Macro

Αννέτα Καββαδία: Διακοπές: δικαίωμα ή πολυτέλεια;

Θα έπρεπε να είναι ρητορικά τα ερωτήματα. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι. Πώς γίνεται ο τουρισμός να σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και όμως σχεδόν ένας στους δύο κατοίκους της χώρας να μην έχει τη δυνατότητα να πάει διακοπές; Πώς γίνεται να καταγράφεται ρεκόρ εισπράξεων, αλλά και αφίξεων τουριστών το 2023, όπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, και όμως ακόμα και οι ολιγοήμερες αποδράσεις να είναι απαγορευτικές για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων; Πώς γίνεται στην Ελλάδα των ρεκόρ αφίξεων και κερδοφορίας για τους μεγάλους ξενοδοχειακούς ομίλους και τους tour operators, των νησιών – διεθνών προορισμών και των «χαϊδεμένων» εφοπλιστών της ακτοπλοΐας, οι εργαζόμενοι να πρέπει να κόβουν από παντού για να πάνε μια κοντινή εκδρομή και οι εργαζόμενοι του τουριστικού κλάδου να απομυζώνται καθημερινά για μισθούς πείνας, έχοντας κάθε χρόνο ραντεβού µε την ανεργία;
 
 
Δικαίωμα για λίγους
 
 
«Καθένας έχει το δικαίωμα στην ανάπαυση, σε ελεύθερο χρόνο, και ιδιαίτερα, σε λογικό περιορισμό του χρόνου εργασίας και σε περιοδικές άδειες με πλήρεις αποδοχές», αναγράφεται στο άρθρο 24 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που υπογράφτηκε το 1948 με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και είναι, θα έπρεπε να είναι, ακριβώς έτσι: δίπλα στην ελευθερία, στη ζωή, στο δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, στην εργασία, στο εκλέγειν και το εκλέγεσθαι, στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, στην εργασία, σε ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, σε μια ζωή χωρίς διακρίσεις, να στέκεται ισότιμα το δικαίωμα στην ανάπαυση και στην άδεια μετ’ αποδοχών. Το δικαίωμα στην ξεκούραση ως ανθρώπινη ανάγκη, ως καθολικό λαϊκό δικαίωμα και όχι ως πανάκριβο εμπόρευμα.
 
 
Μόνο που η πραγματικότητα απέχει έτη φωτός. Μια ματιά στις τιμές των εισιτηρίων σε όλα τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στις τιμές των διοδίων, στις απλησίαστες τιμές των δωματίων, στις χρεώσεις στις παραλίες, στα τρόφιμα και στις τιμές στα εστιατόρια, αποδεικνύει του λόγου το αληθές: είναι τόσο απαγορευτικό το κόστος των διακοπών που από θεμελιώδες δικαίωμα καθίσταται απρόσιτη πολυτέλεια. Όταν, λοιπόν, ακούμε για «άλλη μία δυναμική χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό», όταν βομβαρδιζόμαστε από ειδήσεις για το «πλεόνασμα του ταξιδιωτικού ισοζυγίου» και την «αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων», ας ρίξουμε μια ματιά γύρω μας. Ας αναστοχαστούμε ποιους ακριβώς αφορά αυτό το «τουριστικό θαύμα», ας προβληματιστούμε γύρω από τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος. Και ας προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση –γιατί ίσως έτσι τελικά κινητοποιηθούμε και διεκδικήσουμε: για ποιους είναι φτιαγμένα τα τεράστια τουριστικά θέρετρα; Ποιοι απολαμβάνουν την πολυδιαφημισμένη «Αθηναϊκή Ριβιέρα», τα ξενοδοχεία-μεγαθήρια που ξεφυτρώνουν στους δημοφιλείς –αλλά όχι μόνο– τουριστικούς προορισμούς; Για ποιους φτιάχνονται οι προβλήτες της κρουαζιέρας και οι μαρίνες; Για ποιους κατασκευάζουν οι εφοπλιστές τα καράβια τους; Ποιους, εν κατακλείδι, αφορούν τα πανηγύρια για την «εξωστρέφεια» του τουριστικού προϊόντος, για τα ρεκόρ κερδοφορίας από τον τουρισμό;
 
Σίγουρα πάντως όχι τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων. Που βιώνουν το εξής παράδοξο: να ζουν σε έναν από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς –όπως είναι η Ελλάδα– και να μην μπορούν να χαρούν ένα από τα πιο πολυδιαφημισμένα καλοκαίρια του κόσμου. Να ακούν συνεχώς για τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας και να αποκλείονται οι ίδιοι από τη δυνατότητα να μοιραστούν –όχι φυσικά σε οικονομικό επίπεδο– κάποια από τα κέρδη της, για τα οποία και οι ίδιοι δουλεύουν σκληρά όλο το χρόνο. Τουριστικό «υπερθαύμα», λοιπόν, κομμένο ωστόσο και ραμμένο στα μέτρα ενός συγκεκριμένου μοντέλου «ανάπτυξης», όπου τη μερίδα του λέοντος κατέχουν συγκεκριμένοι μονοπωλιακοί όμιλοι οι οποίοι δημιουργούν, ωστόσο, το περιβάλλον εκείνο που ευνοεί και την ασυδοσία των μικρότερων –μια ματιά στην εκτόξευση των τιμών των ενοικίων αρκεί για να διαπιστώσει κανείς πως η παντελής απουσία ελέγχου και το ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης, επιτείνει τις συνθήκες αποκλεισμού των πολλών.
 
 
Διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης
 
 
Επιπρόσθετα, είναι απορίας άξιο –και αυτό, ναι, είναι ρητορικό ερώτημα, καθώς η απάντησή του δεν μπορεί παρά να ιδωθεί μέσα από την κυριαρχία του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης που και στον τουρισμό έχει επικρατήσει– το πώς αγνοείται συστηματικά και υποβαθμίζεται συνειδητά το φυσικό περιβάλλον, καθώς οι πιέσεις που αυτό υφίσταται στις τουριστικές περιοχές της Ελλάδας έχουν ήδη γίνει έντονα αισθητές. Και πώς φαίνεται να μην απασχολεί τους ιθύνοντες το ερώτημα: ως πότε η τουριστική βιομηχανία θα θεωρείται η χήνα που γεννά τα χρυσά αυγά; Ως πότε θα αγνοείται η υπέρβαση της τουριστικής φέρουσας ικανότητας –έννοια που αναφέρεται στη «χωρητικότητα» ενός τόπου, στον αριθμό επισκεπτών που αυτός μπορεί να δεχτεί πριν υποστεί σημαντική υποβάθμιση. Γιατί η άναρχη οικιστική ανάπτυξη, η παράνομη δόμηση, η καταπάτηση βιοτόπων, η θαλάσσια ρύπανση, η ρύπανση των υπόγειων υδάτων, η διάβρωση του εδάφους, η αισθητική υποβάθμιση –κάποια από τα συνηθέστερα περιβαλλοντικά προβλήματα– είναι ήδη εδώ. Και πέρα από την υποβάθμιση της εμπειρίας του επισκέπτη (αισθητική και ηχητική ρύπανση, συνωστισμός κλπ.), γίνονται αισθητά και άλλα προβλήματα, όπως πχ η ανεπάρκεια νερού και οι ελλείψεις στη διαχείριση των στερεών και υγρών αποβλήτων. Συνθήκες που είναι θέμα χρόνου να γυρίσουν μπούμερανγκ για το ίδιο το τουριστικό προϊόν.
 
Η ανάγκη, λοιπόν, να τεθούν όρια και να υπάρξουν μηχανισμοί ελέγχου της τουριστικής ανάπτυξης, αλλά και η επιλογή να ενθαρρυνθούν εναλλακτικές μορφές βιώσιμου τουρισμού, είναι τα αιτήματα που σε συνδυασμό με τη θεμελιώδη αρχή πως μιλάμε για την ανάπαυση και την αναψυχή ως κατοχυρωμένα δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, θεμελιωμένα πάνω σε έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης, θα έπρεπε να βρίσκονται στην προμετωπίδα των διεκδικήσεων. Γιατί η προκλητική εικόνα μεγαλοσχημόνων του τουριστικού κλάδου να κομπάζουν πως «τα ελληνικά νησιά δεν απευθύνονται πια στο ελληνικό κοινό», θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να εξοργίζει. Και να ενεργοποιεί ανακλαστικά συλλογικών διεκδικήσεων.
 
Αννέτα Καββαδία