Νομίζαμε ότι τα είχαμε δει και τα είχαμε ακούσει όλα, ότι η ανατριχίλα χτύπησε κόκκινο, όταν ο ηγέτης μιας από τις μεγαλύτερες, υποτίθεται, δημοκρατίες, τόλμησε να ξεστομίσει το εφιαλτικό «Μισώ τους αντιπάλους μου», στην κηδεία του Τσάρλι Κερκ. Μέχρι που ήρθε η ομιλία στον ΟΗΕ και ο Ντόναλντ Τραμπ απέδειξε πως η μισαλλοδοξία και οι απειλές, το δυστοπικό δηλαδή περιβάλλον στο οποίο επενδύει, δεν γνωρίζει από φραγμούς και όρια.
Η εικόνα ήταν αποκαλυπτική: ένας πρόεδρος των ΗΠΑ, με τη γνωστή δημαγωγική του αλαζονεία, να εκτοξεύει απειλές κατά θεσμών, να λοιδορεί χώρες και λαούς, να εμφανίζει το μίσος και τον εθνικισμό ως «υπεράσπιση της ελευθερίας». Η ομιλία του δεν ήταν ένα απλό πολιτικό παραλήρημα· ήταν μια επίδειξη περιφρόνησης προς κάθε έννοια δημοκρατικής συζήτησης. Ένα μανιφέστο φίμωσης, μεταμφιεσμένο σε λόγο περί «κυριαρχίας». Γιατί όταν εκφωνείται μια τέτοια ομιλία -με ρητορική υπέρ της «αυτοπροστασίας»- αυτό δεν είναι απλώς ζήτημα εσωτερικής πολιτικής ατμόσφαιρας. Είναι στρατηγική επίθεση στη λογική της δημόσιας σφαίρας και στο ίδιο το κύρος της ανοικτής συζήτησης.
Δεν πρόκειται απλώς για μία «άποψη» μεταξύ άλλων· είναι διακήρυξη εξουσίας, πρόκληση και πεδίο σύγκρουσης μεταξύ δύο κόσμων: του κόσμου όπου ο λόγος υπερισχύει, και του κόσμου όπου η επιβολή νομιμοποιείται μέσω του φόβου. «Πρέπει να υπερασπιστούμε την ελευθερία της έκφρασης», τόλμησε να πει, όταν δεν έκρυψε καν ότι αυτός βρισκόταν πίσω από την απομάκρυνση του Τζίμι Κίμελ από το ABC (ασχέτως αν το τηλεοπτικό δίκτυο υποχρεώθηκε –λόγω του κύματος διαμαρτυριών αλλά κυρίως λόγω της οικονομικής ζημιάς που υπέστη η ιδιοκτήτρια εταιρεία Disney εξαιτίας των συνεχών διακοπών συνδρομών- να τον επαναφέρει). Όταν ευθέως απειλούσε ότι «θα ξαναδώ το θέμα των τηλεοπτικών αδειών αφού τα περισσότερα δίκτυα είναι εναντίον μου». Όταν ακαδημαϊκοί όπως το Τζούντιθ Μπάτλερ, και άλλα 159 μέλη ΔΕΠ και φοιτητές του πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ, ερευνώνται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για «υποτιθέμενα αντισημιτικά περιστατικά». Όταν, με άλλα λόγια, ενώ διακηρύττει τον ελευθεριακό λόγο, δημιουργεί μία αντίφαση: είναι ο ίδιος που καλλιεργεί μια ατμόσφαιρα όπου η κριτική δεν είναι ανεκτή –κι έτσι, η «προστασία της ελευθερίας» μετατρέπεται σε προκάλυμμα εξουσιαστικής επικράτησης.
Το χειρότερο όμως δεν είναι τα λόγια του ίδιου του Τραμπ. Είναι το γεγονός ότι τέτοιες ρητορικές βρίσκουν έδαφος. Ότι στην Ευρώπη –και στην Ελλάδα– συναντάμε το ίδιο μοτίβο: επιτρέπεται να βρίζεις, να εκφοβίζεις, να απειλείς, αρκεί να εκπροσωπείς την εξουσία. Δεν επιτρέπεται όμως να μιλήσεις για την Παλαιστίνη. Δεν επιτρέπεται να σταθείς δίπλα στους καταπιεσμένους, να εκφράσεις αλληλεγγύη σε έναν λαό που σφαγιάζεται εδώ και δεκαετίες. Εκεί, ξαφνικά, η ελευθερία του λόγου παύει να ισχύει.
Και όσο κι αν η Δύση αρέσκεται να αυτοχαρακτηρίζεται «θεματοφύλακας της ελευθερίας», έρχεται η πραγματικότητα και την ξεγυμνώνει. “Palestine exception” είναι ο όρος που έχει εμφιλοχωρήσει τις τελευταίες δεκαετίες και αφορά τη συστηματική πρακτική όπου η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων αντιμετωπίζεται ως ειδική κατηγορία λόγου που δεν απολαμβάνει πλήρως της προστασίας της ελευθερίας έκφρασης.
Από πανεπιστημιακές αίθουσες που διαλύουν εκδηλώσεις, από κυνήγι καθηγητών και καθηγητριών που παίρνουν θέση, μέχρι πλατφόρμες που εξαφανίζουν αναρτήσεις, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: για όλα υπάρχει ελευθερία λόγου, εκτός από την Παλαιστίνη.
Πρόκειται για την πιο ωμή μορφή λογοκρισίας. Δεν είναι τυχαία ούτε μεμονωμένη. Είναι συστηματική, συντονισμένη και εξαιρετικά επικίνδυνη. Γιατί αν δεχτούμε ότι μια ολόκληρη πλευρά ενός ιστορικού ζητήματος δεν δικαιούται να ακουστεί, τότε αύριο καμία φωνή διαμαρτυρίας δεν θα είναι ασφαλής. Θα ξεχάσουμε, αλήθεια, ότι στη Γερμανία φοιτητές σύρθηκαν στα δικαστήρια γιατί έκαναν το «έγκλημα» να διαμαρτυρηθούν κατά της γενοκτονίας στη Γάζα; Ότι στην Ολλανδία, πανεπιστήμια έκοψαν συνεργασίες με καθηγητές που μίλησαν ανοιχτά; Ότι στη Μεγάλη Βρετανία συνελήφθησαν μέχρι και ηλικιωμένοι διαδηλωτές γιατί φορούσαν μπλουζάκια με ανάλογα συνθήματα;
Και στην Ελλάδα; Η κυβέρνηση της ΝΔ –με ξεκάθαρη τη στήριξή της στο κράτος τρομοκράτη του Ισραήλ– παίζει το ίδιο παιχνίδι, απλώς σε πιο «διπλωματικούς» τόνους. Οι διαδηλώσεις δεν απαγορεύονται μεν, αλλά η φίμωση επιχειρείται πιο υπόγεια, κυρίως μέσω της συκοφάντησης όσων στηρίζουν την Παλαιστίνη: «τρομοκρατόφιλοι», «εξτρεμιστές», «αντισημίτες». Είναι η ίδια τακτική: όχι να σου πουν «απαγορεύεται», αλλά να σε βάλουν στο περιθώριο, να σε κάνουν να φοβάσαι, να αυτολογοκρίνεσαι.
Εδώ πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα: όποιος σιωπά μπροστά σε αυτή τη λογοκρισία είναι συνένοχος. Και η Ελλάδα, χώρα με ιστορία αντίστασης και αγώνων, δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Δεν μπορεί να παριστάνει ότι «δεν τρέχει τίποτα», την ώρα που ακτιβιστές και ακτιβίστριες στιγματίζονται.
Ας μην υπάρχει αμφιβολία: η ομιλία Τραμπ –και η συγκαλυμμένη ενθάρρυνσή της σε επέμβαση κατά επικριτικών φωνών– λειτουργεί ως σινιάλο: ότι η φίμωση δεν είναι έκπτωση αλλά επιβεβλημένο μέτρο. Όταν ένας διεθνής ηγέτης φωνάζει υπέρ της «διόρθωσης του λόγου», οι θεσμοί που πρέπει να υπερασπίζονται τη διαφωνία δείχνουν αδυναμία ή υποταγή. Όταν μάλιστα στο όνομα της καταπολέμησης της «κακής πληροφόρησης» ή των «ακραίων απόψεων», διαγράφονται ή υποβαθμίζονται φωνές όπως αυτές υπέρ της Παλαιστίνης, τότε η φίμωση αυτοϋπογράφεται ως νομιμοποιημένη πρακτική.
Και κακά τα ψέματα, τόσο η ομιλία Τραμπ στον ΟΗΕ όσο και ο εξοβελισμός φωνών κατά της γενοκτονίας, δεν είναι περιστασιακές εξαλλαγές· είναι σύμπτωμα. Το σύμπτωμα μιας κρίσης που δοκιμάζει τα θεμέλια της ελευθερίας του λόγου και της δημοκρατίας. Να αναγνωρίζουμε το ζήτημα όχι ως ζήτημα ιδεολογίας, αλλά ως ζήτημα κανονισμού εξουσίας: ποιος μιλά, ποιος αποκλείεται, ποιος αποφασίζει για το ποιος είναι «νόμιμος» και ποιος «ύποπτος». Αν δεν υπερασπιστούμε τις φωνές που σήμερα φιμώνονται, αύριο θα είναι αργά. Αργά και για τον διάλογο, και για τη δημοκρατία, και για την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.