Λίγο πριν τις κρίσιμες εκλογές της 21ης Μαΐου, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι κεντρική πολιτική επιλογή της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να αποφύγουν πάση θυσία οποιαδήποτε συζήτηση πολιτικής ουσίας και βάθους. Προφανώς γιατί γνωρίζουν πως σε αυτό το πεδίο θα ηττηθούν κατά κράτος, σε αντίθεση με αυτό όπου αισθάνονται απολύτως άνετα: την τοξική συνθηματολογία, τον αποπροσανατολισμό, την προπαγάνδα.
Με την πρόθυμη συνδρομή της συντριπτικής πλειονότητας των ΜΜΕ –και παρά την περί του αντιθέτου επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ– θα κάνουν ό,τι μπορούν για να μη γίνει η παραμικρή ή η ελάχιστη αναφορά στα επείγοντα και σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Τα οποία, ασφαλώς, είναι σε άμεση σύνδεση με όσα συμβαίνουν στο ευρωπαϊκό πεδίο και που η κατά τα άλλα παράταξη του «Μένουμε Ευρώπη», δείχνει να σνομπάρει επιδεικτικά.
Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει την τάση να θυμάται το όνειρό του για μια ανεξάρτητη ευρωπαϊκή «υπερδύναμη» κάθε φορά που η ΕΕ –αλλά πολύ περισσότερο η Γαλλία και ο ίδιος πολιτικά– αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα αξιοπιστίας και κύρους, περνάει ασχολίαστο. Όπως ασχολίαστο περνάει το ότι είναι εντελώς παράδοξο για έναν ευρωπαίο ηγέτη να επικαλείται οράματα περί ευρωπαϊκής ισχύος, όταν δεν είναι σε θέση να κρατήσει την κοινωνική ειρήνη μέσα στην ίδια του τη χώρα.
Δάσκαλε που δίδασκες…
Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες –με πρώτη τη Γαλλία– αρέσκονται συχνά να κάνουν… διαλέξεις σε άλλα κράτη για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς εάν η Ευρώπη έχει το ηθικό πλεονέκτημα για κάτι τέτοιο.
Κι αυτό, γιατί είναι σαφές πως, ιδίως τα τελευταία χρόνια, έχει υπάρξει μια σημαντική οπισθοχώρηση σε όλους τους τομείς που χαρακτηρίζουν μια υγιή δημοκρατία.
Η κυβέρνηση Μακρόν είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μελέτης αυτού του φαινομένου: βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τις ανάγκες και τα αιτήματα του γαλλικού λαού, όπως φάνηκε τόσο με την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων, όσο και με το σχέδιο «μεταρρύθμισης» του συνταξιοδοτικού συστήματος, στο οποίο εξακολουθεί να παραμένει προσηλωμένη παρά την ισχυρότατη αντίδραση όλων των κοινωνικών φορέων, των γαλλικών συνδικάτων και του λαού. Βλέποντας, μάλιστα, ότι απέτυχε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, επέλεξε πεισματικά να το παρακάμψει.
Και μπορεί το Γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο να έκρινε συνταγματικά εντάξει την παράκαμψη της Εθνοσυνέλευσης μέσω Προεδρικού Διατάγματος, τούτο όμως λέει μάλλον περισσότερα για την αποσύνδεση της τυπικής συνταγματικότητας από την ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης και των πολιτικών της. Διάκριση που –όπως δυστυχώς έχουμε δει και στην Ελλάδα– είναι συχνά δύσκολο να την κάνει η Ανώτατη Δικαιοσύνη, και όχι μόνο για λόγους τυπολατρικής ερμηνείας των νόμων.
Έτσι, σε πείσμα του γαλλικού λαού και των εκπροσώπων του στο κοινοβούλιο, ο Μακρόν –διαβόητος για την περιφρόνηση και την αποστασιοποίησή του από την καθημερινότητα και τις ανησυχίες των απλών πολιτών– επέλεξε να περάσει βίαια μια αντικοινωνική πολιτική επιδεικνύοντας ένα άμετρο αίσθημα αλαζονείας. Και όταν οι πλατιές μάζες βγήκαν και πάλι στους δρόμους για να εκφράσουν την απογοήτευση και την οργή τους, αντιμετωπίστηκαν ανηλεώς. Η αναγκαστική νομοθεσία με έκτακτα μέσα και η περιφρόνηση για το λαϊκό αίσθημα, χέρι-χέρι με τη σκληρή και βίαιη καταστολή. Από την εποχή των Κίτρινων Γιλέκων μέχρι σήμερα, οποιαδήποτε διαδήλωση που κατέληγε στην επέμβαση της γαλλικής αστυνομίας, είχε ως αποτέλεσμα δυσανάλογη χρήση βίας. Τόσο κανονικοποιημένη είναι πλέον η αστυνομική βία που, τελικά, η «νόμιμη» κρατική βία έγινε ρουτίνα στη Γαλλία του Μακρόν.
Κάτι μας θυμίζει
Μήπως όμως όλα αυτά ακούγονται πολύ γνώριμα και σε εμάς εδώ στην Ελλάδα; Η Γαλλία λειτουργούσε ανέκαθεν ως προπομπός μεγάλων πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη, κάτι σαν κοινωνικό και πολιτικό εργαστήριο, ενίοτε δε και σαν καναρίνι στο ορυχείο. Εν προκειμένω, είναι προφανές ότι η εκεί αναταραχή δεν έχει να κάνει μόνο με το ζήτημα της ηλικίας συνταξιοδότησης, ούτε καν με τον αντιδημοκρατικό τρόπο που επιχειρεί να το περάσει ο «μεταρρυθμιστής» Μακρόν. Οι Γάλλοι έχουν καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στη χώρα τους και στην Ευρώπη γενικότερα. Νιώθουν ότι απειλείται ένας τρόπος ζωής και κατακτήσεις που θεωρούσαν πλέον δεδομένες μετά από αιώνες πολέμων και επαναστάσεων. Για την ακρίβεια, τα περισσότερα από αυτά τα κεκτημένα έχουν ήδη ανατραπεί.
Μήπως, όμως, είναι η Γαλλία του Μακρόν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που βιώνει την κατάλυση κάθε έννοιας κράτους κοινωνικής πρόνοιας και συνοχής, την εργασιακή ανασφάλεια, την ενεργειακή φτώχεια και την κατακόρυφη αύξηση στο κόστος ζωής, σε συνδυασμό με την καθήλωση ή ακόμα και την πραγματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος;
Μήπως η ίδια ακριβώς περιγραφή δεν ταιριάζει και στην Ελλάδα του Μητσοτάκη; Υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή που συνδέει τις δύο χώρες και αυτή δεν είναι η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, αλλά η ενίσχυση του Ακραίου Κέντρου, η πιστή εφαρμογή του εγχειριδίου του νεοφιλελευθερισμού και η μεθοδική χειραγώγηση της λαϊκής ψήφου μέσω της μονοθεματικής «ενημέρωσης» από τα ΜΜΕ και της στρεβλής και ανιστόρητης θεωρίας των Δύο Άκρων.
Είναι τραγικά ειρωνικό –και κάπως θλιβερό– να διεκδικεί αυτή η Ευρώπη μια ισότιμη θέση μεταξύ των ισχυρών του πλανήτη, όταν η ίδια κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να ροκανίσει τα θεμέλια πάνω στα οποία είναι χτισμένη η όποια κοινωνική συνοχή και βιομηχανική βάση της έχει απομείνει μετά από τέσσερις σχεδόν δεκαετίες απορρύθμισης, ιδιωτικοποιήσεων, αποβιομηχανοποίησης. Το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει ακόμα πιο ανάγλυφη την παρακμή της.
Αννέτα Καββαδία