Ο ένας –Άδωνις Γεωργιάδης– στο όνομα της διασφάλισης της πολιτικής σταθερότητας, τάχθηκε ξεκάθαρα (σε συνέντευξή του στο Dnews) υπέρ της αλλαγής του εκλογικού νόμου και των αυτοδύναμων, ισχυρών κυβερνήσεων, μιλώντας για το ενδεχόμενο «ιταλοποίησης» του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Η άλλη –Μαρία Συρεγγέλα, γραμματέας της πολιτικής επιτροπής της ΝΔ– είπε πως «η συζήτηση δεν είναι της παρούσης», αφήνοντας ορθάνοιχτο το παράθυρο για κάτι τέτοιο αργότερα. Και ο τρίτος –Παύλος Μαρινάκης, κυβερνητικός εκπρόσωπος– μίλησε για «πάγια, διαχρονική, προσωπική θέση του κ. Γεωργιάδη», προχωρώντας σε μια χλιαρή διάψευση και ξεκαθαρίζοντας, όπως τόνισε, πως «δεν υπάρχει συζήτηση για το συγκεκριμένο ζήτημα».
Διαψεύδω, διαψεύδεις, διαψεύδει
Η αλήθεια είναι πως η αναφορά του υπουργού Υγείας δεν ξάφνιασε ιδιαίτερα, καθώς γαλάζια στελέχη έλεγαν ότι ούτε ο πρωθυπουργός έκλεισε εντελώς το θέμα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. «Σε αυτούς που προβλέπουν ότι στις ερχόμενες εκλογές η αυτοδυναμία με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο είναι άπιαστο όνειρο, θα συνιστούσα λίγη υπομονή και ίσως κάποιες χρήσιμες ιστορικές αναφορές για το τι έγινε την προηγούμενη 4ετία», είχε απαντήσει σε σχετική ερώτηση, αφήνοντας ανοιχτές διάφορες ερμηνείες.
Κι επειδή η ζωή έχει δείξει πως δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, η συζήτηση που έχει ξεκινήσει έρχεται να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες που επιμένουν πως σχετικά σενάρια κυκλοφορούν στο Μαξίμου ήδη από την επομένη των ευρωεκλογών. Σύμφωνα με αυτές, τους τελευταίους τρεις μήνες ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεχθεί εισηγήσεις από τους συνεργάτες του να προχωρήσει στην αλλαγή του εκλογικού νόμου κατεβάζοντας τον πήχη της αυτοδυναμίας και ανεβάζοντας το όριο εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5%. Ο ίδιος, για την ώρα τουλάχιστον, εμφανίζεται αρνητικός. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε πως ο Άδωνις Γεωργιάδης δεν κάνει έτσι, «αυθόρμητα», τέτοιου είδους ηχηρές παρεμβάσεις. Δεν θα είναι η πρώτη φορά, το έχει κάνει επανειλημμένως στο παρελθόν, που θα λειτουργήσει ως προπομπός των κυβερνητικών προθέσεων, ώστε να μετρηθούν αντιδράσεις και να στρωθεί το χαλί μιας –αντιδημοφιλούς κυρίως– παρέμβασης.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, ο οποίος ψηφίστηκε από τη ΝΔ και την Ελληνική Λύση το 2021, το ποσοστό (οριακής) αυτοδυναμίας κυμαίνεται μεταξύ 36 και 37% –μπορεί ωστόσο να χρειάζεται και 38%, κάτι που στην παρούσα φάση φαίνεται αρκετά μακρινό– ανάλογα με το ποσοστό των κομμάτων που περνούν το κατώφλι της Βουλής και εκείνων που μένουν εκτός. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια αλλαγή δεν θα αφορούσε την εκλογική αναμέτρηση του 2027, καθώς για να τεθεί σε εφαρμογή από τις επόμενες κιόλας κάλπες, θα έπρεπε να υπερψηφιστεί από 200 βουλευτές και βουλεύτριες, πλειοψηφία που σήμερα δεν υπάρχει και δεν μπορεί να διαμορφωθεί. Αλλά ακόμα και να άλλαζε ο εκλογικός νόμος, θα χρειαζόταν να στηθούν διπλές κάλπες για την εφαρμογή του.
Ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα
Προφανώς και οι επιτελείς του Μαξίμου έχουν κάθε λόγο, σε αυτή τη χρονική συγκυρία, να ισχυρίζονται πως μια τέτοια συζήτηση δεν τους περνά καν από το μυαλό. Γιατί αν το παραδέχονταν, θα ήταν σαν να αποδέχονταν ουσιαστικά ότι τα περιθώρια αλλαγής κλίματος για την κυβέρνηση της ΝΔ στενεύουν. Σαν να εξέπεμπαν ένα σήμα χαμηλού ηθικού, έως και ηττοπάθειας, τροφοδοτώντας περαιτέρω τον χώρο που βρίσκεται στα δεξιά τους. Θα ήταν σαν μια ομολογία ότι η αυτοδυναμία στις εκλογές του 2027 με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο, είναι ανέφικτη.
Η δημοσκοπική, όμως, καθίζηση της ΝΔ –έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται σε όλες τις κυλιόμενες, μυστικές και φανερές, δημοσκοπήσεις που έχουν στα χέρια τους οι εκλογολόγοι του κυβερνώντος κόμματος– είναι δεδομένη. Και μπορεί η επί της ουσίας ανυπαρξία αξιωματικής, και όχι μόνο, αντιπολίτευσης, να μην κάνει ορατό το εύρος αυτής της καθίζησης, είναι ωστόσο γεγονός πως η κυβέρνηση της ΝΔ έρχεται πια αντιμέτωπη με τα επίχειρα των πολιτικών της επιλογών.
Το τι τελικά θα κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης –αν δεχτούμε ότι το χαρτί της αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι, αυτή τη στιγμή, σε κάποιο συρτάρι και όχι πάνω στο τραπέζι– μένει να φανεί. Αν, όμως, δεν προχωρήσει σε κάτι τέτοιο, με δεδομένη αφενός τη συνεχή φθορά της κυβέρνησής του και αφετέρου τις διεργασίες στον χώρο της Κεντροαριστεράς, θα αναγκαστεί, το διάστημα μέχρι τις εκλογές, να διαμορφώσει μια στρατηγική κυβερνητικών συμμαχιών επιλέγοντας κυβερνητικό εταίρο. Πού θα στραφεί; Κρατάμε προς το παρόν την απάντηση του Άδωνι Γεωργιάδη, στην ίδια συνέντευξη στο Dnews, όταν ρωτήθηκε σχετικά: «Όχι, δεν μπορώ να δω την κυρία Λατινοπούλου ως κυβερνητικό μας σύμμαχο. Αν όμως σε ένα κοινοβούλιο δεν υπάρχει κυβερνητική πλειοψηφία, τότε σε αναγκάζει η ζωή να κάνεις πολλών ειδών συμβιβασμούς», είπε, ενισχύοντας το πάγιο επιχείρημά του πως κανένα κόμμα που είναι κοινοβουλευτικό δεν είναι ακροδεξιό(!) και προϊδεάζοντας(;) έτσι για κάθε ενδεχόμενο.
Κι αν οι δημοσκοπήσεις εξακολουθήσουν να αποτυπώνουν μια τάση που φέρνει τα μικρότερα κόμματα δεξιότερα της ΝΔ να αυξάνουν τα ποσοστά τους –σήμερα κυμαίνονται συνολικά από 17% έως 20%– το ενδεχόμενο της δεξιάς – ακροδεξιάς σύμπλευσης δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ίσως, μάλιστα, μια τέτοια επιλογή επιχειρηθεί να τοποθετηθεί και στο… δέον πλαίσιο: «υπευθυνότητα» έναντι «λαϊκισμού», «σταθερότητα» έναντι «αστάθειας», «κυβερνησιμότητα» έναντι «ακυβερνησίας». Γιατί όχι, άλλωστε; Η πρωθυπουργική φίλη Τζόρτζια Μελόνι, άσχημα τα καταφέρνει;
Αννέτα Καββαδία