι – αποτυχημένα μοντέλα λειτουργίας της ΕΡΤ. Πως η καλών προθέσεων προσπάθεια να μπει μια τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, δεν θα δυναμιτιστεί και πάλι από πλημμελώς προετοιμασμένες κινησεις. Πως θα μιλήσουμε ανοιχτά για απαγόρευση των εξορύξεων.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Στο δρόμο για τη δεύτερη φορά Αριστερά, ας φύγουμε από το 3ο συνέδριό μας προσπαθώντας να έχουμε απαντήσεις σε κάποια πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα: με τι όπλα δίνεις τη μάχη για την προστασία της κοινωνίας και την ανακούφιση των ασθενέστερων; Με τα όπλα τα δικά σου ή με τα όπλα του αντιπάλου; Πόσο νερό βάζεις στο κρασί σου στο πλαίσιο των απαραίτητων συμβιβασμών; Και, τελικά, πόσο απομακρύνεσαι από αρχές, ιδέες, κώδικες, στο όνομα της εκλογικής επικράτησης την οποία όλες και όλοι θέλουμε και για την οποία δουλεύουμε.
ΑΝΝΕΤΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ