Macro

Αννέτα Καββαδία: Ελληνική άσφαλτος ή πεδίο μάχης;

«Κρατάμε ένα όπλο όταν οδηγούμε». Η φράση αυτή μιας μητέρας στην εκδήλωση του συλλόγου «SOS Τροχαία Εγκλήματα» την περασμένη Κυριακή –με αφορμή την παγκόσμια ημέρα μνήμης των θυμάτων από τροχαία– δεν θα μπορούσε να αποτυπώνει ακριβέστερα την κατάσταση που επικρατεί στους ελληνικούς δρόμους. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Επαναλαμβάνονται μονότονα, γίνονται τίτλοι στα δελτία ειδήσεων, συχνά με τη μορφή μιας ψυχρής καταμέτρησης: 1,3 εκατομμύρια θάνατοι τον χρόνο παγκοσμίως, πρώτη αιτία θανάτου για νέες, νέους και παιδιά και η Ελλάδα –σταθερά στις χειρότερες θέσεις της Ευρώπης– να μετρά, μόνο πέρυσι, 665 νεκρούς και χιλιάδες βαριά τραυματίες.

Και όμως, παρά τη συχνότητα των τροχαίων δυστυχημάτων στη χώρα, παρά το δυσβάσταχτο κοινωνικό και οικονομικό τους κόστος, μοιάζει σχεδόν σαν η κοινωνία να έχει αποδεχθεί σιωπηλά αυτόν τον «φόρο αίματος». Λες και η «κανονικοποίηση» του θανάτου στην άσφαλτο –το πιο ανατριχιαστικό σύμπτωμα μιας βαθύτερης παθογένειας– οφείλεται αποκλειστικά στην έλλειψη ατομικής ευθύνης, που προφανέστατα πρέπει να υπάρχει, και όχι ταυτόχρονα στην ενθάρρυνση ενός κοινωνικού προτύπου που αντιμετωπίζει το αυτοκίνητο ως προέκταση της ελευθερίας, της ταυτότητας, της «ανάπτυξης», της ίδιας της ζωής.
Λες και πίσω από κάθε σπασμένο σώμα, κάθε κατεστραμμένο όχημα, κρύβεται απλώς μια «κακιά στιγμή», μια τραγική σύμπτωση ή η… αναπόφευκτη μοίρα. Και όχι κάτι πολύ πιο σύνθετο, συγκεκριμένοι δηλαδή κοινωνικοί και ψυχολογικοί μηχανισμοί, συντηρημένοι με επιμονή από μια πολιτεία που, από τη μια, αδυνατεί ή αρνείται να συγκρουστεί με ένα βαθιά ριζωμένο σύστημα συγκεκριμένων νοοτροπιών και, από την άλλη, ομνύει στη διαιώνιση ενός μοντέλου που διαμορφώνει πόλεις για ρόδες όχι για ανθρώπους.
Τιμόνι αγάπη μου…
Βαθιά συνδεδεμένη η ελληνική οδήγηση με την ανάγκη επίδειξης, κυριαρχίας και επιβολής, και με το τιμόνι να λειτουργεί ως προέκταση ενός «εγώ» που δεν γνωρίζει από όρια και υπομονή, έχουν γεμίσει οι δρόμοι από μικρούς «κυρίαρχους» που απαιτούν την υποταγή των άλλων. Η παραβίαση προτεραιότητας, η υπερβολική ταχύτητα, το προσπέρασμα σε σημεία χωρίς ορατότητα, η χρήση κινητού, η αδιαφορία για τους πεζούς, δεν είναι απλώς παραβάσεις, είναι εκδηλώσεις μιας κουλτούρας που υποτάσσει το συλλογικό στο ατομικό.
Προφανώς, η επιθετικότητα στην οδήγηση δεν γεννιέται στον δρόμο. Είναι απότοκο συνθηκών που παράγουν άγχος, ανασφάλεια, θυμό και μια μόνιμη ανάγκη επιβεβαίωσης. Όταν οι πολίτες αισθάνονται πως η καθημερινότητά τους υποτιμάται, πως το κράτος τους αντιμετωπίζει με ασέβεια, όταν οι κανόνες –που άλλοι τηρούν κι άλλοι παρακάμπτουν κατά βούληση– μοιάζουν διακοσμητικοί, τότε η οδήγηση γίνεται πεδίο εκτόνωσης και συχνά, πεδίο εκδίκησης.
Άσε δε, που στην Ελλάδα, η παραβατικότητα αντιμετωπίζεται ως δικαίωμα. Φράσεις όπως «σιγά μωρέ, όλοι το κάνουν», «έλα τώρα, πού να κάτσω να περιμένω», «το κράτος με κοροϊδεύει, θα το σεβαστώ εγώ;» λειτουργούν ως άλλοθι για μια επικίνδυνη συλλογική χαλαρότητα. Και μέχρι σήμερα, σχεδόν τίποτα δεν έχει καταφέρει να σπάσει αυτό το πλαίσιο ατιμωρησίας. Οι εκστρατείες ευαισθητοποίησης καταλήγουν συνήθως σε τηλεοπτικά σποτς δευτερολέπτων που προκαλούν ένα στιγμιαίο σοκ αλλά καμία δομική αλλαγή. Η αστυνόμευση –παρά τις εξαγγελίες για κάμερες, πρόστιμα, όρια– παραμένει αποσπασματική και ανομοιογενής ενώ οι ποινές, ακόμη κι όταν είναι αυστηρές στα χαρτιά, σπανίως εφαρμόζονται με συνέπεια.
Η ελληνική πολιτεία αδυνατεί, ή δεν θέλει, να συνειδητοποιήσει ότι η οδική ασφάλεια δεν είναι ζήτημα επικοινωνίας ούτε μόνο ηθικό και ατομικό. Είναι ζήτημα δομικό και κοινωνικό. Που δεν αλλάζει με ευχές αλλά με συστηματική δουλειά, εκπαίδευση, διαφάνεια και μηδενική ανοχή. Αντ’ αυτού, οι θεσμοί δείχνουν συχνά μια σχεδόν εγκληματική επιείκεια: από τους χαλαρούς ελέγχους μέχρι τις ατελείωτες δικαστικές καθυστερήσεις για τροχαία εγκλήματα, το μήνυμα που τελικά εκπέμπεται είναι πως η ανθρώπινη ζωή δεν έχει, τελικά, την αξία που της αντιστοιχεί.
Το μαρτύριο των πεζών
Την ίδια ώρα, οι πεζοί, χιλιάδες άνθρωποι που κινούνται καθημερινά σε μια πόλη ή μια χώρα που τους αντιμετωπίζει ως παρείσακτους, αποτελούν τον πιο αδύναμο κρίκο. Διαβάσεις συχνά εξαφανισμένες, επιθετικοί οδηγοί, φανάρια αναντίστοιχα με τις ανάγκες όσων κινούνται αργά –ηλικιωμένοι, για παράδειγμα, ή άτομα με κινητικά προβλήματα. Το να διασχίσεις έναν δρόμο στην Ελλάδα δεν είναι κάτι απλό, είναι μια δοκιμασία επιβίωσης με διάχυτο ένα σταθερό αίσθημα φόβου που αποδεικνύει εύγλωττα ότι η χώρα αντιμετωπίζει την κινητικότητα όχι ως δικαίωμα αλλά ως προνόμιο όσων οδηγούν.
Και όμως, οι λύσεις δεν είναι ουτοπικές ή υποθετικές. Χώρες που πριν από δεκαετίες βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση, κατάφεραν να μειώσουν δραστικά τα τροχαία χάρη, κυρίως, στην πολιτική βούληση που θέλει το αυτοκίνητο να μην είναι ο κυρίαρχος τρόπος μετακίνησης. Το ελληνικό πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι τεχνικό αλλά βαθιά πολιτικό. Χρειάζεται μια νέα κοινωνική σύμβαση, μια συμφωνία ότι ο δρόμος δεν είναι χώρος επίδειξης αλλά ένας κοινόχρηστος δημόσιος χώρος όπου όλοι έχουν δικαίωμα στην ασφάλεια. Και όπως έγραψε στο epohi.gr ο γεωγράφος και δρ. περιβαλλοντικής πολιτικής Ορέστης Κολοκούρης: «αυτό ακριβώς λείπει: η ικανότητα να μιλήσουμε για πόλεις που λειτουργούν χωρίς να πνίγονται στο ΙΧ, να δούμε τον δρόμο ως κοινό αγαθό που πρέπει να διαχειριστούμε υπέρ της συλλογικής μετακίνησης –Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και κυρίως Μέσα Σταθερής Τροχιάς– αλλά και της ήπιας, αυτόνομης μικροκινητικότητας (ποδήλατο, ηλεκτρικά και μη πατίνια), και όχι τη διαιώνιση της απόλυτης κυριαρχίας της ιδιωτικοποίησης της χρήσης του μέσω ΙΧ. Χωρίς αυτό, θα μετράμε συνεχώς νεκρούς, χαμένο δημόσιο χώρο και απέραντα αστικά στρώματα “χαμένης ζωής”».
Η αλλαγή δεν θα είναι εύκολη αλλά πρέπει να ξεκινήσει. Με σχολική εκπαίδευση που θα διδάσκει σεβασμό και υπευθυνότητα. Με υποδομές που προστατεύουν τον πεζό και «φρενάρουν» την παραβατικότητα πριν αυτή εκδηλωθεί. Και με δικαιοσύνη που δεν θα αντιμετωπίζει το τροχαίο έγκλημα ως «αμέλεια», αλλά ως αυτό που πραγματικά είναι: παραβίαση της ζωής του άλλου.