Macro

Αννέτα Καββαδία: Αυτά που δεν ειπώθηκαν…

Γράφει ο Ζαν Πωλ Σαρτρ πως «κάθε λέξη έχει συνέπειες, κάθε σιωπή επίσης». Ουδέν αληθέστερον. Στην περίπτωση, δε, πολιτικών υποκειμένων –εν προκειμένω του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης– το τι επιλέγουν να προτάξουν και τι να αποσιωπήσουν, δεν είναι άσχετο με το στίγμα που θέλουν να εκπέμψουν και, κατά συνέπεια, με το ακροατήριο στο οποίο προσβλέπουν.
Συνολικότερη αποτίμηση της παρουσίας του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ, αλλά και επιμέρους εκτιμήσεις των οικονομικών μέτρων που εξήγγειλε, επιχειρείται σε άλλα άρθρα της «Εποχής». Το ερέθισμα για αυτές εδώ τις γραμμές, έδωσε η αδικαιολόγητη –για πολλούς– απουσία αναφοράς σε θέματα που άπτονται του ταυτοτικού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως λέει και το όνομά του. Αδικαιολόγητη γιατί τα θέματα αυτά δεν μπορούν να αποκόπτονται από το ενιαίο αφήγημα, το οποίο κινδυνεύει να χάσει τον ολιστικό του χαρακτήρα αν του αφαιρέσεις εμβληματικές πτυχές. Ναι, η οικονομική δυσπραγία εκατομμυρίων πολιτών και ο καθημερινός, τιτάνιος αγώνας για την επιβίωσή τους οφείλει να είναι πρωταρχικό μέλημα. Χωρίς, όμως, να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα θέματα όπως η κλιματική κρίση, ο φεμινισμός, τα δικαιώματα. Όλα είναι αλληλένδετα, αφού συναποτελούν την αριστερή πρόταση.
Έτσι, λοιπόν, προκάλεσε εντύπωση ότι –με εξαίρεση την αναφορά στο προσφυγικό, κι αυτό μετά από ερώτηση δημοσιογράφου από τη Λέσβο– η δικαιωματική, χειραφετητική ατζέντα δεν είχε τη θέση που της αρμόζει. Ο Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε στη ΔΕΘ ανήμερα της επετείου της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, ανήμερα των εγκαινίων της φρικιαστικής ελεγχόμενης κλειστής δομής στη Σάμο, δύο μέρες πριν την επέτειο της δολοφονίας του Ζακ και με την ειδησεογραφία να βρίθει από περιπτώσεις γυναικοκτονιών. Και όμως… Δεν χώρεσαν στην ομιλία οι φεμινιστικές διεκδικήσεις, δεν επισημάνθηκε η ρητορική μίσους εναντίον της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, δεν επέμεινε στο δόγμα «νόμος και τάξη» –παρά τις σαφέστατες αναφορές του στην ακροδεξιά πορεία της κυβέρνησης. Ανέβηκε με το ανέλπιστο δώρο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος παραδέχτηκε πως τη ΝΔ τη χωρίζει με τον ΣΥΡΙΖΑ «πολιτικό, πολιτιστικό και αξιακό χάσμα». Και επέλεξε να εστιάσει στο πρώτο μόνο σκέλος, το πολιτικό. Κάτι που έκανε σαφώς με επιτυχία, αφού ανέδειξε με τον ευκρινέστερο τρόπο τις διαφορές μεταξύ των δύο προτάσεων. Άφησε, ωστόσο, εκτός πλάνου το πολιτισμικό και το αξιακό χάσμα, προκαλώντας εύλογες απορίες.
Να είμαστε ξεκάθαροι: τόσο ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το κόμμα ως συλλογικός φορέας, έχουν ξεκάθαρη, κρυστάλλινη θέση στα θέματα δικαιωμάτων. Από τις διεκδικήσεις στον δρόμο, από τη νομοθέτηση ως κυβέρνηση, από τη συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία στην πρώτη γραμμή του «καυτού» πεδίου, αποδεικνύεται –πέραν πάσης αμφιβολίας– ο ρόλος και η προσφορά ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ στην υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αν παραδειγματικά επισημαίνεται η συγκεκριμένη έλλειψη στη Θεσσαλονίκη, αυτό γίνεται γιατί φαντάζει αδιανόητο να μην αναδεικνύονται αυτά που εμπνέουν, που συνεγείρουν, που είναι η πρώτη ύλη της συλλογικής δράσης. Και που, μεταξύ άλλων, συνιστούν –και αυτά– στοιχείο υπεροχής έναντι του πολιτικού αντιπάλου.
Γράφαμε στην «Εποχή», στις 21/2/21: «με τι όπλα δίνεις τη μάχη για την προστασία της κοινωνίας και την ανακούφιση των ασθενέστερων; Με τα όπλα τα δικά σου ή με τα όπλα του αντιπάλου; Πόσο νερό βάζεις στο κρασί σου στο πλαίσιο των απαραίτητων συμβιβασμών; Πόσο απομακρύνεσαι από αρχές, ιδέες, κώδικες στο όνομα της –ευκταίας– εκλογικής επικράτησης; Πόσο “ευέλικτος” και “προσαρμόσιμος” στις απαιτήσεις της συστημικής “κανονικότητας” είσαι διατεθειμένος να εμφανιστείς;… Στην πολιτική, αν θέλεις να αφήσεις αποτύπωμα, οφείλεις να ανοίγεις δρόμους και όχι να χαϊδεύεις αυτιά. Και ως κόμμα της Αριστεράς οφείλεις, με πλατιά απεύθυνση, να παλεύεις για τη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας αποκρούοντας –με όπλα το δικό σου αξιακό φορτίο, το δικό ολιστικό και σίγουρα ανταγωνιστικό πρόγραμμα– τις σειρήνες ενσωμάτωσής σου».
Όσο λοιπόν κι αν οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι η κοινωνία συντηρητικοποιείται, όσο και αν οι σκληρά ταξικές πολιτικές της ΝΔ αδρανοποιούν –μέσω της εξαθλίωσης– το κοινωνικό σώμα και ελαχιστοποιούν την επιθυμία συλλογικών διεκδικήσεων, προωθώντας μια λογική παραίτησης και, κατά συνέπεια, αποπολιτικοποίησης, οφείλει ένα κόμμα της Αριστεράς, αφενός, να αφουγκραστεί τις υποδόριες διεργασίες που συντελούνται στην κοινωνία. Αφετέρου, να απευθυνθεί και να πείσει εκείνες τις δυνάμεις που τρομάζουν ή θεωρούν δευτερεύουσας σημασίας την ενασχόληση με «δύσκολα» θέματα, όπως πχ το προσφυγικό ή οι φυλακές, «ξεπερασμένα» θέματα, όπως πχ ο φεμινισμός, ή «ενοχλητικά» θέματα, όπως η υπεράσπιση της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, πως η απόκρουση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας απαιτεί πολυεπίπεδη αντιπρόταση. Ακριβώς επειδή το χάσμα που χωρίζει την Αριστερά από τη Δεξιά, εκτός από πολιτικοοικονομικό, είναι και πολιτισμικό και αξιακό.
Είναι εντελώς λάθος προσέγγιση –και δεν οδηγεί καν στην επιδιωκόμενη σύγκλιση των δημοκρατικών δυνάμεων– να υποβαθμίσει κανείς τη σπουδαιότητα των ταυτοτικών ζητημάτων στο όνομα της επείγουσας αντίκρουσης της οικονομικής ασφυξίας που προκαλεί η ανάλγητη πολιτική της κυβέρνησης. Καθώς η κοινωνία και η δημοκρατία δέχονται μια άνευ προηγουμένου επίθεση, είναι αναγκαία μια πολιτική ανάσχεσής της. Ωστόσο, αυτή μένει λειψή χωρίς ένα πολιτικά ικανό σχέδιο για το μετά. Αυτό οφείλει να αντιπροσωπεύσει η Αριστερά, αξιοποιώντας στο μέγιστο το πολιτειακό κεκτημένο της δημοκρατίας που εκφυλίζεται και τα δικαιώματα που σήμερα βάλλονται. Και αν κάποιοι αναρωτιούνται –ως οφείλουν– γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν καρπώνεται από τη δεδομένη φθορά της ΝΔ, ας αναλογιστούν μήπως –μεταξύ άλλων– φταίει και το ότι έχει χαμηλώσει η ένταση με την οποία μιλά και υπερασπίζεται τα «δύσκολα» αυτονόητα. Χάνοντας έτσι πρόθυμα, να τον ακούσουν, αυτιά…
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή