Macro

Αννέτα Καββαδία: Χαμηλές προσδοκίες και άλλα δαιμόνια

Η φράση ενός φίλου, στο πλαίσιο μιας συζήτησης για τα τεκταινόμενα στην εγχώρια πολιτική σκηνή, ο οποίος ισχυρίστηκε πως «δεν είμαστε πια μια κοινωνία απλώς χαμηλών, αλλά σχεδόν μηδενικών προσδοκιών», σε συνδυασμό με τις τόσο εξώφθαλμα διαστρεβλωτικές τής πραγματικότητας τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών, όπως για παράδειγμα του Α. Γεωργιάδη (υπουργός Υγείας) πως «το ΕΣΥ δεν αφήνει κανέναν μόνο και αβοήθητο, η κυβέρνηση δεν αφήνει κανέναν μόνο και αβοήθητο» ή του Τ. Θεοδωρικάκου (υπουργός Ανάπτυξης) πως «για τέταρτο συνεχή μήνα, και σε σχέση με τον περσινό Αύγουστο, οι τιμές φέτος στα σούπερ μάρκετ είναι μειωμένες κατά 2%», έδωσαν απλώς το ερέθισμα για τις παρακάτω σκέψεις. Γιατί η πραγματικότητα, όσο εξωραϊσμένη και αν επιχειρούν να την παρουσιάσουν, είναι εδώ. Και είναι αμείλικτη.
 
 
Αντίπαλος ο εαυτός της
 
 
Αν θέλαμε να βάλουμε έναν τίτλο στο αφήγημα με το οποίο πορεύεται η κυβέρνηση ήδη από την εκλογή της το 2019, θα ήταν αυτό του κυνικού «ρεαλισμού». Ένα αφήγημα που εξέφρασε με επιτυχία και καθιέρωσε ως κυρίαρχο η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος είχε δηλώσει, μετά το 41% στις εκλογές του 2023, ότι «θα γίνουμε η αντιπολίτευση του εαυτού μας». Έχοντας στο πλευρό της τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ, το κυβερνών κόμμα, ως παραδοσιακός εκπρόσωπος της κυρίαρχης τάξης στην χώρα, κατάφερε –την πρώτη τουλάχιστον 4ετία– να βγει σχεδόν αλώβητο, επιβάλλοντας με όρους ηγεμονίας τη δική του ατζέντα σχεδόν σε κάθε φάσμα του πολιτικού διαλόγου, την ώρα που τα κόμματα της αντιπολίτευσης σέρνονται πίσω από τις εξελίξεις και η αξιωματική αντιπολίτευση –πράγμα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά κοινοβουλευτικά δεδομένα– να αδυνατεί επί της ουσίας να ασκήσει τον θεσμικό της ρόλο, εγκλωβισμένη σε μια παρατεταμένη υπαρξιακή κρίση.
 
 
Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο πως ο μοναδικός αντίπαλος που αναγνωρίζει η ΝΔ ως απειλή για την παντοδυναμία της –παρά τη δημοσκοπική κατακρήμνισή της– είναι η ίδια της η αλαζονεία, αφού η …αρμονική συνύπαρξη της αδιαφορίας και απαισιοδοξίας μιας κοινωνίας χαμηλών έως μηδενικών προσδοκιών με μια αντιπολίτευση χαμηλών επιδόσεων, αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να εφαρμόσει ανενόχλητη το «μεταρρυθμιστικό» της έργο (η δρομολογούμενη αύξηση των λογαριασμών ύδρευσης δεν είναι παρά μια ακόμη ψηφίδα σε αυτό το κυνικό παζλ).
 
 
Ματαίωση ναι, παραίτηση όχι
 
 
Βολεύει τη Δεξιά μια παραιτημένη κοινωνία; Μια αποστασιοποιημένη, απαθής, φοβισμένη, όλο και πιο άνιση κοινωνία; Εξυπηρετεί την επίτευξη των στόχων της η πολιτική απάθεια, η ιδιώτευση, ο ωχαδερφισμός; Και ποιος ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην εγκαθίδρυση κλίματος διαψευσμένων προσδοκιών; Αν συμφωνήσουμε πως η απάντηση είναι καταφατική, έχει μεγάλη σημασία να δούμε όχι μόνο πώς η κατάσταση αυτή ανατρέπεται –στο ερώτημα, άλλωστε, αυτό συμπυκνώνεται όλη η δυσκολία να ξεπεραστεί η σημερινή πολυεπίπεδη, πολιτική/οικονομική/κοινωνική/πολιτισμική κρίση– αλλά αν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά συναντώνται και στις νεώτερες ηλικιακές ομάδες που είναι αυτές που μπορούν και να κάνουν τη διαφορά.
 
Ανατρέχοντας σε μια περσινή έρευνα του Eteron και συγκεκριμένα στα αποτελέσματα του project «Youth-Voice On», το οποίο διερευνούσε στάσεις και αντιλήψεις στο ηλικιακό φάσμα 17-34 ετών, είναι ξεκάθαρη η κατεύθυνση μιας νεολαίας η οποία έχει χαμηλές προσδοκίες και μεγάλες ματαιώσεις, την ίδια στιγμή που είναι περισσότερο απαιτητική απ’ όσο καμιά φορά θεωρούν οι επίδοξοι πολιτικοί εκφραστές της. Με καταγεγραμμένα τα αιτήματα –κλιματική κρίση, έμφυλες ταυτότητες, αξιοπρεπής εργασία, δημοκρατία και όχι αυταρχισμός– δεν είναι μια γενιά «ατομικιστική», είναι όμως έντονα εξατομικευμένη, δίνει ιδιαίτερη αξία στη δυνατότητα να φτιάχνει ο καθένας, η καθεμία, το καθένα, την ατομική του/της βιογραφία, σε ένα πλαίσιο όπου τα ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα βαραίνουν.
 
Ταυτόχρονα, όμως, απόσταση, καχυποψία απέναντι στους θεσμούς και την οργανωμένη πολιτική εκπροσώπηση, ματαίωση των προσδοκιών από το πολιτικό σύστημα –καμία έκπληξη από το 88,5% που δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα. Γι’ αυτό, στο ερώτημα «τι να κάνουμε», η απάντηση που δίνεται συντριπτικά είναι από τη μεριά της εξατομίκευσης: η ζωή μας μπορεί να βελτιωθεί πρωτίστως με την προσωπική προσπάθεια (66,2%) –όχι όμως από τη μεριά του ατομισμού, καθώς η αντίληψη ότι η ζωή αλλάζει με δικτυώσεις και καλές γνωριμίες συγκινεί μόνο το 24,1%. Ταυτόχρονα, βέβαια, δεν είναι ασήμαντη και η αμιγώς πολιτική διάσταση, αφού η ψήφος (35,5%) και η συλλογική δράση (33,2%) παραμένουν σημαντικές παράμετροι για τη βελτίωση των όρων ζωής.
 
Όπως, όμως, γράφει και ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, παρουσιάζοντας την έρευνα, «δίπλα στην εμφανή έννοια της ματαίωσης, υπάρχει η πιο υπόρρητη έννοια της απαιτητικότητας. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τη ματαίωση (μόνο) ως παραίτηση. Ενδεχομένως, έχει και μια αντίστροφη επίδραση. Αυτή η εξατομικευμένη, φιλελεύθερη, προοδευτική εν πολλοίς νεολαία διαμόρφωσε την ταυτότητά της σε ένα περιβάλλον διαρκών κρίσεων (permacrisis), σε έναν ορίζοντα διεθνώς χαμηλών προσδοκιών για το μέλλον. Η ελληνική κατάσταση, μετά την αποπτώχευση της κρίσης (σε όρους όχι μόνο υλικούς, αλλά και θεσμικούς, εργασιακούς, πολιτισμικούς), αλλά και τις ασύμμετρες κοινωνικές συνέπειες της γεωπολιτικής αστάθειας ή της πανδημίας, επιτείνει τις διαψεύσεις. Την ίδια στιγμή, όμως, μια γενιά που αξιοδοτεί υψηλά τη δημοκρατία, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, τη δυνατότητα να διαμορφώνει ο καθένας και η καθεμιά ένα προσωπικό μονοπάτι, είναι ταυτόχρονα μια γενιά απαιτητική, που εκφράζει το αίτημα για σοβαρή και συνεκτική πολιτική εκπροσώπηση αν είναι να εμπιστευθεί ξανά το πολιτικό σύστημα –και ειδικά τις προοδευτικές δυνάμεις που ανταποκρίνονται στο ιδεολογικό της προφίλ».
 
Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα, επείγει η καλλιέργεια μιας άλλης πολιτικής αντίληψης. Που θα σπάσει την πλασματική ασφάλεια των χαμηλών –ή μηδενικών– προσδοκιών, που δεν θα μοιάζει με άλμα στο κενό, που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τα ελάχιστα, αλλά θα μπορεί να εγγυηθεί τα περισσότερα.
 
Αννέτα Καββαδία