Μνήμες της πιο σκληρής μετεμφυλιακής Δεξιάς ξύπνησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας προ ημερών στην Πολιτική Επιτροπή της ΝΔ. Έμπλεος αλαζονείας, ταυτοχρόνως όμως εξαιρετικά στριμωγμένος τόσο από την υπόθεση των παρακολουθήσεων, όσο και από την καταιγίδα της οικονομίας, επέλεξε –απολύτως συνειδητά– να παίξει και πάλι στο γήπεδο αξιών της Ακροδεξιάς, επενδύοντας στον εθνικισμό και την ξενοφοβία. Όπως οι ιδεολογικοί του πρόγονοι, ανακάλυψε και αυτός με τη σειρά του τον «εσωτερικό εχθρό» στην υπηρεσία του εξωτερικού εχθρού. Κι αν τα μαύρα μετεμφυλιακά χρόνια ήταν η Αριστερά και οι συνοδοιπόροι της στην υπηρεσία της τότε Σοβιετικής Ένωσης, τώρα είναι ο «εθνικά επικίνδυνος» Τσίπρας στην υπηρεσία του Ερντογάν.
Επικίνδυνα αμετανόητος
Γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής» πως ο εκβιασμός του πρωθυπουργού προς τα μέλη της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας είναι ξεκάθαρος: «αν τολμάτε, ρίξτε με» είναι το –καλυμμένο μεν, σαφές δε– μήνυμα, που με κάθε ευκαιρία στέλνει. Ένα μήνυμα που διαπερνούσε όλη την ομιλία του και στην εν λόγω συνεδρίαση και το οποίο φρόντισε να ενισχύσει με την απαραίτητη δόση αγοραίου πατριωτισμού.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται στο κανναβάτσο. Το ξέρει, το νιώθει. Τόσο αυτός, όσο και οι επιτελείς του. Είναι οι πρωταγωνιστές μιας νοσηρής ιστορίας, μια μίξη πρακτικών παρακράτους και μαφίας, που ακόμα και οι πιο υποψιασμένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν. Παρακολουθήσεις, συγκάλυψη, διαφθορά, διαπλοκή, ένα σύμπλεγμα σκοτεινών επιχειρηματιών, ανώτερων αξιωματούχων και πολιτικών που εμμονικά, με αμιγώς ιδιοτελή κίνητρα, προσπάθησαν να ελέγξουν τα πάντα, αδιαφορώντας για στοιχειώδεις κανόνες του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Σε αυτό το δυσώδες περιβάλλον, επιλέγει λοιπόν να θυμηθεί τις ρίζες του και να ενεργοποιήσει το αίσθημα αυτοσυντήρησης των θιασωτών της παράταξής του.
Με αποδεκατισμένη, εκουσίως ή ακουσίως, την… προεδρική φρουρά –μεταξύ τους και ακροκεντρώοι, συνοδοιπόροι μέχρι χθες απέναντι στο «απόλυτο κακό», εμπνευστές και υπηρέτες του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου οι οποίοι, θορυβημένοι από τις συνεχείς αποκαλύψεις, φροντίζουν να πάρουν τις αποστάσεις τους, σε αντίθεση με κάποιους από τους ομοϊδεάτες τους, οι οποίοι εμμονικά παραμένουν στην πρωτοπορία της συγκάλυψης –ο Κυριάκος Μητσοτάκης βλέπει μονόδρομο την απεύθυνση σε ένα κοινό, το παραδοσιακό κοινό της Δεξιάς, εμπλουτισμένο και με εκπροσώπους της Ακροδεξιάς, που αν και συχνά «λουστραρισμένο», έχει γαλουχηθεί με τις …παραδόσεις του χώρου. Και ένα τέτοιο κοινό είναι πάντα ευεπίφορο τόσο σε εκβιασμούς, όσο και σε πατριωτικές κορόνες.
Γιατί μπορεί η κοινή λογική να επαναστατεί –ποιος πιστεύει αλήθεια, ή θα πιστέψει στο μέλλον, ότι τα πάντα τα έκαναν οι άλλοι και ο επικεφαλής της κυβέρνησης δεν είχε ιδέα; Ποιος θα πιστέψει ότι όλος αυτός ο μηχανισμός παρακολουθήσεων, που στήθηκε την επομένη των εκλογών του 2019, ήταν κάτι που φτιάχτηκε κάτω από τη μύτη του πρωθυπουργού και χωρίς την έγκρισή του;– η ανάγκη ωστόσο της προσωπικής πολιτικής επιβίωσης είναι τόσο έντονη, που βάζει οτιδήποτε άλλο σε δεύτερη μοίρα.
Ήταν πράγματι θλιβερή η εικόνα υπουργών, βουλευτών, στελεχών της ΝΔ, να χειροκροτούν όρθιοι αυτή την όχι μόνο κακοπαιγμένη, αλλά και επικίνδυνη παράσταση ενός πρωθυπουργού που το μόνο μέλημά του είναι η προσωπική του διάσωση. Γαντζωμένος –για πόσο ακόμα μένει να φανεί– στην καρέκλα της εξουσίας, δεν διστάζει να υπονομεύσει τη θέση της χώρας, να ανασύρει την εμφυλιοπολεμική ρητορική, να εκβιάσει το ίδιο του το κόμμα. Τολμά να αγνοεί επιδεικτικά Βουλή, θεσμούς, κόμματα, Δικαιοσύνη, θεωρώντας ότι –ελέω …Θεού και, προφανώς, ονόματος– έχει τη χώρα στο τσεπάκι του, τον λαό υποτελή του και την Κοινοβουλευτική του Ομάδα, ενεργούμενό του.
Και υποτιμώντας εμφανώς τη νοημοσύνη όλων μας, μιλά για εξωθεσμικά κέντρα και ιδιωτικά συμφέροντα που τον πολεμούν (!), για κάποιους που θα ήθελαν έναν αδύναμο πρωθυπουργό και την Ελλάδα μπανανία, αλλά «λάθος πόρτα χτύπησαν», για κάποιους που δείχνουν τα δόντια τους, αλλά «εμείς οι ΝΔκρατες δεν μασάμε», όπως με στεντόρεια φωνή υπενθύμισε στο κομματικό του ακροατήριο.
Και ποιος τα λέει αυτά; Ο άνθρωπος–κατασκεύασμα αυτών των κέντρων και συμφερόντων. Ο πολιτικός του οποίου η ανέλιξη σφραγίστηκε από τις βουλές και επιθυμίες συγκεκριμένων επιχειρηματικών κέντρων. Τι ειρωνεία!
Σιωπή στο Προεδρικό Μέγαρο
Η αλήθεια είναι πως σε αυτό τον ολισθηρό δρόμο, που τόσους κινδύνους ενέχει για την ίδια τη δημοκρατία, ο πρωθυπουργός δεν είναι μόνος. Συνοδοιπόρος του, η πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η οποία –κατώτερη των περιστάσεων, για μια φορά ακόμη– κρύβεται πίσω από τις αρμοδιότητες που της παρέχει το Σύνταγμα και επιλέγει επί της ουσίας τη σιωπή για το θέμα των παρακολουθήσεων.
(Μην) απαντώντας σε επιστολή των δημοσιογραφικών Ενώσεων με την οποία την καλούσαν να παρέμβει –ως ο ανώτατος πολιτειακός θεσμός– στο μείζον αυτό θέμα, αρκέστηκε να δηλώσει πως «έχω τοποθετηθεί επί της αρχής και με σαφήνεια, στο πλαίσιο των κατά το Σύνταγμα αρμοδιοτήτων μου, Η διερεύνηση της υπόθεσης βρίσκεται πλέον ενώπιον των δικαστικών αρχών».
Μάλιστα. Φαίνεται πως το συγκεκριμένο θέμα δεν την εμπνέει. Τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να πάρει θέση, όπως στο παρελθόν έπραξε με τον φράχτη στον Έβρο, με τον λαϊκισμό και τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν τα δύο άκρα, με την ακύρωση της πρόσκλησης του Ιάσονα Αποστολόπουλου στην προεδρική δεξίωση, με την επίσκεψή της στην Ουκρανία συνοδεύοντας οπλικά συστήματα.
Καμία εντύπωση. Τα δείγματα γραφής έχουν δοθεί από πολύ νωρίς. Αν κάτι πάντως πρέπει να θεωρείται δεδομένο, είναι πως τόσο η ίδια, όσο και ο πρωθυπουργός υποβολέας της, θα περάσουν στην ιστορία ως αυτοί που επί ημερών τους το δημοκρατικό πολίτευμα βρέθηκε σε τέτοια κρίση αξιών, περιφρόνησης θεσμών, κατάφωρης παραβίασης ατομικών δικαιωμάτων και προσωπικών δεδομένων.
Ο ένας ήταν ο αυτουργός, η άλλη το ανέχθηκε σιωπώντας.
Αννέτα Καββαδία