Ζούμε, τελικά, στη χώρα όπου όλα γίνονται «με εντολή Μητσοτάκη», εκτός εάν συμβεί κάτι κακό, οπότε ο ίδιος δήθεν «δεν γνωρίζει τίποτα». Στη χώρα που ποτέ άλλοτε πρωθυπουργός δεν έχει συγκεντρώσει τόση δύναμη στα χέρια του χωρίς να λογοδοτεί πουθενά, που επαίρεται για το «επιτελικό» κέντρο διακυβέρνησης, από το οποίο ελέγχει και παρακολουθεί τα πάντα, και την ίδια ώρα δεν αναλαμβάνει καμία από τις ευθύνες που του αναλογούν.
Ζούμε στη χώρα όπου ο πρωθυπουργός, υπό την εποπτεία του οποίου βρίσκεται η ΕΥΠ, δεν γνώριζε τίποτα για τις υποκλοπές –τις οποίες αν ήξερε ότι συνέβαιναν «δεν θα το επέτρεπε ποτέ». Δεν είχε ενδείξεις ότι η θνησιμότητα στις ΜΕΘ ήταν αυξημένη την εποχή της έξαρσης του κορονοϊού, δεν ήταν ενήμερος για το κόστος των εξαγγελιών του «πλήρως κοστολογημένου προγράμματος της ΝΔ» σχετικά με τις ελαφρύνσεις που είχε ανακοινώσει προεκλογικά, δεν γνώριζε και εξαπατήθηκε από τον Λιγνάδη, δεν γνώριζε για τη μελέτη Τσιόδρα–Λύτρα –παρά το μεγαλοπρεπές «άδειασμα» από τον ίδιον τον καθηγητή («ενημερώσαμε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις, και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο», ξεκαθάριζε ο Σ. Τσιόδρας), δεν ήξερε τίποτα για Πάτση, Μαραβέγια, Νικολάου, δεν είχε φτάσει τίποτα στ’ αυτιά του για την κατάσταση στον ΟΣΕ –για τον οποίον βεβαίως δεσμευόταν προεκλογικά ότι θα κάνει παρεμβάσεις «που δεν είναι πολύ ελκυστικές, να το πω πολύ απλά δεν είναι πολύ… σέξι».
«Βγάλτε τον πρωθυπουργό από το κάδρο»
Η επικοινωνιακή γραμμή που ακολουθεί η κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων της, είναι ξεκάθαρη. Η πρωθυπουργική άγνοια έχει υπάρξει, άλλωστε, πάγια γραμμή άμυνας σε όλες τις μείζονες κρίσεις που αντιμετώπισε η χώρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Για κάθε τι που έχει αντίκτυπο στο Μέγαρο Μαξίμου –κρίση ή τραγωδία, γκάφα ή σκάνδαλο– πρώτιστη μέριμνα είναι να διαχυθούν και να απορροφηθούν οι κραδασμοί από τα χαμηλότερα κλιμάκια, ώστε να μείνει ανεπηρέαστη η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο οποίος δεν ήξερε τίποτα, και όταν μαθαίνει δίνει εντολή να διορθωθούν όλα…
Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει, ωστόσο, μια τέτοια τακτική; Πώς συνδυάζεται η αποποίηση ευθυνών με την εικόνα του «άριστου των αρίστων», του σιμουλτανέ πρωθυπουργού, του Μωυσή, του πολιτικού τσιτάχ; Πόσο πειστικός και αξιόπιστος φαντάζει ένας πρωθυπουργός που δεν ξέρει ποτέ τίποτα και για κανένα θέμα; Και, τελικά, ποια ακριβώς δουλειά κάνει; Τίνος πράγματος ηγείται; Και γιατί ξαναζητά την ψήφο του λαού;
Η επιχείρηση «βγάλτε τον πρωθυπουργό από το κάδρο των ευθυνών», μπορεί να ήταν –και ήταν– αποτελεσματική την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης της ΝΔ. Σήμερα, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, και με την τραγωδία των Τεμπών να συνιστά τομή στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας, η οποιαδήποτε τέτοια απόπειρα φαντάζει απλώς σαν καρικατούρα –πέρα από το ότι συμπυκνώνει την απόλυτη ύβρη απέναντι στους 57 νεκρούς, και την απόλυτη κοροϊδία απέναντι σε έναν λαό που απαιτεί να μάθει την αλήθεια και να αποδοθούν ευθύνες.
«Φταίει κι ο Χατζηπετρής»
Άγνοια λοιπόν και έλλειψη ενημέρωσης. Κι από κοντά, η ισοπεδωτική λογική «όλοι φταίμε». Άρα «όλοι ίδιοι είμαστε».
Επιχειρώντας να χρεώσει στον βασικό πολιτικό του αντίπαλο –τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εν προκειμένω– το ίδιο μερίδιο ευθύνης με τις δυνάμεις του πάλαι ποτέ δικομματισμού, που επί χρόνια κυβέρνησαν τον τόπο, και προσπαθώντας –ανεπιτυχώς– να αποκαθάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης της ΝΔ επιχειρεί να κατευθύνει τη συλλογική αγανάκτηση σε μονοπάτια ισομερούς καταμερισμού ευθυνών και άρα ανάλογης απέχθειας και αποστροφής προς το πολιτικό προσωπικό. Προσβλέποντας στην αποχή και ενισχύοντας την απολίτικη ματιά –ιδίως μεταξύ νέων ανθρώπων. Αδιαφορώντας έτσι για τους κινδύνους που μια τέτοια τακτική εγκυμονεί, και υποτιμώντας –υπό το κράτος άραγε πανικού;– τι μπορεί να σημαίνει για τη δημοκρατία μια γενικευμένη απόρριψη και ένα συλλήβδην ανάθεμα σε θεσμούς και εκπροσώπους αυτών.
Μόνο που έχει περάσει καιρός κι έχουν μεσολαβήσει πολλά. Η εικόνα του «αλώβητου», «ατσαλάκωτου», που «δεν ξέρει, αλλά όταν μαθαίνει είναι άτεγκτος», που «κρατά γερά το τιμόνι της χώρας στη δύσκολη διεθνή συγκυρία» πρωθυπουργού, πολύ απλά δεν πουλάει. Βρισκόμαστε στο 2023 και όχι στο 2019. Η κυβέρνηση της ΝΔ αναμετράται πια με τον εαυτό της και τα πεπραγμένα της. Και η επίκληση των έργων και των ημερών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ –ως το αντίπαλο δέος– δεν πιάνει. Οι πολίτες ζητούν απαντήσεις από την κυβέρνηση που βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας εδώ και μια τετραετία, περίπου.
Και μπορεί στα χείλη των επιτελών του Μαξίμου να βρίσκονται όλο και συχνότερα οι στίχοι του Λουκιανού Κηλαηδόνη –«φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς, ναι φταίνε κι οι άλλοι, φταίμε κι οι τρεις, φταίει κι ο Χατζηπετρής»– το σίγουρο είναι πως αυτού του είδους η επικοινωνιακή διαχείριση, έχει ημερομηνία λήξης, η οποία και παρήλθε. Γιατί αν για άλλη μια φορά ο πρωθυπουργός «δεν ήξερε», τότε μένεις εσύ να αναρωτιέσαι αν, τελικά, παραπλανεί συνειδητά, αν όντως δεν γνώριζε ή αν επιδιώκει απλώς τη διάχυση της ευθύνης, υποτιμώντας κατάφωρα τη νοημοσύνη του λαού. Αν τελικά είναι ένοχος ή ανόητος. Και να καταλήγεις πως, σε κάθε περίπτωση, ένας πρωθυπουργός που δεν ξέρει ποτέ τίποτα, που γνωρίζει τα πάντα εκτός από αυτά που μπορεί να πληγώσουν την εικόνα του, όχι μόνο δεν είναι ένας καλός πρωθυπουργός, αντιθέτως είναι ένας επικίνδυνος πρωθυπουργός.
Αννέτα Καββαδία