Ο τηλεοπτικός φακός είναι αδυσώπητος. Δεν μπορείς να του κρυφτείς. Ακόμα και οι πιο «εκπαιδευμένοι» είναι φορές που αδυνατούν να του ξεφύγουν. Πόσο μάλλον όταν έχεις συνηθίσει να σε …κανακεύουν, όταν θεωρείς αδιανόητο να δεχτείς ερωτήσεις που, ενδεχόμενως, να σε στριμώξουν.
Μια τέτοια στιγμή βίωσε ο έλληνας πρωθυπουργός κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ, όταν δημοσιογράφος της Washinghton Post τον ρώτησε για την ελευθερία του Τύπου στη χώρα μας, στον απόηχο της πρόσφατης έκθεσης–καταπέλτη των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (ΡΧΣ), που κατατάσσει την Ελλάδα τελευταία σε επίπεδο ΕΕ και στην 108η θέση σε σύνολο 180. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κόμπιασε, δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξη στο βλέμμα του και με έκδηλη αμηχανία απάντησε κατά τον προσφιλή του τρόπο: υποτιμώντας την πηγή και αντιστρέφοντας την πραγματικότητα. «Πρώτα από όλα, αν αναφέρεστε στην έκθεση από μία γαλλική ΜΚΟ, εγώ, εεε, διαφωνώ με τον πιο εμφατικό τρόπο με τα συμπεράσματα και τη μεθοδολογία. Είμαστε ελεύθερη δημοκρατία και αν δείτε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στην Ελλάδα θα δείτε ότι οι περισσότερες είναι επικριτικές απέναντί μας. Είναι μία χώρα που ο καθένας μπορεί να δημοσιεύει ό,τι θέλει», είπε.
Μάλιστα. Ώστε, κατά τον Κ. Μητσοτάκη, τα περισσότερα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είναι επικριτικά απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ. Με την ίδια λογική, λοιπόν, και τα περισσότερα κανάλια τηρούν τους στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας και πολυφωνίας. Και η λίστα Πέτσα είναι αποκύημα φαντασίας. Και η πλειονότητα των διαμορφωτών της κοινής γνώμης σέβονται τον ρόλο τους χωρίς να γίνονται ρουλεμάν της κυβερνητικής γραμμής. Και οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ΜΜΕ δεν έχουν προνομιακές σχέσεις με τους ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου.
Μάλιστα. Ώστε, κατά τον Κ. Μητσοτάκη, η Ελλάδα είναι μία χώρα που ο καθένας μπορεί να δημοσιεύει ό,τι θέλει. Άρα, προς τι οι διώξεις δημοσιογράφων; Δεν συνιστούν κηλίδα στην ελευθεροτυπία; Δεν διαψεύδουν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο το συγκεκριμένο επιχείρημα; Και η επισήμανση της συγκεκριμένης έκθεσης πως «οι δημοσιογράφοι εμποδίζονται τακτικά να καλύψουν θέματα, από το μεταναστευτικό μέχρι την Covid-19», πού εδράζεται; Μήπως σε αδιάψευστα, τεκμηριωμένα στοιχεία που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση; Μήπως στην πραγματικότητα που είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού; Λες και μια –όχι και τόσο ενδελεχής ματιά– του αναγνωστικού ή του τηλεοπτικού κοινού, δεν μπορεί να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές. Λες και δεν είναι κοινή συνείδηση, για παράδειγμα, πως ειδήσεις σχετικές με τις προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές είναι εξαφανισμένες και μεταδίδονται, σχεδόν αποκλειστικά, μόνο σε περιπτώσεις εμπλοκής προσφύγων/μεταναστών σε παράνομες ενέργειες. Λες και δεν είναι κραυγαλέα, και προκλητική ταυτόχρονα, η εξαφάνιση ειδήσεων που αφορούν την πανδημία –σαν αυτή να έχει εκλείψει, σαν να μη συνεχίζουν να πεθαίνουν άνθρωποι εξαιτίας της, σαν να μη συνεχίζει να στενάζει το ΕΣΥ. Και όμως. Εντελώς ανερυθρίαστα, και υποτιμώντας τη νοημοσύνη των πολιτών, ο έλληνας πρωθυπουργός διαβάλλει οργανώσεις διεθνούς κύρους –όπως οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα– και χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, συνεχίζει να υποσκάπτει την αξιοπιστία της χώρας, η οποία, επί διακυβέρνησής του, κατρακυλάει στους δείκτες ελευθεροτυπίας.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί –με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον βαθμό ενόχλησης της ελληνικής κυβέρνησης από τη γνωστοποίηση των στοιχείων της έκθεσης, και με δεδομένες τις προνομιακές σχέσεις της ΝΔ με την, εκ του ΕΛΚ προερχόμενη, πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου– πως ενώ τα συγκεκριμένα στοιχεία, με ειδική αναφορά και στην κατρακύλα της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη, αναδημοσιεύθηκαν από το Ευρωκοινοβούλιο, λίγες ώρες μετά η σχετική ανακοίνωση εξαφανίστηκε μυστηριωδώς! Η, διόλου πειστική, απάντηση που δίνεται από τις Βρυξέλλες είναι ότι το δημοσίευμα αποσύρθηκε, καθώς δεν συνδέεται με τις δραστηριότητες και την ατζέντα του κοινοβουλίου. Άμεσες εξηγήσεις, πάντως, για το θέμα και «ανάληψη ευθύνης για αυτή την απαράδεκτη λογοκριτική παρέμβαση» ζήτησε και ο Δημήτρης Παπαδημούλης.
Δεν είναι, ωστόσο, η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκδηλώνει τέτοιου είδους δυσανεξία απέναντι σε δημοσιογραφικές ερωτήσεις που ξεφεύγουν από το απολύτως προστατευμένο πλαίσιο, που έχει διαμορφώσει γι’ αυτόν το εγχώριο δημοσιογραφικό περιβάλλον. Ποιος δεν θυμάται τις αλήστου μνήμης σκηνές, τον περασμένο Νοέμβρη, κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον ολλανδό ομόλογό του Μαρκ Ρούτε, όταν η ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμπορκ Μπέχελ «τόλμησε» να τον ρωτήσει για το προσφυγικό και τις επαναπροωθήσεις, κατηγορώντας τον ότι ψεύδεται, καθώς τα στοιχεία που υπάρχουν είναι αδιάψευστα. Ο έλληνας πρωθυπουργός σε ζωντανή μετάδοση και εκτός εαυτού –αφού επεσήμανε, σαν κάτι καινοφανές και αξιοσημείωτο, την παράδοση στην Ολλανδία να θέτουν ευθείες ερωτήσεις στους πολιτικούς (!)– της επιτέθηκε, λέγοντας πως δεν δέχεται να προσβάλλει τον ίδιον ή τον ελληνικό λαό «με κατηγορίες και εκφράσεις που δεν στηρίζονται από πραγματικά γεγονότα». Μόνο που είναι αυτά τα «ψευδή» και «ανυπόστατα» γεγονότα –των βεβαιωμένων, δηλαδή, επαναπροωθήσεων στο Αιγαίο, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της ΝΔ– που οδήγησαν τον επικεφαλής της FRONTEX στην παραίτηση, λίγους μόλις μήνες μετά την πρωθυπουργική οργισμένη διάψευση στο Μαξίμου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν έχει μάθει να στριμώχνεται. Έχουν φροντίσει άλλοι γι’ αυτό. Όταν, λοιπόν, έρχεται αντιμέτωπος με κάποια ζόρικη ερώτηση, χάνει την ψυχραιμία του και αντιδρά σπασμωδικά. Και αυτό δείχνει πολλά για τον ίδιον. Μόνο που ζόρικες ερωτήσεις αντιμετωπίζει συνήθως –πλην ελάχιστων εξαιρέσεων– όταν βρίσκεται εκτός Ελλάδας. Και αυτό, δυστυχώς, δείχνει πολλά για το επίπεδο, αλλά και για τις σχέσεις διαπλοκής, της ελληνικής δημοσιογραφίας. Κάτι που πρέπει, πρωτίστως να απασχολήσει τους ίδιους τους δημοσιογράφους.
Αννέτα Καββαδία